Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ο Έβρος άντεξε, όμως κατά βάθος πεθαίνει

του Αναστάσιου Λαυρέντζου*
Τώρα που τελείωσε η πολιορκία του Έβρου από τους παράνομους μετανάστες που είχε εξαπολύσει ο Ερντογάν, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε αυτή την «άλλη Ελλάδα» που έδωσε και πάλι το παρόν. Διότι «ο Έβρος δεν έπεσε», επειδή σε αυτό βοήθησε σημαντικά και ο ντόπιος πληθυσμός. Για πόσο καιρό όμως ο ξεχασμένος Έβρος θα ξεπερνά τα εσωτερικά του προβλήματα και θα λειτουργεί ως προμαχώνας του ελληνισμού;
Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα του Έβρου και γενικότερα της Θράκης; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η χρόνια οικονομική υστέρηση της περιοχής σε σχέση με τον μέσο όρο της χώρας. Πράγματι, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Θράκη βρέθηκε έξω απ
ό την «πρώτη ταχύτητα» της οικονομικής ανασυγκρότησης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγιναν βέβαια κάποιες «διορθωτικές» κινήσεις, όπως η ίδρυση πανεπιστημίου, νοσοκομείων, η εκτέλεση έργων υποδομής, κλπ. Όλες αυτές οι δράσεις όμως απέβλεπαν κυρίως στη μεταφορά εισοδήματος και όχι στη δημιουργία νέων παραγωγικών δυνατότητων.
Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε για τη Θράκη – όπως και για το σύνολο της ελληνικής περιφέρειας – ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο. Αυτό το κενό το ελληνικό κράτος προσπάθησε να το καλύψει με μια σειρά αναπτυξιακών νόμων, οι οποίοι έδωσαν (κυρίως φορολογικά) κίνητρα για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Ο σχεδιασμός αυτός όμως ήταν αποσπασματικός. Επί πλέον κλήθηκε να τον υλοποιήσει ένα αναποτελεσματικό κράτος. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν να ωφεληθούν περισσότερο κάποιοι ιδιώτες και όχι η ευρύτερη περιοχή. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει με μια επίσκεψη στις ΒΙ.ΠΕ. των Θρακικών πόλεων.
Και έτσι φθάνουμε στο σήμερα, όπου το πρόβλημα έχει γίνει πλέον υπαρξιακό. Πράγματι, το βασικό πρόβλημα του νομού Έβρου είναι η φθίνουσα δημογραφία του, η οποία σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των αγροτικών του περιοχών, οδηγεί την ύπαιθρο χώρα του σε ερήμωση. Για να το θέσουμε απλά: ο Έβρος, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, πεθαίνει.
The Lykofi village from above high.
Σουφλί
Διπλός ξεριζωμός
Ο Έβρος στη δεκαετία του 1920 ενισχύθηκε δημογραφικά από τους πρόσφυγες που ήλθαν ξεριζωμένοι από την Ανατολική Θράκη. Από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όμως άρχισε να φυλλορροεί πληθυσμιακά, λόγω της οικονομικής του υπανάπτυξης. Στη δεκαετία 1961-71 ο πληθυσμός του Έβρου συμμετείχε μαζικά στο μεταναστευτικό κύμα της περιόδου προς τη Δυτική Ευρώπη. Έτσι σε αυτό το διάστημα ο πληθυσμός του νομού Έβρου μειώθηκε κατά 12%, ποσοστό που μόνο με απώλειες πολεμικής περιόδου μπορεί να συγκριθεί. Συγκεκριμένα μειώθηκε από τις 158 χιλιάδες στις 139 χιλιάδες και έκτοτε αυξήθηκε ελάχιστα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο νομός Έβρου γνώρισε καθυστερημένα και ιδιαίτερα έντονα το φαινόμενο της αστυφιλίας, καθώς μεγάλο μέρος των αγροτικών πληθυσμών του μετακινήθηκαν προς την Αλεξανδρούπολη, και από εκεί προς Αθήνα-Θεσσαλονίκη ή στο εξωτερικό. Έτσι η Αλεξανδρούπολη έγινε μια πόλη 60.000 κατοίκων και η ύπαιθρος χώρα αποψιλώθηκε, χάνοντας κυρίως τους νεανικούς της πληθυσμούς.
Οι παραπάνω μεταβολές είχαν δραματικές συνέπειες για την ύπαιθρο του Έβρου. Σύμφωνα με τις εθνικές απογραφές, στην τριακονταετία 1981-2011 ο πληθυσμός των αγροτικών οικισμών του Β. Έβρου μειώθηκε κατά 43%.  Αντίστοιχα οι οικισμοί πέριξ του Διδυμοτείχου και πλησίον του ποταμού Έβρου έως το Σουφλί παρουσίασαν μείωση πληθυσμού κατά 47%. Τα υψηλά αυτά ποσοστά δείχνουν ότι από τις παραπάνω περιοχές πρακτικά έφυγαν οι περισσότεροι νέοι. Πράγματι, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι περιοχές του Βόρειου και Κεντρικού Έβρου είναι από τις πιο γηρασμένες της Ελλάδας, με τα ποσοστά ατόμων άνω των 65 ετών να κυμαίνονται από 40% έως και πάνω από 60%.
Η παραπάνω εικόνα είναι αυτή που αποτυπώθηκε στην απογραφή του 2011, δηλαδή χωρίς να έχουν μετρηθεί οι συνέπειες της μνημονιακής περιόδου. Όπως όμως ήδη μας δείχνουν τα ετήσια δελτία της ΕΛΣΤΑΤ, οι θάνατοι έχουν πάρει σαφές προβάδισμα έναντι των γεννήσεων, ως συνέπεια της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού. Το γεγονός αυτό από μόνο του μας λέει ότι η εικόνα αναμένεται να χειροτερεύσει σημαντικά στην απογραφή του 2021.
Ανατροπή κρίσιμων ισορροπιών
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι ο εύφορος Έβρος ακολούθησε τη μοίρα που είχε και το σύνολο της ελληνικής περιφέρειας. Αν όμως για την περιφέρεια της χώρας η εγκατάλειψή της είναι μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, η ερήμωση της υπαίθρου του Έβρου είναι ένα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο. Αυτό ισχύει για δυο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι προφανώς δεν μπορείς να σταθείς σε μια μεθοριακή γραμμή με φθίνουσα δημογραφία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η συνέχιση του δημογραφικού μαρασμού του Έβρου θα ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες που ισχύουν στη Θράκη. Για να γίνει κατανοητό αυτό, επισημαίνεται ότι ο κατά συντριπτική πλειονότητα χριστιανικός πληθυσμός του νομού Έβρου αποτελεί το ανάχωμα που διακόπτει την εδαφική συνέχεια της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης με την τουρκική επικράτεια. Παράλληλα ο πληθυσμός του Έβρου εξασφαλίζει την πλειονότητα του χριστιανικού στοιχείου στο σύνολο της Θράκης. (σ.σ. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός στη Ροδόπη ήδη υπερβαίνει το 50%, ενώ στην Ξάνθη κινείται πέριξ αυτού του ποσοστού). Ο χριστιανικός πληθυσμός του Έβρου είναι επομένως το στρατηγικό ανάχωμα που αν αδυνατίσει, θα ανοίξει στη Θράκη η κερκόπορτα για μια σειρά πολύ αρνητικών εξελίξεων.
Τα παραπάνω σχετίζονται άμεσα και με τις μεταναστευτικές ροές, αφού θα αρκούσε ακόμη και η εγκατάσταση μικρών σχετικά αριθμών μεταναστών στις ευαίσθητες συνοριακές περιοχές, για να ανατραπούν οι ισορροπίες. Θα πρέπει λοιπόν το ελληνικό κράτος να δείξει εδώ την ανάλογη προσοχή.
Λιμάνι Αλεξανδρούπολης
Σχέδιο αναζωογόνησης του Έβρου
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του Έβρου και της Θράκης γενικότερα απαιτείται η εφαρμογή μιας μακρόπνοης και πολυδιάστατης ελληνικής πολιτικής. Βασική συνιστώσα μιας τέτοιας πολιτικής είναι ένας αναπτυξιακός σχεδιασμός που θα αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της περιοχής. Πρώτο και σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης το οποίο μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας διαδρομής που θα παρακάμπτει τα στενά του Βοσπόρου μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής που καταλήγει στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Ακόμη, η Αλεξανδρούπολη μπορεί να φέρει πολύ πιο κοντά στην Ανατολική Ευρώπη τα κινεζικά και άλλα προϊόντα, καθώς η απόσταση Αλεξανδρούπολη-Βουκουρέστι είναι η μισή από την απόσταση Αθήνα-Βουκουρέστι.
Όμως ο Έβρος έχει και πανέμορφη φύση. Μπορεί επομένως να αναπτύξει τον αγροτοτουρισμό, με τη δημιουργία πρότυπων παραδοσιακών οικισμών ή την αξιοποίηση ήδη υπαρχόντων (Σουφλί, Διδυμότειχο).
Πάνω από όλα όμως ο Έβρος – όπως και ολόκληρη η Θράκη – έχει εύφορα εδάφη και άφθονα νερά. Μπορεί επομένως να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης βιομηχανίας τροφίμων. Για να γίνει αυτό, απαιτείται η εκπόνηση και η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, το οποίο θα περιλαμβάνει την εκτέλεση έργων υποδομής, την καθοδήγηση των τοπικών πληθυσμών προς νέες μορφές αγροτικής επιχειρηματικότητας, την ανακατεύθυνση της γεωργικής δραστηριότητας προς νέες αποδοτικές καλλιέργειες, την παροχή τεχνογνωσίας για την παραγωγή προϊόντων επώνυμης ετικέτας, τη δημιουργία μονάδων επεξεργασίας και τυποποίησης αγροτικών προϊόντων, κλπ.
Λύσεις και δυνατότητες λοιπόν υπάρχουν. Ζητούμενο είναι να υπάρξει το κατάλληλο όραμα και η πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν τα προβλήματα. Αυτό πρέπει να επιδιώξουμε όσο υπάρχει καιρός.
Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος είναι συγγραφέας των βιβλίων:
Η ΘΡΑΚΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΛΩΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου