του Κώστα Ράπτη
Ο Αμερικανός καθηγητής Μεσανατολικών Σπουδών Χουάν Κόουλ την αποκάλεσε γλαφυρά ως «τη μεγαλύτερη εισβολή στη Μέση Ανατολή μετά τις μογγολικές επιδρομές του 13ου αιώνα». Σε κάθε περίπτωση η μεσανατολική περιοδεία του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Ουανγκ Γι εικονογραφεί τεκτονικές αλλαγές στο γεωπολιτικό τοπίο.
Αποκορύφωμά της αποτέλεσε η συνυπογραφή ανάμεσα στον επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας και τον Ιρανό ομόλογό του Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ, το Σάββατο στην Τεχεράνη, σε τελετή για την συμπλήρωση 50 ετών διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στο Ιράν και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, συμφωνίας 25ετούς διάρκειας για την ανάπτυξη των σχέσεων των δύο πλευρών.
Ράπισμα στις ΗΠΑ
Πρόκειται για ράπισμα στις ΗΠΑ, καθώς η συμφωνία παρακάμπτει και απονευρώνει τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας (όχι μόνο πρωτογενών, αλλά και δευτερογενών έναντι τρίτων διατεθειμένων να συναλλαχθούν με το Ιράν), που επιδεινώθηκαν δραματικά επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ, στο πλαίσιο της πολιτικής της «μέγιστης πίεσης» απέναντι στην Τεχεράνη και οι οποίες παραμένουν στη θέση τους, όσο η κυβέρνηση Μπάιντεν ζυγίζει τις νέες παραχωρήσεις που θα ήθελε να αποσπάσει, προκειμένου να επανακάμψει στο πλαίσιο της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Η σινο-ιρανική συμφωνία, η οποία προετοιμάζεται από το 2016 και πρότυπό της έχει τον «Οικονομικό Διάδρομο» της Κίνας με το Πακιστάν, ως κεντρικό στοιχείο της εμφανίζει την συνεργασία στις πετρελαϊκές εξαγωγές, προσφέροντας μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια στην Κίνα και εξαγωγικές διεξόδους στην δεινά δοκιμαζόμενη ιρανική οικονομία.
Είναι προφανές ότι το Πεκίνο εκτιμά πως η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν είναι σε θέση να διαιωνίσει τον «αποκλεισμό» του Ιράν και σπεύδει το ίδιο να προωθηθεί καταλλήλως στην πολλά υποσχόμενη ιρανική αγορά με το φθηνό αλλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως να χαλιναγωγήσει (δια του καρότου και όχι του μαστιγίου) τους ιθύνοντες της Τεχεράνης, ώστε να μην αποτινάξουν οριστικά το δεσμευτικό πλαίσιο της συμφωνίας του 2015.
Υποδομές
Τα τελευταία χρόνια ο όγκος διμερούς εμπορίου μεταξύ της Κίνας και του Ιράν (και μάλιστα σε συνθήκες υποχώρησης της τιμής του πετρελαίου) έφθασε τα 20 δισ. δολάρια ετησίως. Με την 25ετή συμφωνία έρχεται να προστεθεί ένα σχέδιο αμοιβαίων (αλλά βεβαίως πρωτίστως κινεζικών) επενδύσεων συνολικού ύψους 400 δισ. δολαρίων, με ρυθμό περίπου 16 δισ. ετησίως και αντικείμενο τις ενεργειακές, λιμενικές, μεταφορικές κ.ά. υποδομές. Ειδικότερα για την Κίνα, η πρόσβαση στο ιρανικό φυσικό αέριο δίνει τη δυνατότητα για ταχύτερη απεξάρτηση από τον περισσότερο επιβαρυντικό για το περιβάλλον άνθρακα, ώστε να εκπληρώσει τον στόχο για ανθρακικά ουδέτερη ανάπτυξη μέχρι το 2060.
Κατά τον εκπρόσωπο του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών Σαϊντ Χατιμπζαντέ, η 25ετής συμφωνία (η μακρότερη σε διάρκεια που έχει υπογράψει το Ιράν) βάζει τη χώρα σταθερά στο πλαίσιο του κινεζικού «νέου δρόμου του μεταξιού» και συνολικά της ευρασιατικής ολοκλήρωσης.
Δεδομένης της επιφύλαξης που άφησε η Ιρανική Επανάσταση σε οτιδήποτε παραπέμπει σε σχέσεις εξωτερικής εξάρτησης, ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί, ο οποίος δίνει τη μάχη της επανεκλογής του σφυροκοπούμενος από τους συντηρητικούς της ιρανικής πολιτικής σκηνής, με προφανή ικανοποίηση τόνισε, δεχόμενος τον Ουάνγκ Γι, ότι η Κίνα αποδείχθηκε «φίλος σε δύσκολους καιρούς» και η συνεργασία της θα συμβάλει στο να υποχρεωθούν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της συμφωνίας του 2015 που έχουν συνυπογράψει.
Ο Κινέζος υπουργός, πάλι, δεν παρέλειψε να αναδείξει τη στρατηγική αυτονομία των δύο πλευρών. «Οι σχέσεις μας με το Ιράν», δήλωσε, «δεν θα επηρεαστούν από την τρέχουσα κατάσταση, αλλά είναι μόνιμες και στρατηγικές. Το Ιράν αποφασίζει ανεξάρτητα για τις σχέσεις του με άλλες χώρες και δεν μοιάζει με κάποιες άλλες που αλλάζουν τη στάση τους με ένα τηλεφώνημα». Η αιχμή για την αδυναμία των Ευρωπαίων να υπερασπισθούν τη θέση τους απέναντι στις αμερικανικές πιέσεις είναι προφανής.
Όπως και αν έχει, η πύκνωση των σχέσεων της ανατολικής με τη δυτική Ασία, αδιαμεσολάβητα από εξω-ασιατικές δυνάμεις, αποτελεί την αναδυόμενη ιστορική τάση, που κρίνει και τον διεθνή συσχετισμό.
Ισραήλ και αραβικές μοναρχίες
Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ήτοι το Ισραήλ και οι αραβικές μοναρχίες, έχουν κάθε λόγο να θορυβούνται από την χείρα βοηθείας που προσφέρει το Πεκίνο για την έξοδο του Ιράν από την γεωπολιτική «καραντίνα» (την οποία βέβαια και το ίδιο «κατέκτησε» με την ανυποχώρητη στάση του απέναντι στις πιέσεις και την σταθερή υποστήριξη προς περιφερειακούς συμμάχους, όπως η Δαμασκός και η Χεζμπολλάχ του Λιβάνου).
Έχει ενδιαφέρον, πάντως, να επισημανθεί ότι η Τεχεράνη δεν αποτέλεσε τον μοναδικό σταθμό του Ουανγκ Γι στη Μέση Ανατολή, όπως και ότι οιονεί προπομπός του υπήρξε ο Σεργκέι Λαβρόφ, εκ μέρους του έτερου πρωταγωνιστή της ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα καταβάλλουν προσπάθειες να μην αποξενώσουν το Ριάντ, έχοντας κατά νου ως μεν πρώτη την ανάγκη σταθεροποίησης της Συρίας, αλλά και την συνεργασία των δύο πλευρών στο καρτέλ του OPEC+, ως δε δεύτερη την μεγάλη εξάρτησή της από τις σαουδαραβικές πετρελαϊκές εξαγωγές.
Το γεγονός άλλωστε ότι ο ισχυρός άνδρας της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν υποψιάζεται πως η κυβέρνηση Μπάιντεν απεργάζεται την ανατροπή του και την αντικατάστασή με κάποιον περισσότερο γνώριμο στη Ουάσιγκτον συγγενή του, κατέστησε την υποδοχή τόσο του Λαβρόφ όσο και του Ουανγκ Γι στο Ριάντ ιδιαιτέρως θερμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου