του Προκόπη Μπίχτα
Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογικό ρεύμα. Είναι μια επιλογή της αστικής τάξης που αποσκοπεί στην κατάργηση των δημοκρατικών και ατομικών ελευθεριών και την αυταρχική διακυβέρνηση μιας χώρας από μια μικρή ομάδα που «υποτάσσεται» στον Αρχηγό. Διακρίνεται από την «χούντα» στο γεγονός ότι η επικράτησή του απαιτεί πλατύ κοινωνικό έρεισμα, δηλαδή συμμαχία με διάφορα κοινωνικά στρώματα και ύπαρξη οργανωμένου κινήματος.
Ο φασισμός γεννήθηκε το 1919 από τον Μουσολίνι χωρίς να αποτελεί δόγμα ή να προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, δεν ανέπτυξε ποτέ πλήρες δόγμα ή πολιτική θεωρία και, κυρίως, δεν γράφτηκαν οποιαδήποτε σημαντικά πολιτικά κείμενα από φασιστική σκοπιά μετά το 1945.
Ο φασισμός του Μουσολίνι και ο ναζισμός του Χίτλερ, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν ιδεολογική ταυτότητα ιδιοποιήθηκαν έργα και απόψεις συντηρητικών, αντιδραστικών ή και προοδευτικών φιλοσόφων και καλλιτεχνών (Νίτσε, Βάγκνερ, Μπάουχαους, Φουτουριστές κ.ά.), οι οποίοι δεν είχαν ιδέα του τι θα απογίνονταν οι δημιουργίες τους.
Ο μοναδικός λόγος ύπαρξης του φασισμού είναι η βίαιη καταστολή υπαρκτών ή εν δυνάμει υπαρκτών εργατικών και, γενικά, κοινωνικών κινημάτων που αντιτίθενται στις επιλογές της κυρίαρχης τάξης. Τόσο ο φασισμός των Ιταλών και Ισπανών φασιστών όσο και ο ναζισμός των Γερμανών εθνικιστών λειτούργησαν σταθεροποιώντας της κυριαρχία του καπιταλισμού και της αστικής τάξης των χωρών αυτών. Συνέτριψαν τις εργατικές συλλογικότητες των χωρών τους (σωματεία, συνδικάτα, κόμματα), κατέστειλαν με ωμή βία τις απεργίες των εργαζομένων των χωρών αυτών και τελικά αποκατέστησαν την τάξη υπέρ της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Οποιεσδήποτε κραυγές και δράσεις τους εναντίον μειονοτήτων και οποιαδήποτε αναφορά τους σε ρατσιστικές κ.ά. αντιλήψεις υπέκρυπταν αποκλειστικά οικονομικά ή/και πολιτικά συμφέροντα.
Μέχρι σήμερα η αστική τάξη με την υιοθέτηση της επιλογής της αστικής δημοκρατίας έκανε καλά την δουλειά της. Στα πλαίσια του βιομηχανικού κύκλου πετύχαινε μια σχετικά καλή οικονομική ανάπτυξη, τα κέρδη της έφταναν σε αστρονομικά μεγέθη, δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της γενικευμένης ελευθερίας στο όνομα της οποίας «επέτρεπε» ελευθερία του λόγου (αλλά όχι της πράξης), έδινε μερικά ψίχουλα με τη μορφή καλούτσικων μισθών και κοινωνικών παροχών και είχε πείσει τους λαούς της Δύσης ότι, μέσα στο κοινωνικοοικονομικό της σύστημα ο άνθρωπος, η ατομικότητα, η μονάδα, είχε όλες τις ευκαιρίες να ευτυχήσει. Έτσι έκανε μια χαρά τις δουλίτσες της χωρίς να αντιμετωπίζει σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις. Μάλιστα, ύστερα από τα σοβαρότατα λάθη του διεθνούς εργατικού κινήματος που το οδήγησαν σε στρατηγική ήττα, δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο.
Όμως σήμερα, η δημοκρατία της δεν την εξυπηρετεί πια. Λόγω της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους οι παραγωγικές επενδύσεις είναι ασύμφορες για την αστική τάξη. Τα υπερσυσσωρευμένα κέρδη, το πλεονάζον κεφάλαιο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Λόγω αυτού έχει μεταφερθεί στον τραπεζικό τομέα, ο οποίος έχει γιγαντωθεί και εγγυάται κέρδη μέσω τον τόκων. Όμως οι τόκοι είναι κομμάτι της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι του χεριού και του πνεύματος. Αφού δεν μπορούν να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις, ο μόνος τρόπος για να διατηρηθούν τα επιτόκια που τρέφουν την παρασιτική δραστηριότητα του κεφαλαίου είναι η αύξηση της σχετικής και απόλυτης υπεραξίας που παράγεται στον βιομηχανικό και τον αγροτικό τομέα. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει αύξηση των ωρών εργασίας, καταβαράθρωση μισθών και συντάξεων και αφανισμός του «κράτους πρόνοιας».
Η παγκοσμιοποίηση είναι το κατασκεύασμα των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών που έχουν σκοπό να υποτάξουν τις λιγότερο ισχυρές μέσω «κοινού νομίσματος», συμφωνιών τύπου TTIP κ.λ.π. Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει πολύ πιο εύκολα την καταστροφή αδελφών αστών ανταγωνιστών και επεκτείνει γρήγορα την ένταση της εκμετάλλευσης σε σύνολο χωρών. Πλήττει, όχι μόνο τους εργαζόμενους, αλλά και τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου που, από την «φύση» τους έχουν ανάγκη την ύπαρξη εθνικών κέντρων για να ανταγωνιστούν τους κοσμοπολίτες αδελφούς τους. Αυτός ο αδελφικός ανταγωνισμός είναι ανελέητος. Πρόκειται για το μοίρασμα της πίτας, όπου «πίτα» είναι το αποτέλεσμα του μόχθου δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Όμως, όλες οι μερίδες της αστικής τάξης ενώ κατασπαράζονται μεταξύ τους έχουν ένα κοινό εχθρό: τους εργαζόμενους. Είναι δεδομένο ότι οι πληττόμενοι από αυτή την κατάσταση θα εξεγείρονται, έστω περιστασιακά, έστω αυθόρμητα και ανοργάνωτα. Εδώ η αστική τάξη, τόσο η κοσμοπολίτικη όσο και τα «εθνικά» τμήματά της, βλέπει την ανάγκη για περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Χρηματοδοτεί και οργανώνει την ανάπτυξη φασιστικών κινημάτων με σκοπό να χτυπηθούν βίαια οι λαϊκές εξεγέρσεις, οι οποίες θα συμβούν αναπόφευκτα.
Η πλειοψηφία των φασιστικών κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, παρά τις λεκτικές κορώνες τους. Όμως ένα μέρος τους εκφράζει τα συμφέροντα της «εθνικών» αστικών τάξεων των χωρών τους που πλήττονται από το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό εξηγεί τις παλινωδίες και τις αντιθέσεις που εντοπίζονται στην συνθηματολογία και πρακτική όλων αυτών των κομμάτων.
Η ακροδεξιά επιδιώκει κοινωνικές συμμαχίες αφ’ ενός με τα λούμπεν στοιχεία, με τα καθυστερημένα στοιχεία της εργατικής τάξης, με μικροαστούς που καταστρέφονται, με την εργατική αριστοκρατία και, αφ’ ετέρου, τρέφονται από την οργή και αγανάκτηση των λαών οι οποίοι ζουν ένα εφιάλτη, διαισθάνονται ότι έρχονται χειρότερα και ψάχνουν να βρουν κάποιον να αντισταθεί. Η δυστυχία και ο φόβος δημιουργούν εύκολα θύματα που εύκολα παρασύρονται.
Στην ανάπτυξη του φασισμού πολύ μεγάλη ευθύνη φέρουν και τα κόμματα της Αριστεράς. Όπου αναδείχθηκαν σε κυβέρνηση παραδόθηκαν άνευ όρων και συνειδητά στις επιλογές της παγκοσμιοποίησης και εφαρμόζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές με αγριότητα τέτοια, που δεν θα τολμούσε να υιοθετήσει κανένα επίσημο νεοφιλελεύθερο κόμμα. Όπου δεν έχουν αναδειχθεί σε κυβέρνηση έχουν αποτύχει να αρθρώσουν πολιτικό λόγο τέτοιο, που να δείχνει προς μια διέξοδο.
Και στην Ελλάδα η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται την γενικευμένη δυστυχία για να βρει υποστηριχτές. Ψάχνοντας για ιδεολογική ταυτότητα έχει καπηλευθεί εδώ και χρόνια την ιστορία και τα σύμβολα του ελληνικού λαού, από οποία έχει αφαιρέσει (φυσικά!) το περιεχόμενό τους και τα έχει αποστεώσει. Χωρίς να έχει κανένα πρόγραμμα, χωρίς επεξεργασία κανενός ζητήματος, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές θέσεις, χωρίς να προτείνει τίποτα παρά μόνο ένα θολό «τοπίο», εκμεταλλεύεται την ρήξη του κοινωνικού ιστού και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας και ψάχνει για κοινωνικές συμμαχίες.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιδίδεται σε πολιτικές αγριότητας και μίσους ενάντια στον ελληνικό λαό. Έχει κάνει σημαία το αποτυχημένο δόγμα ΤΙΝΑ και με αυτό τον τρόπο σπρώχνει μεγάλα τμήματα του λαού στην αγκαλιά της ακροδεξιάς που ισχυρίζεται ότι έχει τις λύσεις.
Στο μεταξύ η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων της Αριστεράς κοιτάζει τα τραίνα να περνούν. Ο λόγος τους ενάντια στον φασισμό περιορίζεται σε αποστεωμένη ρητορεία ηθικής φύσης χωρίς κύρος. Έχουν παραδώσει στα χέρια της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς τα σύμβολα, τους αγώνες και την ιστορία του ελληνικού λαού -την ιστορική του ταυτότητα- και τα έχουν στιγματίσει σαν «φασιστικά», «εθνικιστικά» και «ρατσιστικά» χωρίς να έχουν μπει στον κόπο να σκεφθούν λίγο επάνω σε αυτούς τους ορισμούς, των οποίων οι έννοιες είναι ξεκαθαρισμένες εδώ και χρόνια. Δεν έχουν επεξεργαστεί διαλεκτικά τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής και δεν συνειδητοποιούν ότι με την ιδεολογική τους θολούρα και την πολιτική τους οκνηρία διευκολύνουν, αθέλητα, την επικράτηση των θέσεων της παγκοσμιοποίησης και γίνονται, αθέλητα, υποστηρικτές όσων κακών διατείνονται ότι θέλουν να πολεμήσουν. Κατά τα άλλα κατατρίβονται σε μεταξύ τους καυγάδες για ζητήματα δευτερεύουσας και τριτεύουσας σπουδαιότητας, έχοντας χάσει κάθε επαφή με τις ανάγκες της εποχής και την πραγματικότητα του ελληνικού λαού.
από το «https://www.stontoixo.com/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου