Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Τι συμβαίνει με την Εκκλησία στην πανδημία;

 

Πρόσφατα έχασε τη ζωή του, σε ηλικία 88 ετών, ο μητροπολίτης πρ. Τρίκκης και Σταγών, Αλέξιος, προσβεβλημένος από covid19. Με λύπη μου παρατήρησα ότι ο θάνατός του υπήρξε αφορμή για νέα πικρόχολα σχόλια και προσβολές σε βάρος της Εκκλησίας. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει ως συνήθως τα γνωστά: «αν δεν κολλάει στους ναούς, πώς εξηγείτε αυτό;», «από τη Θεία Κοινωνία το έπαθε», αλλά και το πιο σκληρό: «άντε να μας αδειάζετε τη γωνιά οι παπάδες σιγά σιγά». Φυσικά, σε γενικές γραμμές δεν ήταν τίποτε παραπάνω από τα αναμενόμενα σχόλια των ίδιων, γνωστών ανθρώπων, οι οποίοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές με τον θάνατο του μητροπολίτη Λαγκαδά. Καιρό είχα να δω τόση ανοησία και τόσες άδικες επιθέσεις, είναι η αλήθεια. Δεν έχει σημασία αν ο μητροπολίτης προέτρεπε δημόσια για την τήρηση όλων των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων. Στα μάτια τους, ο θάνατός τους απεικόνιζε τη συντριβή του «τέρατος» της αμάθειας και της θρησκοληψίας.

Όπως είπε κάποτε εύστοχα ο πρωτοπόρος Γενετιστής και πιστός Χριστιανός, Francis Collins, ο διάλογος ανάμεσα σε πιστούς και επιστήμονες διεξάγεται δυστυχώς κατά κανόνα από τα ακραία στοιχεία και των δύο πλευρών. Συγκεκριμένα, πολλοί Έλληνες σήμερα μιλάνε για τον Χριστιανισμό με τέτοιες χοντροκομμένες υπεραπλουστεύσεις και λάθη, σαν να πρόκειται για μια μακρινή εξωτική θρησκεία (π.χ. Ζεν, Σιντοϊσμός), όντας συνάμα αυτάρεσκα βέβαιοι πως τον γνωρίζουν και τον κατανοούν, υποτίθεται, «καλύτερα και από τους πιστούς του».

Γεγονός είναι ότι, για λόγους που δεν επαρκεί εδώ ο χώρος για να καταριθμηθούν, Ελλάδα είναι τις τελευταίες δεκαετίες μια βαθύτατα αντικληρικαλιστική χώρα και επικρατεί ένα κοινωνικό φαινόμενο που θα μπορούσε να οριστεί συνοπτικά ως «θρησκευτικός αναλφαβητισμός». Όταν ο π. Αναστάσιος Γιαννουλάτος συγκινεί σχεδόν τους πάντες με την αγιότητά του, τότε για πολλούς είναι απλά «καλός άνθρωπος ανεξαρτήτως θρησκείας».

Όταν κάνει κάποια απρέπεια ένας άλλος κληρικός ή μητροπολίτης, τότε αιτία θεωρείται αποκλειστικά «αμάθεια και η ανοησία των θρησκειών». 

Οποιαδήποτε αναφορά στον Θεό και στο υπερφυσικό, δέχεται ειρωνεία και μομφές περί σκοταδισμού, σαν να έχει ήδη αποφασιστεί ότι οποιαδήποτε κοσμοθεωρητική άποψη που δεν ισοδυναμεί με κλειστό νατουραλιστικό και αθεϊστικό κοσμοείδωλο, είναι αυτομάτως ύποπτη για σκοταδισμό και επιστροφή στον Μεσαίωνα. 

Λες και αίτιο του μεσαιωνικού σκοταδισμού ήταν η Εκκλησία και όχι η κατάληψη της Ευρώπης από βάρβαρες φυλές, οι οποίες μονάχα σταδιακά εκπολιτίστηκαν και κυρίως χάρη στις προσπάθειες της Εκκλησίας, η οποία διαφύλαξε μέσα της τόσο τα κλασικά γράμματα όσο και τους ρωμαϊκούς θεσμούς. Μας έχουν χαρακτηρίσει ψεκασμένους συνωμοσιολόγους, αρνητές του ιού, προβληματικούς νάρκισσους, σκοταδιστές, υποκριτές κλπ Και όλα αυτά από άτομα με κύρος και κατά τα άλλα ψύχραιμη κριτική ματιά. Αν δει κάποιος όλα όσα προβάλλονται από τα κανάλια και τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο, θα αρχίσει να νομίζει πως οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (περίπου το 80% της χώρας) είναι συνωμοσιολόγοι αρνητές του ιού ή έστω τραγικά ανεύθυνοι. Φυσικά, όλα αυτά τα παράπονα αποτελούν στην πραγματικότητα πρόφαση για όσους αναζητούν αφορμή (συνειδητά ή ασύνειδα), να πιέσουν για πολιτικές μεταρρυθμίσεις που επεδίωκαν εδώ και χρόνια, υπό την απειλή του ιού που κρέμεται πάνω μας. Στόχος τους είναι να μετατρέψουν την Εκκλησία σε έναν πειθήνιο φιλανθρωπικό οργανισμό, κατά τα προτεσταντικά πρότυπα, ο οποίος να μην ασκεί καμία επίδραση πάνω στους πολίτες. Με λίγα λόγια, θέλουν να κάνουν αυτό που προσπάθησε κάποτε η σύντομη Αντιβασιλεία και απέτυχε.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί μια παρατήρηση σχετικά με το φλέγον ζήτημα της Θείας Κοινωνίας. Βλέπουμε ότι πεθαίνουν καθημερινά άνθρωποι κατά δεκάδες και ορισμένοι γελάνε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, άλλοι μετράνε νεκρούς για να δημαγωγήσουν, ενώ άλλοι ανυπομονούν να πεθάνει κάποιος παπάς ή μητροπολίτης, για να ειρωνευτούν τη Θεία Κοινωνία. Λες και είναι παράξενο πράγμα, ανάμεσα στους 10.000 περίπου Έλληνες Ορθοδόξους ιερείς και τους περίπου 80 μητροπολίτες, το να αρρωσταίνουν και να χάνουν τη ζωή τους μερικοί (κυρίως υπερήλικες). Ή λες και υποστηρίχθηκε ποτέ από την Εκκλησία ότι οι κληρικοί έχουν κάποιου ειδική προστασία ασυλία στις ασθένειες ή ότι δεν έχουν ανάγκη τις ευεργεσίες που προσφέρει η επιστήμη. Στην πραγματικότητα, η Ιερά Σύνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας έχει ταχθεί εξαρχής υπέρ των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων. 

Ήδη από τον Μάρτιο, μητροπόλεις όπως η Μεσογαίας και ο Κέρκυρας, ανέστειλαν τις προγραμματισμένες λειτουργίες και εκδηλώσεις τους. Ο μητροπολίτης Κέρκυρας διευκρίνισε μάλιστα ότι αποτελεί «αμαρτία κάποιος να γνωρίζει ότι ασθενεί και να επιμένει να θέσει τους συνανθρώπους του σε κίνδυνο, όχι εκ της θείας κοινωνίας, αλλά εκ της παρουσίας του στον ναό. Οι κανόνες προβλέπουν επιτίμια σε όσους δεν σέβονται τον συνάνθρωπό τους, με την πρόφαση της ευσέβειας». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κάλεσε τους πιστούς να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αλλά και τις σχετικές υποδείξεις των κατά τόπους κρατών. Παρόμοια στάση τήρησε και η Μητρόπολη Δημητριάδος, αναστέλλοντας όλες τις ποιμαντικές δράσεις της και προτείνοντας διαδικτυακά μαθήματα κατηχητικού.

Ας θυμηθούμε επίσης το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, κατά την περίοδο της πανδημίας: πρόκειται φυσικά για τα συσσίτια της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα οποία συνεχίστηκαν κανονικά κατά τη διάρκεια του πρώτου επίσημου lockdown, όπως διαβεβαίωσε με δήλωσή του ο διευθυντής του γραφείου Τύπου, ενημέρωσης και επικοινωνίας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Χάρης Κονιδάρης. Ο κ. Κονιδάρης προσέθεσε επίσης ότι η «Εκκλησία, και στο κοινωνικό Της έργο, τηρεί απαρέγκλιτα τις οδηγίες και τις υποδείξεις των αρμοδίων αρχών της Πολιτείας, γιατί η προστασία της ζωής των ανθρώπων είναι η υπέρτατη προτεραιότητα». Επίσης, η Ελλαδική Εκκλησία παρέδωσε στο υπουργείο Υγείας 60.000 νοσοκομειακές μάσκες, 38.750 ιατρικές μάσκες ΚΝ95, 16.500 τεστ γρήγορης ανίχνευσης κορονοϊού και 30 αναπνευστήρες, συνολικής αξίας 300.000 ευρώ. Φυσικά, υπάρχουν και ορισμένες θλιβερές εξαιρέσεις. 

Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να παρασύρεται κανείς και να νομίζει ότι αυτές οι εξαιρέσεις είναι ικανές να αμαυρώσουν το τεράστιο έργο της Εκκλησίας. Και σίγουρα δε θα πρέπει να θεωρήσει κανείς την Εκκλησία ως υποστηρίκτρια συνωμοσιολογικών απόψεων, δεδομένης μάλιστα της έντονης επιθετικότητας των υποστηρικτών τέτοιων απόψεων απέναντι στην Εκκλησία. Πόσο αντιπροσωπευτικά είναι αλήθεια αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά απείθειας, στο σύνολο των 80 μητροπόλεων και περίπου 10.000 κληρικών της χώρας; 

Ωστόσο, αυτό δεν πτοεί ορισμένους. Έφτασαν στο σημείο να αναπαράγουν την (όπως αποδείχτηκε) ψευδή διάδοση, ότι τάχα χορηγήθηκε τάχα στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, θεραπεία μονοκλωνικών αντισωμάτων. Είδα μέχρι και σχόλιο γνωστού και σεβαστού προσώπου, ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν πρέπει να μπει στην εντατική αλλά καλύτερα να του δώσουν Θεία Μετάληψη. Όταν η Εκκλησία υπερασπίζεται τη μετάληψη, το κάνει επειδή κυρίως στηρίζεται στην εμπειρία της, από την κοινωνία φυματικών σε σανατόρια μέχρι την κοινωνία πιστών της Αφρικής, με AIDS και Ebola (π. Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος). 

Η θέση περί μη μετάδοσης αποτελεί εμπειρία των πιστών από τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση και αφορά την τάξη της λατρείας. Απόδειξη είναι ότι αρχιεπίσκοποι όπως ο π. Ελπιδοφόρος στην Αμερική και η Ρουμανική Εκκλησία έπραξαν διαφορετικά, δίχως να γίνει κάποιο σχίσμα ανάμεσα σε αυτές και τις υπόλοιπες. Για έναν ψύχραιμο και τεκμηριωμένο σχολιασμό της όλης κατάστασης, μπορεί κανείς να διαβάσει αυτό το εξαιρετικό κείμενο του Ανδρέα Λουδάρου.

Εδώ λοιπόν θα μιλήσω για τη χριστιανική πίστη, πρώτον, επειδή τη γνωρίζω συγκριτικά καλύτερα από τις υπόλοιπες και δεύτερον, επειδή θεωρώ ανέφικτο να μιλάει κανείς (είτε υπερασπιστικά είτε επικριτικά) για «θρησκεία» γενικώς και συνολικά, δεδομένου του πλήθους των επιμέρους θρησκειών αλλά και των ιδιαιτεροτήτων τους. Ξεκαθαρίζω επίσης πως δε θα επιχειρήσω να «συμβιβάσω» την επιστημονική γνώση με τον Χριστιανισμό. Για να θέλει κανείς να συμβιβάσει δύο πράγματα, πρέπει πρώτα αυτά τα δύο πράγματα να βρίσκονται σε μια (μερική έστω) σύγκρουση. Τέτοια σύγκρουση ανάμεσα στην επιστήμη και τον Χριστιανισμό δεν υφίσταται. 

Η πραγματική σύγκρουση είναι ανάμεσα στον Χριστιανισμό και στον «επιστημονισμό», δηλαδή την υλιστική ιδέα ορισμένων ανθρώπων (επιστημόνων και μη) ότι η επιστήμη είναι η μοναδική πηγή έγκυρης γνώσης και πως οτιδήποτε πνευματικό είναι απλώς ανύπαρκτο. Σκοπός μου εδώ είναι να ακολουθήσω τον ειρμό μιας αφελούς και αρκετά διαδεδομένης φυσιοκρατικής συλλογιστικής, ώστε να γίνουν ορατές οι λογικές της αντιφάσεις.

 Φυσικά, υπάρχουν πολλές μορφές επιστημονισμού και φυσιοκρατίας, μερικές μάλιστα είναι και φιλοσοφικά σοβαρές. Εδώ θα επιλέξω να εξετάσω απλώς μια πολύ διαδεδομένη και υπεραπλουστευτική παρανόηση. Ξεκινάω λοιπόν ευθύς αμέσως. Η ακόλουθη παράγραφος συμπυκνώνει τις βασικές αρχές μιας κοσμοθεωρίας όπως η άνωθεν περιγραφείσα:

«Στον πυρήνα της αντίφασης βρίσκεται μια και μοναδική συνθήκη: η πίστη είναι δόγμα. Εξ ορισμού δεν αμφισβητείται και δεν επιδέχεται μεταποιήσεις ή αλλαγές. Η πίστη (κάθε πίστη, όχι μόνο η θρησκευτική) κατέχει μια και μοναδική αδιαμφισβήτητη αλήθεια και μερική ή ολική άρνησή της ή αμφισβήτησή της θέτει το υποκείμενο (πιστό) εκτός της. Η επιστήμη δεν είναι δόγμα, δεν είναι πεποίθηση. Είναι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω αποδείξεων και μπορεί να αλλάξει μόνο υπό το φώς νέων αποδείξεων που απορρίπτουν τις προηγούμενες. Επομένως πίστη και επιστημοσύνη αποτελούν διαφορετικές εξηγήσεις του κόσμου που ζούμε από αρχής της ανθρωπότητας. Για κάθε φαινόμενο που εξετάζουμε/μας προβληματίζει/θέλουμε να εξηγήσουμε, υπάρχουν αυτοί οι δύο δρόμοι. Και αυτοί οι δρόμοι δεν συναντιούνται. Άρα, πιστός επιστήμονας είναι μια αντίφαση απο μόνη της και ο φέρων τέτοιο τίτλο μάλλον μπερδεμένος νους που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο είναι».

Εδώ έχουμε μια κλασική εκδήλωση αφελούς μανιχαϊσμού: από τη μια πλευρά η κακή θρησκεία και από την άλλη, η καλή επιστήμη. Πρώτα απ’ όλα, ας εξετάσουμε τη φράση «η πίστη είναι δόγμα», η οποία είναι εσφαλμένη ή στην καλύτερη περίπτωση ανακριβής. Στον καθημερινό μας λόγο, χρησιμοποιούμε συνέχεια τη λέξη πίστη και κατά κανόνα δεν έχει αυτή τη σημασία. Όταν λόγου χάρη λέμε «πιστεύω ότι θα βρέξει», κανείς φυσικά δε θεωρεί πως η υπόθεση περί βροχής είναι το προσωπικό μας δόγμα. 

Όταν πάλι λέμε «πιστεύω σε εσένα», τότε πρόκειται για μια συναισθηματική εμπιστοσύνη, που έχει ως αποδέκτη της ένα πρόσωπο. Επομένως, γίνεται σαφές πως η φράση «η πίστη είναι δόγμα», είναι από μόνος του υπερβολικά ασαφής και γενικευτικός. Θα έπρεπε λοιπόν να αντικατασταθεί από τη φράση «η θρησκευτική πίστη είναι δόγμα». Ούτε αυτή όμως είναι ακριβής. Διότι μια πίστη, όπως λόγου χάρη η χριστιανική ορθόδοξη, δεν «είναι» δόγμα αλλά εμπεριέχει εντός της ορισμένα δόγματα. Τέτοια δόγματα λόγου χάρη είναι το ομοούσιο της Αγίας Τριάδας, η διπλή φύση του Χριστού κ.λπ. Συνεπώς μεταβαίνουμε τώρα από το «η θρησκευτική πίστη είναι δόγμα» στο «η θρησκευτική πίστη εμπεριέχει ορισμένα δόγματα». Ας προχωρήσουμε τώρα στο τι είναι ένα δόγμα.

Δόγμα αποτελεί μια θέση η οποία δεν αποδεικνύεται λογικά ή εμπειρικά, αλλά αντιθέτως γίνεται a priori αποδεκτή ως ορθή και τίθεται ως βάση ενός συστήματος, με αποτέλεσμα η απόρριψή της να θέσει κάποιον εκτός του συστήματος αυτού. Έχει λοιπόν η επιστήμη «δόγματα», δηλαδή αναπόδεικτες και αναμφισβήτητες αρχές που να είναι αναγκαία η αποδοχή των για την παραμονή εντός της; Βεβαίως και έχει! Στα μαθηματικά και στη λογική, τέτοιες προτάσεις λέγονται «αξιώματα». Αξίωμα λέμε μια αρχή που δεν αποδεικνύεται αλλά γίνεται a priori αποδεκτή και πάνω σε αυτή στηρίζονται μια σειρά από προτάσεις, οι οποίες εξάγονται από αυτές με λογικό τρόπο.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την ευκλείδεια γεωμετρία. Είναι γνωστό ότι αυτή στηρίζεται στις εξής δύο κύριες αρχές: από ένα σημείο μπορούν να περάσουν άπειρες ευθείες, ενώ από δύο σημεία συγχρόνως, μονάχα μία. Αυτές οι δύο θεμελιώδεις προτάσεις δεν αποδεικνύονται και όμως, η απόρριψή τους θα συνιστούσε άρνηση της ευκλείδειας γεωμετρίας. Κάποιος μπορεί έτσι να μεταβεί πχ στη γεωμετρία του χώρου κ.λπ. αλλά πάντως δε θα βρισκόταν πια εντός του πλαισίου της ευκλείδειας γεωμετρίας. 

Τα μαθηματικά είναι γεμάτα από αναπόδεικτα αξιώματα που γίνονται αποδεκτά ως τέτοια. Ως προς αυτό, μοιάζουν με τη χριστιανική θεολογία. Για παράδειγμα, από την πρόταση-δόγμα ότι ο Χριστός έχει διπλή φύση (δηλαδή είναι Θεός και άνθρωπος συγχρόνως), συνάγεται η πρόταση ότι ο Χριστός αποτελεί ένωση των δύο διαφορετικών φύσεων (ανθρώπινη, θεϊκή) και επομένως, πως ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει ορισμένες θεϊκές ιδιότητες, όπως τη θεία Χάρη. 

Συγχρόνως, ο Χριστός αποτελεί και ένα υπόδειγμα, ένα τέτοιο πρότυπο προς μίμηση από κάθε άνθρωπο. Όταν λόγου χάρη ο Ορθόδοξος πιστός μετέχει στα εκκλησιαστικά μυστήρια και κυρίως ζει χριστιανικά, προσδοκεί την απαλλαγή του από την αμαρτία και την ένωση με τη θεϊκή φύση μέσου του Χριστού, ο οποίος αποτελεί γέφυρα γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Όποιος είναι εξοικειωμένος με την ανάγνωση των μεγάλων εκκλησιαστικών συγγραφέων, θα έχει ήδη παρατηρήσει τις προσπάθειές τους να δείξουν ότι πρέπει να γίνουν δεκτά τα συγκεκριμένα εκκλησιαστικά δόγματα και όχι κάποια άλλα, διότι είναι τα ορθότερα «αξιώματα», αφενός λόγω της μυστικιστικής εμπειρίας, και αφετέρου εξαιτίας της  λογικής συνεκτικότητάς τους με την υπόλοιπη εκκλησιαστική παράδοση και διδασκαλία.

 Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και πολλά άλλα παραδείγματα, τόσο από τα μαθηματικά όσο και από τη λογική ή τη θεολογία, για να δείξω το πολύ απλό γεγονός ότι στη χριστιανική πίστη δεν «ξεπετάγονται» από το πουθενά αυθαίρετες προτάσεις που αποκαλούνται δόγματα, αλλά ότι αυτές οι προτάσεις είναι αξιώματα από τις οποίες προκύπτουν με λογικό τρόπο οι υπόλοιπες. Αν για παράδειγμα, λένε συχνά οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, ο Χριστός δεν ήταν Θεάνθρωπος, δηλαδή ενσαρκωμένη θεότητα, τότε θα κατέρρεε το έργο της δικής μας σωτηρίας, διότι δε θα λειτουργούσε ο Χριστός ως γέφυρα ανάμεσα στην πεπτωκυία ανθρωπότητα και στον Θεό. Τα γραπτά των θεολόγων είναι γεμάτα από λογική επιχειρηματολογία για την αποδοχή ή την αναίρεση ορισμένων στοιχειωδών προτάσεων τέτοιου είδους. Ας περάσουμε τώρα λοιπόν στον επόμενο ισχυρισμό.

«Εξ ορισμού δεν αμφισβητείται και δεν επιδέχεται μεταποιήσεις ή αλλαγές».

Να μια διαδεδομένη και ολοφάνερα εσφαλμένη πρόταση, για οποιονδήποτε διαθέτει έστω στοιχειώδη γνώση της εκκλησιαστικής ιστορίας. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ορθόδοξο δόγμα» διαμορφώθηκε μέσα σε αρκετούς αιώνες, μέσω θεολογικών αντιπαραθέσεων και οικουμενικών συνόδων, κάτι που οι Ορθόδοξοι δεν αισθάνονται την παραμικρή ανάγκη να αποσιωπήσουν, αφού τις θυμούνται με υπερηφάνεια και πολύ συχνά τις εορτάζουν και επίσημα (πχ η μνήμη Αγίων Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου που έγινε το 787 μ.Χ. και εορτάζεται την Κυριακή Δ’ Λουκά). 

Ακόμη και το σύμβολο της πίστεως, είναι κάτι που διαμορφώθηκε και διατυπώθηκε επίσημα, μονάχα αργά και σταδιακά. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία πρώτιστο δεν είναι το οποιοδήποτε γραπτό κείμενο, αλλά αντίθετα αυτό έχει αξία μονάχα στον βαθμό που αποτυπώνει ένα κοινό βίωμα. Αυτό που προέχει για τους Ορθοδόξους, είναι η εκκλησιαστική παράδοση και εμπειρία, η οποία πόρρω απέχει από το να είναι κάτι εξάπαντος και τελειωτικά διαμορφωμένο, αλλά αντίθετα αποτελεί μια εμπειρία που επαναλαμβάνεται και επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά από τους Χριστιανούς όλων των αιώνων. Κατά συνέπεια, ο παραπάνω ισχυρισμός είναι άστοχος. Η Ορθόδοξη πίστη επιδέχεται αλλαγές και συνεχή εμπλουτισμό. Διαφορετικά δε θα διαβάζαμε τα θεολογικά κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων που έζησαν από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού (Κλήμης Αλεξανδρείας) μέχρι και σήμερα (πχ Ιουστίνος Πόποβιτς). Το «εξ ορισμού», που αναφέρεται, σημαίνει απλώς ότι η πίστη έχει ήδη οριστεί a priori με έναν στρεβλό και άδικο τρόπο, ώστε να μοιάζει με σκιάχτρο.

«Η πίστη (κάθε πίστη, όχι μόνο η θρησκευτική) κατέχει μια και μοναδική αδιαμφισβήτητη αλήθεια και μερική ή ολική άρνησή της ή αμφισβήτησή της θέτει το υποκείμενο (πιστό) εκτός της. Η επιστήμη δεν είναι δόγμα, δεν είναι πεποίθηση».

Αυτό είναι επίσης εσφαλμένο, όπως φάνηκε στην αρχή. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί εδώ ένας βαθμός πίστης είναι γενικά ένα αναγκαίο στοιχείο για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Πραγματικά, στην καθημερινή μας ζωή χρησιμοποιούμε πράγματα, μηχανήματα, φάρμακα, θεσμούς που πιθανότατα δεν έχουμε κατασκευάσει οι ίδιοι και ο μόνος λόγος που τα χρησιμοποιούμε, είναι εν μέρει επειδή έχουμε κάποια εμπιστοσύνη στους κατασκευαστές τους, καθώς και στη γνώμη των άλλων ανθρώπων που τα χρησιμοποίησαν ή τα χρησιμοποιούν. Ακόμη και οι ίδιες οι επιστήμες αποτελούν για τους περισσότερους ανθρώπους απλώς καλά κατοχυρωμένες ιδέες που μας εγγυώνται κάποιες αυθεντίες ότι είναι σωστές. 

Πόσοι από εμάς που πιστεύουμε (και σωστά) στην επιστήμη, έχουμε εκτελέσει οι ίδιοι την πλειονότητα των πειραμάτων που στηρίζουν τους νόμους της; Λίγοι. Οι περισσότεροι μάλιστα δε θα μπορέσουμε εκ των πραγμάτων να το κάνουμε αυτό ποτέ, δεδομένου του πλήθους των επιστημονικών νόμων αλλά και των επιμέρους επιστημών. Ακόμη και ένας κορυφαίος επιστήμονας ενός συγκεκριμένου κλάδου, δύσκολα θα μπορούσε να ελέγχει και να παρατηρεί με τα μάτια του τα πειράματα και τις εξελίξεις ενός άλλου κλάδου.  

Συνεπώς, όλοι μας έχουμε εντός μας μηχανισμό πίστης. Και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό. Διότι όποιος θέλει να εκτοπίσει από μέσα του κάθε πίστη, δηλαδή κάθε λογικά και εμπειρικά αναπόδεικτη ιδέα που προϋποθέτει εμπιστοσύνη, γρήγορα θα εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο σκεπτικισμού και διαρκούς αμφισβήτησης των πάντων. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και η επιστημονική έρευνα προϋποθέτει την αποδοχή ορισμένων προ-επιστημονικών θέσεων που δεν αποδεικνύονται, όπως το ότι ο κόσμος είναι κάτι που μπορεί να γίνει κατανοητό από τον άνθρωπο, το ότι υπάρχουν νόμοι-κανονικότητες στο σύμπαν, το ότι η λογική είναι ικανή να αποτελέσει μέσο έρευνας κ.λπ. Συνεπώς, η επιστήμη δεν είναι δόγμα, αλλά ούτε η (χριστιανική) θρησκεία είναι. Αντίθετα, αμφότερες εμπεριέχουν ορισμένες πεποιθήσεις («δόγματα» αν θέλετε) που γίνονται αποδεκτές a priori. Διαφορετικά, καμία από τις δύο δε θα ήταν δυνατή.

«Η πίστη (κάθε πίστη, όχι μόνο η θρησκευτική) κατέχει μια και μοναδική αδιαμφισβήτητη αλήθεια και μερική ή ολική άρνησή της ή αμφισβήτησή της θέτει το υποκείμενο (πιστό) εκτός της. Η επιστήμη δεν είναι δόγμα, δεν είναι πεποίθηση. Είναι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω αποδείξεων και μπορεί να αλλάξει μόνο υπό το φώς νέων αποδείξεων που απορρίπτουν τις προηγούμενες. Επομένως πίστη και επιστημοσύνη αποτελούν διαφορετικές εξηγήσεις του κόσμου που ζούμε από αρχής της ανθρωπότητας. Για κάθε φαινόμενο που εξετάζουμε/μας προβληματίζει/θέλουμε να εξηγήσουμε, υπάρχουν αυτοί οι δύο δρόμοι. Και αυτοί οι δρόμοι δεν συναντιούνται».

Στη συνέχεια του παραθέματος, ο συντάκτης λέει ότι κάθε πίστη κατέχει μια και μοναδική αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Βέβαια, προφανώς δεν εννοεί ότι κάθε πίστη διαθέτει κυριολεκτικά ΜΙΑ μονάχα αλήθεια (διότι πχ προφανώς ο Χριστιανισμός δε διαθέτει ένα μονάχα δόγμα), αλλά ότι οι επιμέρους «αλήθειες» της στηρίζονται στη συνολική αξίωση για μονοπώλιο επί της αλήθειας εκ μέρους του πιστού. Και εδώ ξεκινά το πρόβλημα. Διότι στη συνέχεια ο ίδιος περιγράφει την επιστημονική έρευνα ως «αναζήτηση της αλήθειας» με μια συγκεκριμένη μέθοδο (συνεχής αναζήτηση αποδείξεων). Δηλαδή ενώ πιο πριν μέμφεται τις θρησκείες (και την πίστη εν γένει) ότι αξιώνουν μονοπώλιο επί της αλήθειας, στη συνέχεια ο ίδιος αξιώνει μονοπώλιο επί της αλήθειας για τις επιστήμες. Αν όμως οι επιστήμες αξιώνουν μονοπώλιο και αυτές επί της αλήθειας, τότε σε τι διαφέρουν από μια θρησκεία; Η απάντηση είναι, υποθέτω, η εξής: διαφέρουν στο ότι οι επιστήμες έχουν τη μέθοδο αναζήτησης αποδείξεων. Ωστόσο, για να γίνει αποδεκτή αυτή η απάντηση, πρέπει να έχουμε ήδη προϋποθέσει ότι η αναζήτηση αποδείξεων είναι εγκυρότερη μέθοδος γνώσης από άλλες (πχ από μια υπερφυσική αποκάλυψη). Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι λογικά εσφαλμένος και ανήκει στη λογική πλάνη της λήψης του ζητουμένου και επομένως ο προβληματικός συλλογισμός που παράγει, έχει την εξής μορφή:

Προκείμενη 1: Η αναζήτηση αποδείξεων είναι η εγκυρότερη μέθοδος γνώσης.

Προκείμενη 2: Η επιστήμη στηρίζεται στην αναζήτηση αποδείξεων ενώ η θρησκεία όχι.

Συμπέρασμα: Άρα, η επιστήμη είναι εγκυρότερη από τη θρησκεία επειδή διαθέτει εγκυρότερη μέθοδο γνώσης (αναζήτηση αποδείξεων).

Το πρόβλημα είναι ότι αν κάποιος ρωτήσει για ποιον λόγο πρέπει να γίνει αποδεκτή η προκείμενη 1, η μόνη απάντηση που μπορεί να του δοθεί είναι ότι δεν έχει αποδειχτεί αλλά τίθεται αξιωματικά, a priori. Με λίγα λόγια, είναι μια «δογματική» πρόταση. Αν απαντήσει κάποιος ότι είναι εγκυρότερη επειδή τη χρησιμοποιεί η επιστήμη, τότε έχουμε λήψη του ζητουμένου και κυκλική επιχειρηματολογία: η επιστήμη δίνει κύρος στη μέθοδό της και η ίδια η μέθοδός της δίνει με τη σειρά της κύρος στην επιστήμη. Κλασικό συλλογιστικό σφάλμα. Ας δούμε τώρα τον ακόλουθο συλλογισμό.

Προκείμενη 1: Κάθε μονοπώλιο επί της αλήθειας είναι λογικά προβληματικό

Προκείμενη 2: Η στάση του συντάκτη αξιώνει μονοπώλιο επί της αλήθειας (για την επιστήμη.

Συμπέρασμα: Άρα, η στάση του συντάκτη είναι λογικά προβληματική.

Από αυτό έπεται ότι αν ακολουθήσουμε λογικά τη σκέψη του συντάκτη, αυτή καταλήγει να αυτοαναιρείται.

Στην εικονογράφηση της σελίδας, έργο του Γιώργου Κόρδη («Ουκ έστιν ώδε»).

 

 https://antifono.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου