Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Η ΘΑΤΣΕΡ, Ο ΡΗΓΚΑΝ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ...







Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Φρίντριχ Χάγεκ, μέντορας (θα λέγαμε πνευματικός πατέρας) του Μίλτον Φρίντμαν, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για το καθεστώς Πινοσέτ. 

Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» αναφέρει: «Όταν ο Φρίντριχ Χάγεκ, ο προστάτης άγιος της Σχολής του Σικάγου, επέστρεψε από μια επίσκεψή του στη Χιλή το 1981, είχε τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από τον Αουγκούστο Πινοτσέτ και τα Παιδιά του Σικάγου, ώστε έστειλε μια επιστολή στη φίλη του Μάργκαρετ Θάτσερ, τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας. 

Της συνιστούσε να χρησιμοποιήσει τη λατινοαμερικανική χώρα ως πρότυπο για να μεταμορφώσει την κεϊνσιανή οικονομία της Βρετανίας. 

Η Θάτσερ και ο Πινοτσέτ θα γίνονταν αργότερα φίλοι, ενώ είναι πασίγνωστο ότι η Θάτσερ επισκεπτόταν τον ηλικιωμένο στρατηγό όταν βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Αγγλία αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για γενοκτονία, βασανιστήρια και τρομοκρατία». (σελ. 181).



Η Θάτσερ και ο Ρήγκαν. Εξώφυλλο του περιοδικού TIME (1988)


Η προτροπή του Χάγεκ όμως, αν και ιδεολογικά έβρισκε σύμφωνη τη Θάτσερ, δεν ήταν και τόσο εύκολο να εφαρμοστεί: «… παρά το θαυμασμό της για τον Πινοτσέτ, όταν ο Χάγεκ της πρότεινε να αντιγράψει τις πολιτικές της θεραπείας-σοκ, η Θάτσερ δεν πείστηκε. 

Το Φεβρουάριο του 1982 η πρωθυπουργός εξήγησε ωμά σε μια επιστολή της στον πνευματικό της γκουρού: “Είμαι βέβαιη ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου πως η Βρετανία, όπου υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί και η ανάγκη για υψηλό βαθμό συναίνεσης, μερικά από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στη Χιλή θα ήταν εντελώς απαράδεκτα. 

Η μεταρρύθμισή μας θα πρέπει να συμβαδίζει με τις παραδόσεις μας και με το σύνταγμά μας. Ενίοτε η διαδικασία θα μοιάζει οδυνηρά αργή”». (σελ. 181 – 182).


Οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» δεν είναι εύκολη υπόθεση σε μια δημοκρατία. Κι αυτό γιατί είναι αντιλαϊκές. Οι δικτατορίες κρίνονται πιο βολικές. Όμως, αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα, που έπρεπε να οπωσδήποτε να κερδηθεί· η επιβολή του νεοφιλελεύθερου δόγματος στα ανεπτυγμένα κράτη, με τη συναίνεση του κόσμου. 

Η δημοκρατία ήταν εξαρχής το μεγάλο πρόβλημα για τη σχολή στο Σικάγο: «Οι εκλεγμένοι ηγέτες ανησυχούν για το τι σκέφτονται οι ψηφοφόροι σχετικά με την αποδοτικότητα και το έργο τους, που κρίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. 

Και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρόλο που στην εξουσία βρίσκονταν ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ, οι οποίοι επηρεάζονταν από τις συμβολές του Χάγεκ και του Φρίντμαν, ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή η ριζοσπαστική οικονομική ατζέντα, που είχε επιβληθεί με τόσο κτηνώδη βία στις χώρες του Νότιου Κώνου». (σελ. 182 – 183).

Ο Ρήγκαν υπήρξε για τον Φρίντμαν και τη σχολή στο Σικάγο η μεγάλη ευκαιρία, αφού ο Νίξον τους είχε απογοητεύσει: «Παρόλο που ο Νίξον είχε βοηθήσει τα Παιδιά του Σικάγου να ανέλθουν στην εξουσία στη Χιλή, ακολούθησε έναν πολύ διαφορετικό δρόμο στο εσωτερικό των ΗΠΑ – μια ασυνέπεια την οποία δεν του συγχώρεσε ποτέ ο Φρίντμαν.

 Όταν εξελέγη ο Νίξον το 1969, ο Φρίντμαν σκέφτηκε ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα να ηγηθεί μιας εγχώριας αντεπανάστασης εναντίον της κληρονομιάς του Νιου Ντιλ». (σελ. 183).

Τα πράγματα όμως δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζε: «Το 1971 […] η οικονομία των ΗΠΑ βρισκόταν σε κρίση, η ανεργία ήταν υψηλή και ο πληθωρισμός εξωθούσε τις τιμές στα ύψη. Ο Νίξον γνώριζε ότι, αν ακολουθούσε τις συμβουλές του Φρίντμαν, εκατομμύρια οργισμένοι πολίτες θα τον καταψήφιζαν. 

Αποφάσισε να επιβάλει πλαφόν στα ενοίκια και στις τιμές βασικών αγαθών, όπως το πετρέλαιο. Ο Φρίντμαν έγινε έξαλλος: Από όλες τις πιθανές κρατικές “στρεβλώσεις” η διατίμηση ήταν η χειρότερη. Το θεωρούσε “καρκίνο που μπορεί να καταστρέψει την ικανότητα ενός οικονομικού συστήματος να λειτουργεί”». (σελ. 183).

Το κακό για τον Φρίντμαν ήταν ότι τα κεϊνσιανά μέτρα του Νίξον είχαν αποτέλεσμα: «Ο πληθωρισμός μειωνόταν, η οικονομία μεγεθυνόταν. Ο Φρίντμαν […] ανταπάντησε ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο απ’ όλα τα εγκλήματα: “Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να σκέφτονται ότι αυτά που κάνετε είναι σωστά. […] Θα πάρουν λάθος μάθημα”. 

Πράγματι αυτό έγινε, καθώς ο Νίξον επανεξελέγη με ποσοστό 60% το επόμενο έτος. Στη δεύτερη θητεία του ο Πρόεδρος απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από την ορθοδοξία του Φρίντμαν, υιοθετώντας μια σειρά από νέους νόμους που επέβαλλαν στις βιομηχανίες πιο αυστηρούς κανόνες ασφάλειας και πιο αυστηρά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. 

“Είμαστε όλοι κεϊνσιανιστές πια”, είχε πει σε μια διάσημη δήλωσή του ο Νίξον – η πιο επώδυνη από όλες τις μαχαιριές. Ήταν τόσο μεγάλη η προδοσία του, ώστε ο Φρίντμαν θα χαρακτήριζε αργότερα τον Νίξον “τον πιο σοσιαλιστή από όλους τους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών τον εικοστό αιώνα”». (σελ. 184).

Ο Πωλ Κρούγκμαν στο βιβλίο του «Η συνείδηση ενός προοδευτικού» γράφει για το Νίξον: «… ο Ρίτσαρντ Νίξον κυβερνούσε λες και ήταν σε πολλά θέματα προοδευτικός. 

Τιμαριθμοποίησε τα επιδόματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, δημιούργησε την Πρόσθετη Κάλυψη Εισοδήματος (μείζον πρόγραμμα για τους ηλικιωμένους με αναπηρία), επεξέτεινε τις ρυθμίσεις για την ασφάλεια της εργασίας αλλά και για το περιβάλλον, ενώ επιχείρησε να καθιερώσει και καθολικό σύστημα ασφάλισης υγείας». (σελ. 131 – 132).

Για τη σχολή στο Σικάγο αυτού του είδους οι πολιτικές είναι ανάρμοστες, κυρίως όταν ασκούνται από Ρεπουμπλικάνους. Ο αγώνας έπρεπε να εστιαστεί στη ριζοσπαστικοποίηση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ώστε να εξαλειφθεί κάθε ίχνος κεϊνσιανισμού. 

Αυτό το ρόλο θα παίξουν οι κινηματικοί συντηρητικοί, που σταδιακά κυριάρχησαν. Ο Κρούγκμαν σημειώνει: «Οι σημερινοί κινηματικοί συντηρητικοί λένε μερικές φορές, περιφρονητικά, ότι ο Νίξον κυβέρνησε ως προοδευτικός. 

Από πλευράς οικονομικής ή περιβαλλοντικής πολιτικής, ο ισχυρισμός είναι ακριβής με τα σημερινά τουλάχιστον μέτρα. Πέρα από την πρόταση για καθολική κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης, ο Νίξον είχε πιέσει και προς την κατεύθυνση της θέσπισης κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος. 

Στο σκέλος των εσόδων, πέρασε το 1969 αύξηση της φορολογίας, συμπεριλαμβανομένου του εναλλακτικού ελάχιστου φόρου, με στόχο να συλλάβει το εισόδημα των πλούσιων εκείνων Αμερικανών οι οποίοι χρησιμοποιούσαν με επιτυχία φορολογικές κρυψώνες για να αποφεύγουν την καταβολή φόρων.

 Σε άλλο πάλι μέτωπο ψήφισε το Νόμο για τον Καθαρό Αέρα και προώθησε πλήθος περιβαλλοντικών μέτρων στο Κογκρέσο. Βετεράνοι του Οργανισμού Προστασίας του Περιβάλλοντος … έχουν πει ότι τα χρόνια Νίξον ήταν η χρυσή εποχή». (σελ. 254 – 255).

Η κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ και κυρίως το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ οδήγησαν το Νίξον σε παραίτηση στις 8 Αυγούστου του 1974. Κατόπιν αυτών οι κινηματικοί συντηρητικοί κατόρθωσαν να καταλάβουν τις κατάλληλες θέσεις οδηγώντας το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων στον οικονομικό δρόμο του Φρίντμαν. 

Ο Κρούγκμαν σχολιάζει: «… ο Νίξον υπήρξε μεταβατική φιγούρα. Μολονότι χρησιμοποίησε πολλές από τις τακτικές του κινηματικού συντηρητισμού, ήταν πραγματιστής και όχι ιδεολόγος – γεγονός που ίσχυε και για πολλούς Ρεπουμπλικάνους. 

Ο χαρακτήρας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μεταβλήθηκε ταχύτατα τα χρόνια μετά την εποχή του Νίξον. Το 1984 ο Τόμας Έντσαλλ της Ουάσινγκτον Ποστ κυκλοφόρησε το The New Politics of Inequality (Νέα Πολιτική της Ανισότητας), μια εντυπωσιακά διορατική και προφητική ανάλυση των μεταβολών οι οποίες ήδη συντελούνταν στην αμερικανική πολιτική σκηνή. 

Στο πυρήνα της ανάλυσής του βρίσκει κανείς την ανανέωση και τη ριζοσπαστικοποίηση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος η οποία συντελέστηκε, κατά τη γνώμη του, από τα μέσα και προς το τέλος της δεκαετίας του ‘70». (σελ. 255).

Κι αν κάποιος αναρωτιέται τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει ο όρος κινηματικός συντηρητισμός, ο Κρούγκμαν θα δώσει μια μικρή ιδέα: «Επειδή ο κινηματικός συντηρητισμός σε τελευταία ανάλυση έχει στόχο την υπαναχώρηση από πολιτικές οι οποίες θίγουν μια περιορισμένη, πλούσια ελίτ, παρουσιάζει βασικά αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά». (σελ. 22). 

Και συμπληρώνει: «Όση εκτίμηση, όμως, και αν έτρεφαν οι ιδρυτές του συντηρητικού κινήματος για τον Χενεραλίσσιμο Φράνκο και τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε, στην Αμερική ο δρόμος για την εξουσία περνάει από τις εκλογές». (σελ. 22 – 23). 

Κι αυτός ήταν ο ρόλος του Ρήγκαν: «Ο Ρόναλντ Ρέηγκαν υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος των κινηματικών συντηρητικών. Στο πλαίσιο του στενού εσωτερικού κύκλου του Ρέηγκαν κυριαρχούσαν απόψεις που άλλοτε περιορίζονταν σ’ εκείνους τους οποίους ο Αϊζενχάουερ είχε περιγράψει “μικρή ομάδα περιθωριακών”». (σελ. 256).

Από την αρχή έδωσε τα σωστά δείγματα γραφής για τους ανθρώπους του κινηματικού συντηρητισμού: «Ο λόγος του το 1964 (“Καιρός για επιλογές”), με τον οποίο ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα καθώς και οι δημόσιες τοποθετήσεις του κατά τη διάρκεια της πετυχημένης εκστρατείας του το 1966 για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, έδειξε την κατεύθυνση της πολιτικής στρατηγικής που επρόκειτο να αποδειχθεί αποτελεσματική και για τον ίδιο και για άλλους κινηματικούς συντηρητικούς τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. 

Μεταγενέστερες αγιογραφικές βιογραφίες του Ρέηγκαν τον περιγράφουν ως υποστηρικτή υψιπετών συντηρητικών αρχών, αλλά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. 

Οι πρώτες του πολιτικές επιτυχίες βασίζονταν στην αξιοποίηση πολιτικών και σεξουαλικών ανησυχιών, στην προώθηση του φόβου του κομμουνισμού και, το κυριότερο, στη σιωπηρή εκμετάλλευση της αντίδρασης των λευκών στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων και στις συνέπειές του». (σελ. 23 – 24).




Εξώφυλλο του 1987 με την Μάργκαρετ Θάτσερ


Η σύμπλευση του Ρήγκαν με τα ρατσιστικά στοιχεία της Αμερικής έδωσε ώθηση στη διάδοση των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Η συρρίκνωση των πολιτικών δικαιωμάτων και η διάλυση του κράτους πρόνοιας παρουσιάζονταν πια σαν ανάγκη, αφού με αυτές τις πολιτικές ευνοούνταν η κοινότητα των μαύρων: «Η αντίδραση των λευκών στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων είναι ο λόγος για τον οποίο η Αμερική είναι η μόνη προηγμένη χώρα όπου ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα επιδιώκει την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους. 

Ο Ρόναλντ Ρέηγκαν ξεκίνησε την εκστρατεία του για τις προεδρικές εκλογές του 1980 με έναν λόγο για τα δικαιώματα των Πολιτειών έξω από τη Φιλαδέλφεια του Μισισιπή, την πόλη όπου δολοφονήθηκαν τρεις μαχητές των πολιτικών δικαιωμάτων». (σελ. 24). 

Ο Κρούγκμαν θα εξηγήσει ότι τα ρατσιστικά αντανακλαστικά των λευκών ήταν από την αρχή βασικό πεδίο της ρητορικής του Ρήγκαν, αφού «έθεσε υποψηφιότητα για Κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, εν μέρει, με βάση την προεκλογική υπόσχεση να καταργήσει τη νομοθεσία που επέβαλε δίκαιες πρακτικές στη στέγη. 

“Αν ένας ιδιοκτήτης θέλει να κάνει διακρίσεις εις βάρος Νέγρων ή όποιων άλλων όταν πουλάει ή νοικιάζει το σπίτι του”, έλεγε ο Ρέηγκαν, “έχει το δικαίωμα να το κάνει”». (σελ. 139 – 140).


Από την πλευρά του, ο επιχειρηματικός κόσμος γοητεύτηκε από τον κινηματικό συντηρητισμό, λόγω των θέσεων σχετικά με το συνδικαλισμό: «Η αντισυνδικαλιστική κινητοποίηση έδωσε στον κινηματικό συντηρητισμό την πρώτη του σοβαρή βάση στον επιχειρηματικό κόσμο. 

Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, όσοι επιχειρηματίες μισούσαν τα συνδικάτα υπήρξαν σταθερή βάση οικονομικής υποστήριξης. Και η στήριξή τους αυτή ανταμείφθηκε. … τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η πολιτική στροφή της Αμερικής προς τα δεξιά έδωσε στις επιχειρήσεις την ισχύ να αντιπαρατεθούν στο συνδικαλιστικό κίνημα και, εν πολλοίς, να το συντρίψουν – με τεράστιες συνέπειες σε επίπεδο μισθολογικών ανισοτήτων και πολιτικής ισορροπίας δυνάμεων». (σελ. 184 – 185).

Και βέβαια, ο κομμουνιστικός κίνδυνος έπαιξε το δικό του ρόλο στην ανάδειξη του Ρήγκαν: «Η νέα μαχητικότητα των Αμερικανών σαφώς λειτούργησε υπέρ των συντηρητικών. Η πραγματική στάση των προοδευτικών στα πλαίσια της αντίθεσης στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο. 

Τη δεκαετία του ’80, οι μνήμες για ό,τι όντως συνέβη είχαν ουσιαστικά ατονήσει στην κοινή γνώμη. Αντίθετα, σημασία είχε πώς ο φόβος και απέχθεια που οι κινηματικοί συντηρητικοί ένιωθαν για τον κομμουνισμό συντονίστηκε με τις επιθυμίες ενός λαού ο οποίος ανέκαμπτε από το σύνδρομο μετά-το-Βιετνάμ. 

Όταν ο Ρέηγκαν περιέγραφε τη Σοβιετική Ένωση ως “Αυτοκρατορία του Κακού”, προοδευτικοί και μετριοπαθείς είχαν την τάση να σαρκάζουν – όχι επειδή ήταν ενδοτικοί στα θέματα εθνικής ασφάλειας, αλλά επειδή ήταν ρεαλιστές σχετικά με τι αληθινά χρειαζόταν για την εξασφάλιση της ασφάλειας. Πολλοί Αμερικανοί όμως τη λάτρεψαν τη ρητορεία Ρέηγκαν». (σελ. 297).


Ο Κρούγκμαν θα δώσει ένα μικρό δείγμα αυτής της ρητορικής: «Όλοι εκείνοι που θα ήθελαν να ανταλλάξουν την ελευθερία με το συσσίτιο του κοινωνικού κράτους μάς έχουν πει ότι διαθέτουν μια ουτοπική λύση για ειρήνη δίχως νίκη. 

Ονομάζουν την πολιτική τους “συμβιβαστικότητα”. Και λένε ότι, αν αποφύγουμε κάθε ευθεία αντιπαράθεση με τον εχθρό, θα ξεπεράσει τα κακά του ένστικτα και θα μάθει να μας αγαπά. Όλοι όσοι αντιτίθενται στις απόψεις τους καταγγέλλονται ως πολεμοκάπηλοι». (σελ. 170).

Όσο για τη χρησιμότητα «της Αυτοκρατορίας του Κακού» ο Τσόμσκι στο βιβλίο «Η Κουλτούρα της Τρομοκρατίας» είναι απολύτως σαφής: «Το πρόβλημα είναι να συγκρουστούμε με έναν εχθρό αρκετά τρομακτικό ώστε να κινητοποιείται ο εσωτερικός πληθυσμός, αλλά αρκετά αδύναμο ώστε το εγχείρημα να μην έχει κανένα κόστος – για εμάς εννοείται. =

Η λύση είναι αρκετά προφανής: Δεν πρέπει να συγκρουστούμε με την ίδια την Αυτοκρατορία του Κακού, αλλά μάλλον με τους μισθοφόρους της, μικρούς Σατανάδες, κράτη ή ομάδες επαρκώς αδύναμες ή ανυπεράσπιστες ώστε να μπορούμε να επιτεθούμε εναντίον τους, να βασανίσουμε και να σκοτώσουμε χωρίς φόβο ότι μπορεί και εμείς να υποφέρουμε. 

‘Όπως μπορούσε λοιπόν να προβλεφθεί, η κυβέρνηση Ρέιγκαν ανέβηκε στην εξουσία διακηρύσσοντας ότι θα αφιέρωνε τις προσπάθειές της στην εξάλειψη της μάστιγας της διεθνούς τρομοκρατίας, ενώ προετοιμαζόταν να εξαπολύσει προγράμματα διεθνούς τρομοκρατίας σε κλίμακα χωρίς προηγούμενο». (σελ.

 313).


Πόλεμος των Φώκλαντ, χάρτης


Και στο βιβλίο «Πειρατές και Αυτοκράτορες», ο Τσόμσκι ξανά, αναφέρει: «Μόνο επί των ετών Ρέιγκαν, οι τρομοκράτες που χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική σκότωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, βασάνισαν και σακάτεψαν χιλιάδες, άφησαν εκατομμύρια παιδιά ορφανά και κατέστρεψαν τέσσερις χώρες. 

Στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας, στη Νότια Αφρική σκοτώθηκαν με τη στήριξη της Δύσης 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι. Και δε χρειάζεται να μιλήσουμε για τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Νότια Αμερική». (σελ. 295).


Αυτό όμως που προείχε μέσα στην ίδια την Αμερική ήταν η τελική επίθεση στο κράτος πρόνοιας. Ο Κρούγκμαν δίνει στοιχεία: «Ο Ρόναλντ Ρέηγκαν που έγινε κυβερνήτης της Καλιφόρνιας του 1966 … ήταν ο εκπρόσωπος – και το εργαλείο, άλλωστε – των λευκών ψηφοφόρων οι οποίοι αισθανόταν οργισμένοι με τους αλήτες που επιβίωναν από το κοινωνικό κράτος. 

Στην αυτοβιογραφία του, ο Ρέηγκαν περιγράφει ως εξής τις ομάδες οι οποίες τον κάλεσαν να κατέβει στις εκλογές για Κυβερνήτης της Καλιφόρνιας το 1966: Οι άνθρωποι είχαν βαρεθεί πια τα σπάταλα κρατικά προγράμματα και τις βδέλλες της Πρόνοιας. 

Ήταν οργισμένοι με τη συνεχή άνοδο των φόρων και των κυβερνητικών παρεμβάσεων, με τους υπερφίαλους γραφειοκράτες και τους δημόσιους λειτουργούς οι οποίοι θεωρούσαν ότι όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας θα λύνονταν, αρκεί να πετούσαν τα λεφτά των φορολογουμένων σε αυτούς». (σελ. 149 – 150).

Ήταν φανερό ότι ο Ρήγκαν προόριζε τα λεφτά των φορολογουμένων για άλλες τσέπες. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι το πόσο ευάλωτος είναι ο κόσμος σε τέτοιου είδους προπαγάνδες. 

Ο Κρούγκμαν διευκρινίζει την πολεμική: «Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: οι εκμεταλλευτές της Πρόνοιας προκαλούσαν την αύξηση των φόρων των νοικοκυραίων. 

Δεν πειράζει πως αυτό δεν αληθεύει, τουλάχιστον δεν ήταν αλήθεια σε σημαντική έκταση – ότι, δηλαδή, το Βοήθημα Οικογενειών με Εξαρτώμενα Παιδιά, το πρόγραμμα το οποίο οι περισσότεροι είχαν κατά νου όταν έλεγαν “Πρόνοια”, ουδέποτε αποτελούσε μείζον κόστος για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, αλλά ούτε και είχε δώσει λαβή σε μεγάλες καταχρήσεις. (Αργότερα, ο Ρέηγκαν δεν έπαψε να αναφέρεται στην υπερβολική ιστορία μιας “βασίλισσας της Πρόνοιας” από το Σικάγο, που οδηγούσε τη χρηματοδοτούμενη από την Πρόνοια Κάντιλλάκ της)». (σελ. 150 – 151).

Κι όσο το κράτος πρόνοιας γιγαντώνονταν, τόσο έβρισκε απήχηση ο λαϊκισμός του Ρήγκαν: «Οι δαπάνες του κοινωνικού κράτους όντως αυξάνονταν, καθώς το 1966 είχαν διπλασιαστεί οι Αμερικανοί οι οποίοι εισέπρατταν επιδόματα σε σχέση με μια δεκαετία πριν. Αυτό, όμως, δεν ήταν παρά η αρχή. 

Ο αριθμός των επιδοματούχων υπερδιπλασιάστηκε στο πλαίσιο της “έκρηξης του κοινωνικού κράτους” του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’70. Και ο Ρέηγκαν δε χρειαζόταν και πολύ για να σημειώσει ότι ένα μεγάλο ποσοστό όσων προσέρχονταν για να εισπράξουν επίδομα ήταν μαύροι». (σελ. 151).

Πέρα απ’ αυτά, ο Ρήγκαν ήξερε να σκανδαλίζει τον κόσμο εκμεταλλευόμενος και το ζήτημα της νεολαίας: «Η επανάσταση των νέων τρόμαξε και εξόργισε πολλούς Αμερικανούς – ιδίως τον Ρόναλντ Ρέηγκαν. 

Στην προεκλογική του εκστρατεία για Κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, υποσχέθηκε να “διεξαγάγει έρευνα για τις καταγγελίες για κομμουνισμό και απροκάλυπτη σεξουαλική παραβατικότητα στην πανεπιστημιούπολη Μπέρκλεϋ”. 

Αναφέρθηκε σε “σεξουαλικά όργια τόσο άθλια, ώστε δεν μπορώ να σας τα περιγράψω”, ενώ σε κάποιο σημείο του λόγου του ισχυρίστηκε ότι είχε στη διάθεσή του στοιχεία πως ο περιφερειακός εισαγγελέας της κομητείας Αλαμέντα είχε διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για φοιτητικό χορό ο οποίος “εξετράπη σε όργιο” και όπου προεβλήθησαν σε γιγαντοοθόνη “εικόνες γυμνών ανδρών και γυναικών, σε αισθησιακές και προκλητικές στάσεις, που χαϊδεύονται μεταξύ τους”. 

Στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει καμία τέτοια προκαταρκτική εξέταση. Όπως και η “βασίλισσα της Πρόνοιας” με την Κάντιλλακ, ο χορός που έγινε όργιο ήταν αποκύημα της φαντασίας του Ρέηγκαν». (σελ. 154 – 155).

Και βέβαια, ο λαϊκισμός δεν μπορεί παρά να συναντήσει την κυνικότητα: «… ο Ρέηγκαν είχε να επιδείξει … εντυπωσιακή έλλειψη ευαισθησίας. “Μας είπαν τέσσερα χρόνια πριν ότι 17.000.000 άνθρωποι πέφτουν κάθε βράδυ στο κραβάτι πεινασμένοι”, έλεγε, αναφερόμενος σε μια από τις προεκλογικές διατυπώσεις του Τζων Κέννεντυ. “Μπορεί να ήταν και αλήθεια. Όλοι τους δίαιτα έκαναν”». (σελ. 169 – 170).

Τελικά, ο κινηματικός συντηρητισμός κατάφερε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα: «… ο κινηματικός συντηρητισμός βρήκε μαζική λαϊκή βάση από τη στιγμή που απευθύνθηκε σε δύο αντανακλαστικά της: την αντίδραση των λευκών και την παράνοια για τον κομμουνιστικό κίνδυνο. 

Η ανάδυση αυτής της λαϊκής βάσης υπήρξε εξαιρετικά σημαντική ώστε να μετατραπούν οι περιθωριακοί “νεοσυντηρητικοί” της δεκαετίας του ’50 σε μια δύναμη την οποία κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει. Και η άνοδος αυτής της βάσης συμπληρώθηκε από τη δημιουργία και μιας άλλου είδους, η οποία δεν μπορούσε μεν να φέρει ψήφους, αλλά μπορούσε να φέρει χρήματα: πρόκειται για την ένθερμη στήριξη της επιχειρηματικής κοινότητας». (σελ. 177).

Φυσικά, η Αμερική δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένη από το φόβο του κομμουνιστικού κινδύνου. Η παράνοια του μακαρθισμού που κράτησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είναι εξόχως ενδεικτική. (Και τότε, βέβαια, ο Ρήγκαν πρόσφερε τις υπηρεσίες του από την πλευρά του ηθοποιού). 

Τη δεκαετία του 1960, όμως, φαινόταν ότι όλα αυτά είχαν κοπάσει. Τα κινήματα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, οι αγώνες ενάντια στη φυλετική ανισότητα και η εγκαθίδρυση του κοινωνικού κράτους επέφεραν ένα κλίμα προόδου – με όποια παρατράγουδα είχε κι εκείνη η δεκαετία. Μην ξεχνάμε ότι ακόμη και τη δεκαετία του 1950 το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν ισχυρό στην Αμερική.


Αγοραπωλησία μαύρων σκλάβων στην Αμερική, περίπου 1850.


Ο Κρούγκμαν αναφέρει: «Τη δεκαετία του ’50, η Αμερική ήταν μια χώρα όπου το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα έπαιζε σημαντικό και πολύ ορατό ρόλο. Πάνω από το 30% των εργαζομένων εκτός αγροτικού τομέα ήταν μέλη συνδικάτων (έναντι λιγότερων του 12% σήμερα). 

Το επίπεδο συνδικαλιστικής συμμετοχής ήταν στις ΗΠΑ υψηλότερο απ’ ό,τι στον Καναδά, στην Ιταλία ή τη Γαλλία και πλησίαζε εκείνο της Γερμανίας. Πέρα από την οικονομική τους επίδραση, τα συνδικάτα έπαιζαν κεντρικό πολιτικό ρόλο, δίνοντας στο Δημοκρατικό Κόμμα το βασικό σκελετό της δύναμής του εκτός Νότου. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι πάντες αποδέχονταν τα συνδικάτα ως αναπόφευκτη πραγματικότητα». (σελ. 178 – 179).


Μέχρι το Ρήγκαν ο νεοσυντηρητισμός έδινε μάχες, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να αποκτήσει αληθινά λαϊκή απήχηση: «Η πηγή του νεοσυντηρητισμού ανάγεται κατά κύριο λόγο σε δύο ομάδες: αφενός στους οικονομολόγους του Σικάγου που, με επικεφαλής τον Μίλτον Φρίντμαν, οδήγησαν τον αγώνα απόκρουσης της προόδου των κεϊνσιανών οικονομικών· αφετέρου στους κοινωνιολόγους, με επικεφαλής τον Ίρβινγκ Κρίστολ, οι οποίοι συνδέονταν με το περιοδικό The Public Interest (το δημόσιο συμφέρον)…». (σελ. 185 – 186).

 Όσο για τον Φρίντμαν, ο Κρούγκμαν σχολιάζει: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Φρίντμαν είχε πλέον ολοκληρώσει σχεδόν πλήρη επιστροφή στο φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς, υποστηρίζοντας ότι η Μεγάλη Ύφεση είχε προκληθεί όχι από αστοχία της αγοράς, αλλά από αστοχία της κυβέρνησης. Η επιχειρηματολογία του ήταν αρκετά αναξιόπιστη και, θα έλεγα, άγγιζε τη διανοητική ανεντιμότητα». (σελ. 187).

Ο Ρήγκαν ήταν ο άνθρωπος που έψαχνε ο κινηματικός συντηρητισμός: «… δίδαξε πως οι ελιτίστικες οικονομικές απόψεις μπορούσαν να ενδύονται τη λαϊκίστικη ρητορική». (σελ. 274). Τα πράγματα μπορούσαν πλέον να μπουν στη σωστή τους βάση: «Η Μεγάλη Ύφεση, σε συνδυασμό με την αριστερή προπαγάνδα, εξαπάτησε τους πολίτες και τους έκανε να πιστέψουν ότι χρειάζονται ένα μεγάλο κράτος για προστάτη. 

Με τη σειρά τους, οι θεσμοί του μεγάλου κράτους έγιναν αυτοτροφοδοτούμενοι. Γενναίοι όμως άνθρωποι, από τον Μίλτον φρίντμαν ως τον Ρόναλντ Ρέηγκαν, δίδαξαν σταδιακά τους Ρεπουμπλικάνους ότι το κράτος είναι το πρόβλημα· δεν είναι η λύση. Και η αιτία για το χάσμα των κομμάτων είναι ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι οι οποίοι δεν “έχουν δει το φως το αληθινό”». (σελ. 271).

Το σίγουρο είναι ότι ενώ έκανε ό,τι μπορούσε για να καταπολεμήσει το κράτος, ταυτόχρονα το χρησιμοποιούσε, αν επρόκειτο να διευκολύνει την ασυδοσία της ελίτ, την οποία υπηρετούσε. 

Ο Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο του «Παλιές και Νέες Τάξεις Πραγμάτων» πληροφορεί: «Η κυβέρνηση Ρήγκαν πραγματοποίησε επίσης και τη μεγαλύτερη εθνικοποίηση στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών (στην περίπτωση της εξασφάλισης κρατικής χρηματικής βοήθειας στην τράπεζα Κοντινένταλ Ιλινόις που είχε χρεοκοπήσει). 

Ένας συνδυασμός αναστολής ελέγχων και παροχής εγγυήσεων από μέρους του κράτους για να μειωθούν οι κίνδυνοι των επενδυτών εγκαινίασε ένα όργιο παράτυπων δανείων και διαφθοράς μεταξύ των Ιδρυμάτων Στεγαστικών Δανείων, εγκαταλείποντας στη συνέχεια πάνω στους ώμους των φορολογουμένων χρέη εκατοντάδων δισ». (σελ. 254).


Τα γνωστά χρηματιστηριακά και τραπεζικά κόλπα είχαν αρχίσει. Ο John Kenneth Galbraith, στο βιβλίο «Οικονομική Ευφορία» καταδεικνύει το πνεύμα της νέας εποχής: «… έτσι γινόταν τώρα με την εποχή του Ρόναλντ Ρήγκαν. 

Η δανειοδότηση τώρα πήρε τη μορφή της εξαγοράς επιχειρήσεων, την εμφάνιση μικρο-ιδιοκτητών και την άσκηση ελέγχου, που ήταν δυνατή λόγω του μεγάλου χρέους. Επίσης υπήρχε το απαιτούμενο νέο οικονομικό όργανο, το οποίο θεωρήθηκε ότι ήταν μια εκπληκτική καινοτομία: ομόλογα με υψηλό κίνδυνο και κατά συνέπεια με υψηλό επιτόκιο. 

Η καινοτομία τους, όπως ελέχθη, οφειλόταν μόνο στο όντως “επιτυχημένο” τους όνομα: ομόλογα αμφίβολης αξίας». (σελ. 98).


Από την άλλη, η Ναόμι Κλάιν θα καταδείξει το μήνυμα που έστειλε ο Ρήγκαν στους εργαζόμενους «με την αντίδρασή του στην απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας λίγους μήνες μόνο μετά την εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα.

 Επειδή δεν είχαν πάει να δουλέψουν, “έχουν απολέσει τις θέσεις εργασίας τους και θα εκδιωχθούν αμέσως”, είχε δηλώσει ο Ρέηγκαν. Για να απολύσει στη συνέχεια 11.400 από τους πιο σημαντικούς για τη λειτουργία της χώρας εργαζόμενους – ένα σοκ από το οποίο δεν έχει ακόμα συνέλθει πλήρως το εργατικό κίνημ;α στις ΗΠΑ». (σελ. 192).


Από την πλευρά του, ο Κρούγκμαν θα δώσει το δικό του στίγμα για τη διακυβέρνηση Ρήγκαν: «Ο Ντέηβιντ Στόκμαν, διευθυντής προϋπολογισμού του Ρέηγκαν, θεωρούσε την Κοινωνική Ασφάλιση παράδειγμα “καμουφλαρισμένου σοσιαλισμού”. 

Την ίδια στιγμή, θερμοί υποστηρικτές των οικονομικών της προσφοράς – που πίστευαν ότι η περικοπή των φόρων θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα – κατέλαβαν θέσεις-κλειδιά στο υπουργείο Οικονομικών και αλλού στην κυβέρνηση Ρέηγκαν. 

Αλλά και τα περιβαλλοντικά κεκτημένα της εποχής Νίξον μπήκαν στο στόχαστρο επί Ρέηγκαν, καθώς περικόπηκε ο προϋπολογισμός του Οργανισμού Προστασίας του Περιβάλλοντος και στραγγαλίστηκαν οι αρμοδιότητές του αστυνόμευσης». (σελ. 257).


Ο Κρούγκμαν θεωρεί σκόπιμο να κάνει και μια μικρή αναφορά και σε έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Ρήγκαν: «Ο πρώτος υπουργός Εσωτερικών του Ρέηγκαν, ο Τζέημς Ουάτ, ήταν έντονα εχθρικός προς τους περιβαλλοντιστές, είχε ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκευτική Δεξιά, και πενταπλασίασε τη διαθέσιμη δημόσια γη για εξόρυξη άνθρακα. 

Ο Ουάτ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση επειδή είχε καταγραφεί η διαβόητη δήλωσή του ότι στο επιτελείο του είχε “έναν μαύρο, μία γυναίκα, δύο Εβραίους και έναν ανάπηρο”». (σελ. 257).




Ο Ρίτσαρντ Μίλχους Νίξον ([Richard Milhous Nixon, 9 Ιανουαρίου 1913 – 22 Απριλίου 1994) ήταν Αμερικανός πολιτικός, ο οποίος υπηρέτησε ως ο 37ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1969 έως το 1974, όταν και έγινε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που παραιτήθηκε από το αξίωμά του. 

Εξώφυλλο του περιοδικού TIME

Το βέβαιο είναι ότι ο Ρήγκαν δεν μπόρεσε να κάνει όλα όσα πραγματικά ήθελε: «Τη δυνατότητα όμως του Ρέηγκαν να επιβάλει το πρόγραμμα των κινηματικών συντηρητικών περιόριζε η πραγματικότητα της πολιτικής. Σε όλη τη διάρκεια της θητείας του, η Βουλή των Αντιπροσώπων ελεγχόταν από τους Δημοκρατικούς. 

Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν πράγματι την πλειοψηφία στη Γερουσία ως τα τελευταία δύο χρόνια της θητείας του Ρέηγκαν, όμως πολλοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές ήταν ακόμη μετριοπαθείς πολιτικοί τύπου Αϊζενχάουερ. Αυτή η πολιτική πραγματικότητα υποχρέωσε τον Ρέηγκαν να είναι συγκρατημένος στα μέτρα που εφήρμοζε. 

Για παράδειγμα, ενώ ο στενός κύκλος των συνεργατών του ήθελε να περικόψει τις παροχές της Κοινωνικής Ασφάλισης, τελικά αναγκάστηκε να στηρίξει τα οικονομικά του προγράμματος με αύξηση φόρων. Μετά τον Ρέηγκαν, όμως, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ριζοσπαστικοποιήθηκε έντονα». (σελ. 257 – 258).

Τελικά, η λογική που επικράτησε για το κράτος πρόνοιας και τα επιδόματα αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο βιβλίο του Will Kymlicka «Η Πολιτική Φιλοσοφία της Εποχής μας»: «… το κράτος πρόνοιας θεωρείται […] ότι έχει αποτύχει πράγματι να θεραπεύσει τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί. 

Ενώ οι οπαδοί του φιλελεύθερου εξισωτισμού έχουν παραδοσιακά υποθέσει ότι οι αναδιανεμητικές πολιτικές θα καθιστούσαν ικανούς τους μειονεκτούντες να ενταχθούν στο κύριο ρεύμα της κοινωνίας και να ασκήσουν αποτελεσματικά τα αστικά και πολιτικά τους δικαιώματα, η Νέα Δεξιά υποστηρίζει ότι το κράτος πρόνοιας προήγαγε την παθητικότητα ανάμεσα στους φτωχούς χωρίς να βελτιώσει στην πραγματικότητα τις ευκαιρίες της ζωής τους, καθώς και ότι δημιούργησε μία κουλτούρα εξάρτησης. 

Μακράν του να αποτελεί τη λύση, το ίδιο το κράτος πρόνοιας έχει διαιωνίσει το πρόβλημα, περιορίζοντας τους πολίτες σε παθητικά εξαρτημένα άτομα που βρίσκονται υπό γραφειοκρατική κηδεμονία. Έτσι, απέτυχε στην πράξη να θεραπεύσει τις άνισες περιστάσεις και μπορεί να έχει περιχαρακώσει τους φτωχούς στη μειονεκτική τους θέση». (σελ. 266).

Κι ενώ ο Ρήγκαν έδινε μάχες για να προωθήσει το μοντέλο του Φρίντμαν στην Αμερική, η Θάτσερ έδινε το δικό της αγώνα στην Αγγλία. Η Ναόμι Κλάιν παραθέτει: «Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Θάτσερ προσπαθούσε να επιβάλει μια αγγλική εκδοχή του φριντμανισμού, υπεραμυνόμενη αυτού που έγινε γνωστό ως “κοινωνία των ιδιοκτητών”.

 Η προσπάθειά της επικεντρώθηκε στον τομέα της κοινωνικής στέγης, δηλαδή στις εργατικές κατοικίες, προς τις οποίες η Θάτσερ ήταν φιλοσοφικά αντίθετη, καθώς πίστευε ότι το κράτος δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με τη στεγαστική αγορά. 

Οι περισσότερες εργατικές κατοικίες ήταν γεμάτες από ανθρώπους που δεν ψήφιζαν το Συντηρητικό Κόμμα, επειδή κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο προς τα ατομικά οικονομικά τους συμφέροντα.

Η Θάτσερ ήταν πεπεισμένη ότι, αν κατάφερνε να τους εντάξει στην αγορά, τα συμφέροντά τους θα ταυτίζονταν με εκείνα των πλουσιότερων που αντιτίθεντο στην αναδιανομή πλούτου. 

Έχοντας αυτό κατά νου, πρόσφερε ισχυρά κίνητρα στους ενοίκους των ακινήτων που ανήκαν στο δημόσιο προκειμένου να αγοράσουν τις κατοικίες τους με μειωμένες τιμές». (σελ. 186).


Τα αποτελέσματα ήταν απολύτως αναμενόμενα: «Όσοι μπορούσαν να το κάνουν, έγιναν ιδιοκτήτες, ενώ όσοι δεν μπορούσαν, έπρεπε πλέον να καταβάλλουν ενοίκια σχεδόν διπλάσια σε σχέση με παλαιότερα. 

Επρόκειτο για μια στρατηγική “διαίρει και βασίλευε” και αποδείχθηκε αποτελεσματική: Οι ενοικιαστές συνέχισαν να αντιτίθενται στη Θάτσερ, οι άστεγοι στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Βρετανίας αυξήθηκαν σημαντικά, όμως οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι περισσότεροι από τους μισούς νέους ιδιοκτήτες είχαν αλλάξει κομματική προτίμηση υπέρ του Συντηρητικού Κόμματος». (σελ. 186).


Παρά την επιτυχία, όμως, στην υπόθεση των ακινήτων, τα πράγματα για τη Θάτσερ δεν πήγαιναν καθόλου καλά: «… όλα έδειχναν ότι η Θάτσερ ήταν καταδικασμένη να κυβερνήσει μόνο για μία θητεία. Το 1979 το προεκλογικό της σύνθημα ήταν “Οι Εργατικοί δεν Αποδίδουν”, όμως το 1982 ο αριθμός των ανέργων είχε διπλασιαστεί, όπως και το ποσοστό του πληθωρισμού. 

Η Θάτσερ είχε προσπαθήσει να τα βάλει με ένα από τα ισχυρότερα συνδικάτα της χώρας, αυτό των ανθρακωρύχων, και είχε αποτύχει. Έπειτα από τρία χρόνια στον πρωθυπουργικό θώκο, η δημοτικότητα της Θάτσερ στις δημοσκοπήσεις είχε πέσει στο 25% […] το πλέον χαμηλό οποιουδήποτε Βρετανού πρωθυπουργού στη μέχρι τότε ιστορία των δημοσκοπήσεων. 

Η επιδοκιμασία του συνολικού κυβερνητικού έργου είχε καταποντιστεί στο 18%. Με τις γενικές εκλογές να πλησιάζουν επικίνδυνα, ο θατσερισμός κινδύνευε να έχει ένα πρόωρο και άδοξο τέλος, προτού το Συντηρητικό Κόμμα καταφέρει να υλοποιήσει τους περισσότερους από τους φιλόδοξους στόχους του για μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και συντριβή εργατικών συνδικάτων. 

Ήταν σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία που η Θάτσερ έγραψε στον Χάγεκ, πληροφορώντας τον ευγενικά ότι τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που υιοθετήθηκαν στη Χιλή θα ήταν “εντελώς απαράδεκτα” στο Ηνωμένο Βασίλειο». (σελ. 187).

Αυτό που έσωσε τη Θάτσερ ήταν ο πόλεμος με την Αργεντινή για τα νησιά Φόκλαντ: «Έξι βδομάδες αφότου η Θάτσερ έγραψε την επιστολή στον Χάγεκ, συνέβη κάτι που την έκανε να αναθεωρήσει και άλλαξε το πεπρωμένο της κορπορατικής σταυροφορίας: Στις 2 Απριλίου 1982 η Αργεντινή εισέβαλε στα νησιά Φόκλαντ, απομεινάρι της βρετανικής αποικιοκρατίας. […] 

Τα Φόκλαντ, που βρίσκονται στα ανοιχτά των ακτών της Αργεντινής, δεν είχαν πλέον στρατηγική αξία. [… …] Μέχρι τότε η Θάτσερ αντιμετώπιζε με αποστροφή το θέμα των Φόκλαντ εξαιτίας της οικονομικής επιβάρυνσης που αυτά συνεπάγονταν για τα κρατικά ταμεία. 

Είχε μειώσει τα κονδύλια για τα νησιά και είχε ανακοινώσει σημαντικές περικοπές για το πολεμικό ναυτικό – ανάμεσα στα πλοία που θα παροπλίζονταν ήταν και εκείνα που προστάτευαν τα Φόκλαντ. Οι Αργεντινοί στρατηγοί ερμήνευσαν αυτές τις ενέργειες ως σαφείς ενδείξεις πως η Βρετανία ήταν έτοιμη να παραχωρήσει τα νησιά». (σελ. 188 – 189).

Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο πλευρές τον ήθελαν αυτόν τον πόλεμο: «Το 1982 η οικονομία της Αργεντινής κατέρρεε υπό το βάρος του χρέους και της διαφθοράς, ενώ η εκστρατεία για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε αρχίσει να αποκτά ορμή. 

Η νέα χουντική κυβέρνηση, με επικεφαλής το στρατηγό Λεοπόλδο Γκαλτιέρι, θεώρησε ότι μόνο τα αντι-ιμπεριαλιστικά αισθήματα θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την οργή για τη συνεχιζόμενη κατάπνιξη της δημοκρατίας, κι έτσι τα υποδαύλισε εντέχνως εναντίον της Βρετανίας με πρόσχημα την άρνηση εκ μέρους της να παραχωρήσει τα νησιά». (σελ. 189).

Όσο για τη Θάτσερ, η υπόθεση Φόκλαντ ήταν πραγματική σωτηρία: «Μόλις η Θάτσερ πληροφορήθηκε ότι η Αργεντινή είχε καταλάβει τα Φόκλαντ, κατάλαβε ότι ήταν η τελευταία της ευκαιρία να αλλάξει το πολιτικό της πεπρωμένο και υιοθέτησε αμέσως το αρειμάνιο ύφος του Τσόρτσιλ». (σελ. 189). 

Τέτοιες ευκαιρίες είναι αδύνατο να πάνε χαμένες: «Ο πόλεμος των Φόκλαντ έδωσε στη Θάτσερ την πολιτική κάλυψη που χρειαζόταν για να εφαρμόσει για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα ριζικού καπιταλιστικού μετασχηματισμού σε μια Δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία». (σελ. 189).

Και δε διαψεύστηκε στο ελάχιστο: «Μετά τη νίκη στον πόλεμο των Φόκλαντ, στον οποίο σκοτώθηκαν 255 Βρετανοί στρατιώτες και 655 Αργεντινοί, η πρωθυπουργός εξυμνήθηκε ως πολεμική ηρωίδα και το πρωσονύμιό της “Σιδηρά Κυρία” μετατράπηκε από προσβολή σε εγκώμιο. 

Η δημοτικότητά της στις δημοσκοπήσεις διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και από 25% στην έναρξη της σύρραξης έφτασε στο 59% στο τέλος της, ανοίγοντάς της το δρόμο για την αποφασιστική νίκη που σημείωσε στις εκλογές του επόμενου έτους». (σελ. 190).

Ο Ντόναλντ Σασούν στο δεύτερο τόμο του βιβλίου του «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού» επισημαίνει την πανωλεθρία των σοσιαλιστών: «Ο πόλεμος των Φόκλαντ αποτέλεσε καμπή στις τύχες της συντηρητικής κυβέρνησης. Πριν τον πόλεμο, δεν ήταν δημοφιλής. 

Μετά από αυτόν, η Θάτσερ απέκτησε την πεποίθηση και το διεθνές κύρος που στερούνταν μέχρι τότε. Ο θατσερισμός, έννοια την οποία εκλαΐκευσε η Αριστερά, έγινε τώρα επιτυχημένο φαινόμενο, που ακόμη και ένα ενιαίο Εργατικό Κόμμα μπορεί να μην ήταν ικανό να σταματήσει. Για ένα διαιρεμένο κόμμα, αυτό αποδείχθηκε αδύνατο. 

Η θεαματική ήττα του Εργατικού Κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 1983, μια από τις πιο σοβαρές οπισθοχωρήσεις που γνώρισε ποτέ σοσιαλιστικό κόμμα στη Δυτική Ευρώπη, ήταν απλώς η coup de grace (χαριστική βολή)». (σελ. 351).

Τώρα πια δεν υπήρχε κανένας αντίπαλος για τη Θάτσερ: «Όταν το 1984 απήργησαν οι ανθρακωρύχοι, η Θάτσερ παρουσίασε την αντιπαράθεση ως μια συνέχεια του πολέμου με την Αργεντινή, απαιτώντας μια εξίσου βίαιη επίλυση. 

Είναι πλέον διάσημη η δήλωσή της: “Έπρεπε να πολεμήσουμε τον εξωτερικό εχθρό στα Φόκλαντ και τώρα πρέπει να πολεμήσουμε τον εσωτερικό εχθρό, ο οποίος είναι ένας πολύ πιο δύσκολος αντίπαλος, αλλά εξίσου επικίνδυνος για την ελευθερία”». (σελ. 190).

Κι όταν κάποιος αγωνίζεται για την «ελευθερία» δεν αστειεύεται. Η Θάτσερ εξαπέλυσε « όλη την ισχύ του κράτους εναντίον των απεργών. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, 8.000 αστυνομικοί οπλισμένοι με κλομπ, πολλοί από αυτούς έφιπποι, επιτέθηκαν σε εργάτες που διαδήλωναν έξω από ένα εργοστάσιο, με συνέπεια να υπάρξουν σχεδόν 700 τραυματίες. 

Όπως ο δημοσιογράφος του Guardian Σέουμας Μίλνε τεκμηριώνει στο The enemy Within: Thatcher’s Secret War against the Miners, στο οποίο υπάρχει η πιο ολοκληρωμένη περιγραφή των γεγονότων, η πρωθυπουργός πίεζε τις μυστικές υπηρεσίες να εντατικοποιήσουν την παρακολούθηση των μελών του συνδικάτου, και κυρίως του μαχητικού ηγέτη του Άρθουρ Σκάργκιλ. Επακολούθησε “η πιο φιλόδοξη επιχείρηση παρακολουθήσεων που διεξήχθη ποτέ στη Βρετανία”. 

Στο συνδικάτο διείσδυαν πολλοί πράκτορες και πληροφοριοδότες, ενώ παρακολουθούνταν τα τηλέφωνα και οι κατοικίες όλων των συνδικαλιστών, ακόμα και το λαϊκό εστιατόριο όπου σύχναζαν οι ηγέτες του συνδικάτου. 

Στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής των Κοινοτήτων κυκλοφορούσε η φήμη ότι το ανώτερο διοικητικό στέλεχος του συνδικάτου ήταν πράκτορας της Μ15 και είχε ως αποστολή του “να αποσταθεροποιήσει και να υπονομεύσει το συνδικάτο” – κάτι που ο ίδιος διέψευσε». (σελ. 191).

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αγώνας των ανθρακωρύχων ήταν αδύνατο να δικαιωθεί: «Μέχρι το τέλος του 1985 η Θάτσερ είχε κερδίσει και αυτό τον πόλεμο: Οι εργάτες πεινούσαν και δεν μπορούσαν να αντέξουν. Τελικά, απολύθηκαν 996 άνθρωποι. 

Ήταν μια συντριπτική ήττα για το πιο ισχυρό συνδικάτο της Βρετανίας, που έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στις υπόλοιπες συνδικαλιστικές ενώσεις: 

Αν η Θάτσερ ήταν διατεθειμένη να φτάσει στα άκρα για να λυγίσει τους ανθρακωρύχους, από τους οποίους ολόκληρη η χώρα εξαρτιόταν για το φωτισμό και τη θέρμανσή της, θα ήταν σκέτη αυτοκτονία για τα ασθενέστερα συνδικάτα που τα μέλη τους εργάζονταν σε λιγότερο κρίσιμους τομείς της οικονομίας να αμφισβητήσουν τη νέα οικονομική τάξη πραγμάτων». (σελ. 191 – 192).

Το δόγμα Φρίντμαν έχει πλέον περάσει κι επισήμως στις ανεπτυγμένες χώρες. Το δίδυμο Θάτσερ – Ρήγκαν κατάφερε να επιβάλει τις νέες πολιτικές πρακτικές. Ο κεϊνσιανισμός δέχτηκε το πιο καίριο πλήγμα. 

Η Θάτσερ δεν είχε παρά να ξεκινήσει το χορό των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης: «Μεταξύ 1984 και 1985 η κυβέρνησή της ιδιωτικοποίησε, μεταξύ άλλων, τις British Telecom, British Gas, British Airways, British Airport Authority και British Steel, ενώ πούλησε τις μετοχές της British Petroleum που διέθετε το κράτος». (σελ. 192).


Ο Τσόμσκι στο βιβλίο του «Ο Νόμος της Δύναμης στην Παγκόσμια Τάξη», έχει τη διάθεση να συνοψίσει την κατάσταση: «Οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα αποτελούν επιλογές των ισχυρών και βασίζονται στο ίδιο συμφέρον τους και όχι σε κάποιους μυστήριους “οικονομικούς νόμους” οι οποίοι δεν επιτρέπουν “εναλλακτική λύση”, όπως δήλωσε με ιδιαίτερη σκληρότητα η Μάργκαρετ Θάτσερ. 

Για την άμβλυνση των χειρότερων συνεπειών των αποφάσεων αυτών είχαν προταθεί πριν από πολλά χρόνια διάφορες τεχνικές επινοήσεις, τις οποίες όμως απέρριψαν τα ισχυρά συμφέροντα που ωφελούνται από το ισχύον καθεστώς». (σελ. 229 – 230).


Noam Chomsky: «Ο Νόμος της Δύναμης στην Παγκόσμια Τάξη», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2001.


Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.


Will Kymlicka: «Η Πολιτική Φιλοσοφία της Εποχής μας», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2005.


John Kenneth Galbraith: «Οικονομική Ευφορία», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα1993.


Noam Chomsky: «Παλιές και νέες τάξεις πραγμάτων», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 1996.


Paul Krugman: «Η συνείδηση ενός προοδευτικού», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2008.


Noam Chomsky: «Η Κουλτούρα της Τρομοκρατίας», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2000.


Noam Chomsky: «Πειρατές και Αυτοκράτορες», εκδόσεις «παρατηρητής», α΄ έκδοση, σειρά «Διάλογος Πολιτισμών», Θεσσαλονίκη 2001.


Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, κρίση και προοπτικές», Β΄ τόμος, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Αθήνα 2001.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου