Για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκάνια «Κώστας: Η ιστορία μου»,
που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Ο συγγραφέας της μαρτυρίας Κώστας, η ιστορία μου,
δεν είχε διατελέσει ούτε πολιτικό ούτε στρατιωτικό στέλεχος κάποιας από
τις αντίπαλες παρατάξεις του εμφυλίου πολέμου και, κατά συνέπεια, ο
αναγνώστης του βιβλίου του δεν θα μπορούσε να περιμένει σημαντικές
αποκαλύψεις που θα διαφώτιζαν περισσότερο τα ιστορικά γεγονότα της
δεκαετίας 1940-1950, στα οποία κυρίως αναφέρεται. Ήταν όμως ο Κώστας Γκάνιας
ένα από τα παιδιά που μεταφέρθηκαν από τους αντάρτες στις λεγόμενες
σοσιαλιστικές χώρες παρά τη θέλησή τους και παρέμεινε εκεί, συγκεκριμένα
στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας, μέχρι να τους επιτραπεί η
επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Καθώς μάλιστα ζούσε προηγουμένως σε
ανταρτοκρατούμενη περιοχή, στο χωριό Βαβούρι της Θεσπρωτίας,
βίωσε έντονα μερικά γεγονότα του ανταρτοπόλεμου και κάποια από αυτά
έμειναν χαραγμένα στη μνήμη του, όπως η αναίτια εκτέλεση τριών
συγχωριανών του, που παρακολούθησε από τόσο κοντά ώστε τα μυαλά του ενός
από αυτούς, ενός δεκαοχτάχρονου, πετάχτηκαν επάνω στο πουκάμισό του και
αρκετούς μήνες μετά ένιωθε εφιάλτες τη νύχτα.Παρότι βίωσε σκληρά γεγονότα τόσο κατά την περίοδο του εμφυλίου όσο και κατά την περίοδο της αναγκαστικής υπερορίας του, εντούτοις ο συγγραφέας δεν τα αφηγείται με πάθος και αυτό εν μέρει μόνο οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που μεσολαβεί μεταξύ των γεγονότων και της καταγραφής τους. Αυτή η νηφάλια και αποστασιοποιημένη εξιστόρηση των γεγονότων πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην πρόθεση και το ήθος του συγγραφέα, ο οποίος δεν επιδιώκει να γράψει ένα κείμενο που θα προορίζεται για πολιτική εκμετάλλευση ή καταγγελία, αλλά απλώς να καταγράψει τα δεινά του ίδιου και των άλλων ομοιοπαθών του. Γιατί η ιστορία του Κώστα είναι βέβαια προσωπική, αλλά δεν είναι και μοναδική. Τα ίδια βιώματα εν πολλοίς είχαν χιλιάδες άλλα παιδιά που μεταφέρθηκαν βίαια σε χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Επομένως, από αυτή την άποψη η ιστορία του έχει κι ένα γενικότερο ενδιαφέρον και εμπλουτίζει το σχετικό corpus των μαρτυριών.
Ο Κωνσταντίνος Γκάνιας γράφει με ψυχική ηρεμία και απλότητα ό, τι έζησε και δεν επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τα βιώματά του για να κάνει λογοτεχνία. Υπάρχουν ωστόσο περιστατικά της ιστορίας του που μένουν στη μνήμη του αναγνώστη όταν τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου του, όπως όταν καταγράφει την αφήγηση της μητέρας του, η οποία κατά τη διάρκεια μιας μάχης επιστρατεύθηκε μαζί με άλλες συγχωριανές της να εκτελέσει καθήκοντα τραυματιοφορέα. Όλη τη νύχτα μετέφεραν λαβωμένους σε δύσβατες περιοχές και όταν, εξαντλημένες από την κούραση, κάθισαν επιτέλους να φάνε λίγο ψωμί που είχαν στην τσέπη τους, αυτή κατάλαβε ότι το ψωμί ήταν μαλακό και υγρό. Όταν ξημέρωσε, αντιλήφθηκε ότι είχε μουσκέψει και ζεσταθεί από το αίμα των τραυματιών που είχε μεταφέρει.
Ενδιαφέρον έχει, τέλος, καθώς και κάποια επικαιρότητα, μία σκηνή που αφηγείται ο συγγραφέας από τη ζωή στο χωριό Μπελογιάννης, παρόμοιες της οποίας συνέβησαν, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, και στο Μπούλκες: Τα Ελληνόπουλα έπαιζαν πετροπόλεμο με τα παιδιά των Σλαβομακεδόνων, υπονομεύοντας έτσι ευθέως και διαψεύδοντας τις θεωρίες της δογματικής Αριστεράς για τις εθνότητες και τα κοινά ταξικά συμφέροντα που ενώνουν τους ανθρώπους διαφορετικών φυλών. «Το παιχνίδι αυτό έδειχνε το μίσος που τρέφαμε η μια ομάδα για την άλλη», γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, κλείνοντας την αναφορά του σε αυτή τη σκηνή.
Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί τόσο για τα προσωπικά βιώματα που καταγράφει ο συγγραφέας όσο και για το ύφος με το οποίο τα εκφράζει και είναι γι’ αυτό φυσικό να περιμένει με ενδιαφέρον ο αναγνώστης του και τη συνέχεια, όπου ο Κώστας Γκάνιας εξιστορεί την περιπέτεια της προσαρμογής ενός παιδιού που μεγάλωσε στον Μπελογιάννη στις εντελώς διαφορετικές συνθήκες του «Νέου Κόσμου».
Γ. Α. Λαουρδέκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου