Του Νίκου Αντωνιάδη* – Νέα Υόρκη
Ήμουν πέντε χρονών. Ψάχναμε τον πατέρα μου. Ακόμη νιώθω πως είναι «πιλότος» στα «αεροπλανάκια», έτσι μου είπαν όταν ρώτησα «που είναι», βλέποντας στον ουρανό τα «πυροτεχνήματα» από τις βόμβες των Τούρκων. Τα χρόνια περνούσαν. Η μάνα μου φρόντιζε να μιλώ την Ελληνική γλώσσα, γιατί «έτσι θα έμενε ζωντανή η ρίζα», στο σχολείο φρόντιζα να μην απουσιάζω από τις παρελάσεις, στις εκθέσεις των Ελληνικών αγωνιζόμουν να τιμώ πάντα τον (ξεχασμένο στο Βαρωσιώτικο ερμάρι) χαρταετό μου που δεν πρόλαβα να πετάξω ποτέ. Ποτέ δεν μεγάλωσα με έχθρα ενάντια στα αδέλφια μας, τους Τουρκοκύπριους.
Μπόρεσα να αποδεκτώ πως είναι μέρος της πατρίδας μας. Όμως, δεν κατάφερα να συγχωρέσω το «παιχνίδι» που μου έκλεψαν οι Τούρκοι στρατιώτες, το κρυφτό που νόμιζα πως όλοι παίζαμε στα αντίσκηνα του γωνιακού οικοπέδου στη Λάρνακα. Ήταν, είναι πόλεμος! Είχα πιστέψει πως ο πατέρας μου «κρύφτηκε» για να τον βρω και να πω «πτου για ούλλους», όπως λέγαμε παιδιά στο κρυφτό. Ήταν, είναι εισβολή. Νόμιζα πως ήταν ένα παιχνίδι με αρχή και τέλος. Ήταν, είναι κατοχή.
Μεγάλωσα μακριά από την πόλη μου όμως η οικογένεια μου είχε φροντίσει να
μην λείπει ποτέ το γράμμα «Ε» δίπλα από το ονοματεπώνυμο μου στο σχολικό απουσιολόγιο (Ε-Εκτοπισμένος). Όποτε έλειπε (κατά λάθος φυσικά), τα έβαζα με τους καθηγητές. Είναι αλήθεια πως όλα τα πιο πάνω, κάποιοι φρόντισαν να τα «ξεβάψουν» και να τα θάψουν. «Κτυπώντας» μέσω χρηματιστηρίου, μέσα από την εικονική άνθιση της οικοδομικής βιομηχανίας, αργότερα με το κούρεμα, και παράλληλα όλων αυτών, μέσα από την κλοπή των περιουσιών (όχι μόνο των κατεχομένων μας περιουσιών).
Άλλωστε, σε πολλούς είναι γνωστή η στρατηγική της αποποίησης ευθυνών μέσα από τον αποπροσανατολισμό και την μεταφορά των «φώτων» σε άλλα γήπεδα! Και εδώ αρχίζει η μάχη! Η πατρίδα έχει σύνταγμα. Ναι, με λανθασμένη πρόνοια εγγυήσεων, κάτι που οι Άγγλοι φρόντισαν να μας παγιδεύσουν. Η πατρίδα είναι υπό κατοχή μιας και τα Τουρκικά στρατεύματα είναι ακόμη εκεί. Η πατρίδα έχει «αναλογίες» και σύστημα διακυβέρνησης. Γιατί να αλλάξει, τι θα αλλάξει για εμάς πέραν της επίσημης εισόδου των Τούρκων σε όλο το νησί (και ίσως και στη θάλασσα μας);
Όμως, πάνω από όλα, η πατρίδα ονομάζεται Κυπριακή Δημοκρατία και σε όλο τον κόσμο (εκτός της Τουρκίας) εκπροσωπείται ως τέτοια. Ποιος ο λόγος αλλαγής με εναλλάξ εκπροσώπηση; Αν σας πω πως δεν νιώθω πόνο, νοσταλγία, στανεχώρια, και χίλια άλλα συναισθήματα γράφοντας όλα αυτά, ευελπιστώντας σε δίκαιη λύση, θα σας κοροϊδευα. Και (το λιγότερο) λυπάμαι όταν ακούω κάποιους πολιτικούς που διαχειρίζονται την τύχη του χαρταετού μου, του δικού μου χαρταετού, να μου λένε πως νιώθουν «πόνο», «νοσταλγία», «στεναχώρια», κλπ, κλπ..
Πριν μερικοί προστρέξουν να μου πουν πως ανήκω (κι εγώ) στην κατηγορία του «δεν θέλω λύση», ή στην κατηγορία των «εθνικιστών» (και όχι στην κατηγορία «Αγάπη για την Πατρίδα»), ας δουν καλά τα πιο πάνω και αν έχουν ίχνος φιλότιμου και αξιοπρέπειας, ας προσπαθήσουν τουλάχιστον να μπουν στη θέση ενός παιδιού (και άλλων 199,999 συμπατριωτών μας) που μεγάλωσαν μακριά από τον τόπο τους, μακριά από το σπίτι τους, μακριά από τα παιχνίδια τους. Παιδιά, δικά σας παιδιά, που αναγκάστηκαν να ξαναφύγουν επειδή «τα φάγανε όλοι μαζί» και δεν έμεινε χώρος για αυτές τις χιλιάδες επιστήμονες που θα έδιναν και τη ψυχή τους για αυτή την πατρίδα. Δυστυχώς, δεν μας έφτανε το 1974! Δεν φύγαμε για να φυγοδικήσουμε αλλά για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια χωρίς να παρακαλάμε. Δεν φύγαμε για να αποποιηθούμε των ευθυνών μας αλλά για να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να ξαναβρούμε την αξιοπρέπεια και τη δύναμη μας, μια δύναμη που πίστεψαν κάποιοι πως μπορούν να την πάρουν από όλους. Φύγαμε για να παλέψουμε από μακριά, αλλά με καθαρό μυαλό και κυρίως, με καθαρή καρδιά, με καθαρή ψυχή! Μια ψυχή που γράφει (και ας το γράφει για όσο κρατά η παρουσία μας σε αυτή τη γη): «Ναι, είμαι πρόσφυγας, νοσταλγώ, πονώ αλλά έχω πατρίδα και…. ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΕΜΑΙ!». Υ.Γ. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της η γιαγιά μου είπε: «Γιε μου εν τζιαι να πότιζεν κανένας τη βοκαμβίλια μας τόσα χρόνια»!
«Στο καλό γιαγιά! Μόνο με τα δικά μας χέρια μπορούν να ποτιστούν οι βοκαμβίλιες»! Σύμβουλος Πολιτικού Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας Μέλος του Αμερικανικού Συνδέσμου Πολιτικών Συμβούλων
www.linkedin.com/in/nicolaosantoniades
www.mignatiou.com/
Ήμουν πέντε χρονών. Ψάχναμε τον πατέρα μου. Ακόμη νιώθω πως είναι «πιλότος» στα «αεροπλανάκια», έτσι μου είπαν όταν ρώτησα «που είναι», βλέποντας στον ουρανό τα «πυροτεχνήματα» από τις βόμβες των Τούρκων. Τα χρόνια περνούσαν. Η μάνα μου φρόντιζε να μιλώ την Ελληνική γλώσσα, γιατί «έτσι θα έμενε ζωντανή η ρίζα», στο σχολείο φρόντιζα να μην απουσιάζω από τις παρελάσεις, στις εκθέσεις των Ελληνικών αγωνιζόμουν να τιμώ πάντα τον (ξεχασμένο στο Βαρωσιώτικο ερμάρι) χαρταετό μου που δεν πρόλαβα να πετάξω ποτέ. Ποτέ δεν μεγάλωσα με έχθρα ενάντια στα αδέλφια μας, τους Τουρκοκύπριους.
Μπόρεσα να αποδεκτώ πως είναι μέρος της πατρίδας μας. Όμως, δεν κατάφερα να συγχωρέσω το «παιχνίδι» που μου έκλεψαν οι Τούρκοι στρατιώτες, το κρυφτό που νόμιζα πως όλοι παίζαμε στα αντίσκηνα του γωνιακού οικοπέδου στη Λάρνακα. Ήταν, είναι πόλεμος! Είχα πιστέψει πως ο πατέρας μου «κρύφτηκε» για να τον βρω και να πω «πτου για ούλλους», όπως λέγαμε παιδιά στο κρυφτό. Ήταν, είναι εισβολή. Νόμιζα πως ήταν ένα παιχνίδι με αρχή και τέλος. Ήταν, είναι κατοχή.
Μεγάλωσα μακριά από την πόλη μου όμως η οικογένεια μου είχε φροντίσει να
μην λείπει ποτέ το γράμμα «Ε» δίπλα από το ονοματεπώνυμο μου στο σχολικό απουσιολόγιο (Ε-Εκτοπισμένος). Όποτε έλειπε (κατά λάθος φυσικά), τα έβαζα με τους καθηγητές. Είναι αλήθεια πως όλα τα πιο πάνω, κάποιοι φρόντισαν να τα «ξεβάψουν» και να τα θάψουν. «Κτυπώντας» μέσω χρηματιστηρίου, μέσα από την εικονική άνθιση της οικοδομικής βιομηχανίας, αργότερα με το κούρεμα, και παράλληλα όλων αυτών, μέσα από την κλοπή των περιουσιών (όχι μόνο των κατεχομένων μας περιουσιών).
Άλλωστε, σε πολλούς είναι γνωστή η στρατηγική της αποποίησης ευθυνών μέσα από τον αποπροσανατολισμό και την μεταφορά των «φώτων» σε άλλα γήπεδα! Και εδώ αρχίζει η μάχη! Η πατρίδα έχει σύνταγμα. Ναι, με λανθασμένη πρόνοια εγγυήσεων, κάτι που οι Άγγλοι φρόντισαν να μας παγιδεύσουν. Η πατρίδα είναι υπό κατοχή μιας και τα Τουρκικά στρατεύματα είναι ακόμη εκεί. Η πατρίδα έχει «αναλογίες» και σύστημα διακυβέρνησης. Γιατί να αλλάξει, τι θα αλλάξει για εμάς πέραν της επίσημης εισόδου των Τούρκων σε όλο το νησί (και ίσως και στη θάλασσα μας);
Όμως, πάνω από όλα, η πατρίδα ονομάζεται Κυπριακή Δημοκρατία και σε όλο τον κόσμο (εκτός της Τουρκίας) εκπροσωπείται ως τέτοια. Ποιος ο λόγος αλλαγής με εναλλάξ εκπροσώπηση; Αν σας πω πως δεν νιώθω πόνο, νοσταλγία, στανεχώρια, και χίλια άλλα συναισθήματα γράφοντας όλα αυτά, ευελπιστώντας σε δίκαιη λύση, θα σας κοροϊδευα. Και (το λιγότερο) λυπάμαι όταν ακούω κάποιους πολιτικούς που διαχειρίζονται την τύχη του χαρταετού μου, του δικού μου χαρταετού, να μου λένε πως νιώθουν «πόνο», «νοσταλγία», «στεναχώρια», κλπ, κλπ..
Πριν μερικοί προστρέξουν να μου πουν πως ανήκω (κι εγώ) στην κατηγορία του «δεν θέλω λύση», ή στην κατηγορία των «εθνικιστών» (και όχι στην κατηγορία «Αγάπη για την Πατρίδα»), ας δουν καλά τα πιο πάνω και αν έχουν ίχνος φιλότιμου και αξιοπρέπειας, ας προσπαθήσουν τουλάχιστον να μπουν στη θέση ενός παιδιού (και άλλων 199,999 συμπατριωτών μας) που μεγάλωσαν μακριά από τον τόπο τους, μακριά από το σπίτι τους, μακριά από τα παιχνίδια τους. Παιδιά, δικά σας παιδιά, που αναγκάστηκαν να ξαναφύγουν επειδή «τα φάγανε όλοι μαζί» και δεν έμεινε χώρος για αυτές τις χιλιάδες επιστήμονες που θα έδιναν και τη ψυχή τους για αυτή την πατρίδα. Δυστυχώς, δεν μας έφτανε το 1974! Δεν φύγαμε για να φυγοδικήσουμε αλλά για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια χωρίς να παρακαλάμε. Δεν φύγαμε για να αποποιηθούμε των ευθυνών μας αλλά για να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να ξαναβρούμε την αξιοπρέπεια και τη δύναμη μας, μια δύναμη που πίστεψαν κάποιοι πως μπορούν να την πάρουν από όλους. Φύγαμε για να παλέψουμε από μακριά, αλλά με καθαρό μυαλό και κυρίως, με καθαρή καρδιά, με καθαρή ψυχή! Μια ψυχή που γράφει (και ας το γράφει για όσο κρατά η παρουσία μας σε αυτή τη γη): «Ναι, είμαι πρόσφυγας, νοσταλγώ, πονώ αλλά έχω πατρίδα και…. ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΕΜΑΙ!». Υ.Γ. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της η γιαγιά μου είπε: «Γιε μου εν τζιαι να πότιζεν κανένας τη βοκαμβίλια μας τόσα χρόνια»!
«Στο καλό γιαγιά! Μόνο με τα δικά μας χέρια μπορούν να ποτιστούν οι βοκαμβίλιες»! Σύμβουλος Πολιτικού Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας Μέλος του Αμερικανικού Συνδέσμου Πολιτικών Συμβούλων
www.linkedin.com/in/nicolaosantoniades
www.mignatiou.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου