«Αισθάνομαι βαθιά απογοητευμένος, γιατί αντιμετωπίζουν τα έργα μου με
ιδεολογικά και όχι επιστημονικά κριτήρια», λέει ο Σιλβέν Γκουγκενέμ.
Ο 49χρονος καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών, Σιλβέν Γκουγκενέμ, προτάσσει τη συμβολή της Δύσης, και όχι του Ισλάμ, στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη λατινοκρατούμενη γλωσσικά Δυτική Ευρώπη. Η ιστορική μελέτη του «Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σεν-Μισέλ» (μτφρ.: Φανή Γαϊδατζή, Φανή Μπούμπουλη, «Ολκός») από το τέλος του 2008, οπότε εξεδόθη στη Γαλλία από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο «Seuil», προκάλεσε σάλο αντιδράσεων κυρίως στους αραβικούς κύκλους και στον πολιτικό χώρο της άκρας Αριστεράς.
Σ’ έναν συλλογικό τόμο δώδεκα επιστημόνων, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Fayard», ο Σιλβέν Γκουγκενέμ κατηγορήθηκε για φασιστική και ρατσιστική
αντιμετώπιση. Μαζί μ’ αυτόν την πλήρωσε κυρίως ο κορυφαίος Φερνάν Μπροντέλ (1902-1985), ο οποίος χρεώνεται τις ίδιες κατηγορίες για τη «Γραμματική των πολιτισμών» του. Και οι αρνητικές κρίσεις είχαν συνέχεια: σε επιστημονικό συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, πάλι έβαλλαν εναντίον του. Κατά διαβεβαίωση του «κατηγορούμενου», δεν συμμετείχε ούτε ένας βυζαντινολόγος, η μόνη ειδικότητα η οποία, πάντα κατά τη γνώμη του, μπορούσε να απαντήσει στις «αιρετικές» αιτιάσεις του.
Το τι ακριβώς υποστηρίζει στον «Αριστοτέλη στο Μον-Σεν-Μισέλ», το περιέγραψε χθες το μεσημέρι σε κεντρικό αθηναϊκό εστιατόριο. Η θέση του συνίσταται στο εξής: Οτι η αρχαία σοφία και η αριστοτελική σκέψη δεν μεταφέρθηκε στη Δύση από τις λατινικές μεταφράσεις των αραβικών κειμένων του Αριστοτέλη. Από το Βυζάντιο διαδόθηκε στη Δύση, με σημείο αιχμής τον 12ο αιώνα, στη μονή του Ορους του Αγίου Μιχαήλ (Μον-Σεν-Μισέλ), που βρίσκεται στα σύνορα της Νορμανδίας με τη Βρετάνη. Οι πρώτες αριστοτελικές μεταφράσεις οφείλονται στον αντιγραφέα Ιάκωβο από τη Βενετία, που είχε ζήσει στην Ανατολή και γνώριζε καλά τα ελληνικά.
Οι «σκοτεινοί χρόνοι» επιστρέφουν
«Οι «σκοτεινοί χρόνοι» του Μεσαίωνα επιστρέφουν. Επιβάλλεται η διαστρεβλωμένη εικόνα μιας χριστιανοσύνης καθυστερημένης σε σχέση μ’ ένα «Φωτισμένο Ισλάμ». Σ’ αυτό χρωστά, δήθεν, την πρόοδό της χάρη στη μετάδοση μιας ελληνικής γνώσης της οποίας η μεσαιωνική περίοδος είχε χάσει το κλειδί», είπε χθες ο Σιλβέν Γκουγκενέμ. «Μια τέτοια άποψη εμπίπτει περισσότερο στη σφαίρα της ιδεολογικής προκατάληψης παρά της επιστημονικής ανάλυσης. Ξεχνά το πάγιο ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα, καθώς και τα ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας».
Με έμφαση, ο Σιλβέν Γκουγκενέμ ζήτησε να συνυπολογίσουμε το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον της Γαλλίας, το οποίο στάθηκε εχθρικό απέναντί του. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε φοιτητές και συνάδελφοί του καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Λιόν να υπογράψουν από κοινού διαμαρτυρία, στην οποία αναφερόταν ότι με τον «Αριστοτέλη στο Μον-Σεν-Μισέλ» «γίνεται μία απόπειρα να παραγραφεί η οφειλή της Ευρώπης στην αραβική γλώσσα και στην ισλαμική θρησκεία». Η αντίδραση, που προήλθε από τους εκπαιδευτικούς κύκλους, τον ενόχλησε τόσο πολύ, ώστε επέλεξε για ένα διάστημα να απομακρυνθεί από τα καθηγητικά του καθήκοντα και να αποκλειστεί από επιτροπές κρίσης διδακτορικών διατριβών, που ενέπιπταν στο δικό του επιστημονικό αντικείμενο, τους ιππότες και τις σταυροφορίες.
«Αισθάνομαι βαθιά απογοητευμένος γιατί τα κριτήρια, με τα οποία αντιμετωπίζουν το έργο μου, είναι ιδεολογικά και όχι επιστημονικά. Θα πρόσθετα και πληγωμένος από την πολεμική που μου ασκείται, ιδιαίτερα από ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου», είπε. Στο πλευρό του είχε εκτός από επιστήμονες της δικής του ειδικότητας -ορισμένοι εξ αυτών και Αραβες ή αραβικής καταγωγής- κι έναν ζωντανό μύθο της Ιστορίας των μεσαιωνικών χρόνων, τον Ζακ Λε Γκοφ, ο οποίος αποφάνθηκε: «Βρίσκω το βιβλίο ενδιαφέρον, αν και συζητήσιμο».
Βασίλης Καλαμαράς, Ελευθεροτυπία (2009)
Ο 49χρονος καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών, Σιλβέν Γκουγκενέμ, προτάσσει τη συμβολή της Δύσης, και όχι του Ισλάμ, στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη λατινοκρατούμενη γλωσσικά Δυτική Ευρώπη. Η ιστορική μελέτη του «Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σεν-Μισέλ» (μτφρ.: Φανή Γαϊδατζή, Φανή Μπούμπουλη, «Ολκός») από το τέλος του 2008, οπότε εξεδόθη στη Γαλλία από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο «Seuil», προκάλεσε σάλο αντιδράσεων κυρίως στους αραβικούς κύκλους και στον πολιτικό χώρο της άκρας Αριστεράς.
Σ’ έναν συλλογικό τόμο δώδεκα επιστημόνων, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Fayard», ο Σιλβέν Γκουγκενέμ κατηγορήθηκε για φασιστική και ρατσιστική
αντιμετώπιση. Μαζί μ’ αυτόν την πλήρωσε κυρίως ο κορυφαίος Φερνάν Μπροντέλ (1902-1985), ο οποίος χρεώνεται τις ίδιες κατηγορίες για τη «Γραμματική των πολιτισμών» του. Και οι αρνητικές κρίσεις είχαν συνέχεια: σε επιστημονικό συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, πάλι έβαλλαν εναντίον του. Κατά διαβεβαίωση του «κατηγορούμενου», δεν συμμετείχε ούτε ένας βυζαντινολόγος, η μόνη ειδικότητα η οποία, πάντα κατά τη γνώμη του, μπορούσε να απαντήσει στις «αιρετικές» αιτιάσεις του.
Το τι ακριβώς υποστηρίζει στον «Αριστοτέλη στο Μον-Σεν-Μισέλ», το περιέγραψε χθες το μεσημέρι σε κεντρικό αθηναϊκό εστιατόριο. Η θέση του συνίσταται στο εξής: Οτι η αρχαία σοφία και η αριστοτελική σκέψη δεν μεταφέρθηκε στη Δύση από τις λατινικές μεταφράσεις των αραβικών κειμένων του Αριστοτέλη. Από το Βυζάντιο διαδόθηκε στη Δύση, με σημείο αιχμής τον 12ο αιώνα, στη μονή του Ορους του Αγίου Μιχαήλ (Μον-Σεν-Μισέλ), που βρίσκεται στα σύνορα της Νορμανδίας με τη Βρετάνη. Οι πρώτες αριστοτελικές μεταφράσεις οφείλονται στον αντιγραφέα Ιάκωβο από τη Βενετία, που είχε ζήσει στην Ανατολή και γνώριζε καλά τα ελληνικά.
Οι «σκοτεινοί χρόνοι» επιστρέφουν
«Οι «σκοτεινοί χρόνοι» του Μεσαίωνα επιστρέφουν. Επιβάλλεται η διαστρεβλωμένη εικόνα μιας χριστιανοσύνης καθυστερημένης σε σχέση μ’ ένα «Φωτισμένο Ισλάμ». Σ’ αυτό χρωστά, δήθεν, την πρόοδό της χάρη στη μετάδοση μιας ελληνικής γνώσης της οποίας η μεσαιωνική περίοδος είχε χάσει το κλειδί», είπε χθες ο Σιλβέν Γκουγκενέμ. «Μια τέτοια άποψη εμπίπτει περισσότερο στη σφαίρα της ιδεολογικής προκατάληψης παρά της επιστημονικής ανάλυσης. Ξεχνά το πάγιο ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα, καθώς και τα ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας».
Με έμφαση, ο Σιλβέν Γκουγκενέμ ζήτησε να συνυπολογίσουμε το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον της Γαλλίας, το οποίο στάθηκε εχθρικό απέναντί του. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε φοιτητές και συνάδελφοί του καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Λιόν να υπογράψουν από κοινού διαμαρτυρία, στην οποία αναφερόταν ότι με τον «Αριστοτέλη στο Μον-Σεν-Μισέλ» «γίνεται μία απόπειρα να παραγραφεί η οφειλή της Ευρώπης στην αραβική γλώσσα και στην ισλαμική θρησκεία». Η αντίδραση, που προήλθε από τους εκπαιδευτικούς κύκλους, τον ενόχλησε τόσο πολύ, ώστε επέλεξε για ένα διάστημα να απομακρυνθεί από τα καθηγητικά του καθήκοντα και να αποκλειστεί από επιτροπές κρίσης διδακτορικών διατριβών, που ενέπιπταν στο δικό του επιστημονικό αντικείμενο, τους ιππότες και τις σταυροφορίες.
«Αισθάνομαι βαθιά απογοητευμένος γιατί τα κριτήρια, με τα οποία αντιμετωπίζουν το έργο μου, είναι ιδεολογικά και όχι επιστημονικά. Θα πρόσθετα και πληγωμένος από την πολεμική που μου ασκείται, ιδιαίτερα από ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου», είπε. Στο πλευρό του είχε εκτός από επιστήμονες της δικής του ειδικότητας -ορισμένοι εξ αυτών και Αραβες ή αραβικής καταγωγής- κι έναν ζωντανό μύθο της Ιστορίας των μεσαιωνικών χρόνων, τον Ζακ Λε Γκοφ, ο οποίος αποφάνθηκε: «Βρίσκω το βιβλίο ενδιαφέρον, αν και συζητήσιμο».
Βασίλης Καλαμαράς, Ελευθεροτυπία (2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου