Το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό του ελληνικού λαού, όπως
διαπιστώνεται από τις δημοσκοπήσεις, εξακολουθεί να στηρίζει τον Αλέξη
Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις καταστροφές που έχουν επισωρεύσει σε όλα
τα πεδία, δεν πιστεύω πως αποτελεί απλώς συνέπεια της έλλειψης
αποτελεσματικής ή πειστικής αντιπολίτευσης, όπως διατείνεται ένα μεγάλο
μέρος των σχολιαστών. Διότι, σε αυτή την περίπτωση, θα παρατηρούσαμε μια
μεγαλύτερη διασπορά στα μικρά κόμματα ή την εκτίναξη κάποιων από αυτά,
όπως είχε συμβεί στις εκλογές του 2012, όταν αναδείχθηκαν τέσσερα νέα
κόμματα στο προσκήνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ, η ΔΗΜΑΡ και η Χρυσή Αυγή.
Δυστυχώς, σήμερα δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι ανάλογο – παρότι βέβαια
δεν έχουμε ακόμα την ετυμηγορία της κάλπης.
Πάντως, το συνολικό κλίμα δεν μας προϊδεάζει για κάποια ανατροπή μεγάλης
κλίμακας. Και νέα κόμματα δεν φαίνεται να αναδεικνύονται – η δε σχετική
άνοδος του κόμματος του Βελόπουλου αποτελεί απλώς ανακατανομή ψήφων
στον ευρύτερο χώρο της πέραν της ΝΔ Δεξιάς, μια και καταρρέουν οι ΑΝΕΛ.
Και κανένα από τα παλαιά κόμματα δεν μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες
«συναγερμού», όπως θα περίμενε κάποιος σε συνθήκες καθολικής κρίσης και
λίγο μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εξάλλου, η αδυναμία των κομμάτων της
κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να δημιουργήσουν ένα μεγάλο ρεύμα
«αλλαγής» στην κοινωνία, παρότι είναι βέβαιο ότι η Ν.Δ. θα ενισχυθεί και
θα υπερκεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ενδεικτική του ίδιου κλίματος: Το
κύριο στοιχείο παραμένει η υποτονικότητα ενώ σε μεγάλο μέρος των πολιτών
κυριαρχεί η πεποίθηση πως «όποιος και να επικρατήσει, τίποτε δεν
πρόκειται να αλλάξει». Οι Έλληνες δεν προσδοκούν μεγάλα πράγματα και
βαδίζουν προς τις εκλογές με χαμηλές προσδοκίες.
Χρειάζεται, ίσως, να προστρέξουμε στα φώτα μιας γενικότερης
κοινωνιολογικής και πολιτισμικής ανάλυσης για να κατανοήσουμε τι
συμβαίνει.
Η βασική διαπίστωση είναι πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε περίοδο
βαθιάς παρακμής – καθόλου τυχαία γερνάει με ταχύτατους ρυθμούς και τα
δυναμικότερα και νεαρότερα στοιχεία της δραπετεύουν στο εξωτερικό. Αυτή η
περιρρέουσα καταθλιπτική παρακμή δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση
πλειοψηφικών «αφηγήσεων» υπέρβασης και αναγέννησης, που θα ήταν
αναγκαίες ώστε οι Έλληνες να ελπίσουν και πάλι και να ενταχθούν σε
πολιτικο-ιδεολογικά ρεύματα και κινήσεις με διάρκεια.
Επιφαινόμενο αυτής της παρακμής είναι και η συνεχιζόμενη παρουσία του
ΣΥΡΙΖΑ σε πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο. Υπό «κανονικές» συνθήκες, μιας
«κανονικής» χώρας, ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, πρόσφατης κοπής εξάλλου, θα
έπρεπε να είχε εξαερωθεί. Οι καταστροφές που έχει επισωρεύσει είναι
κυριολεκτικά ανυπολόγιστες: τρίτο μνημόνιο και εκχώρηση της δημόσιας
περιουσίας, οικονομικό κόστος που πλησιάζει όντως τα 200 δισ. ευρώ,
καταστροφή του τραπεζιτικού συστήματος, συρρίκνωση των επενδύσεων,
τερατώδης φορολόγηση, μεταβολή της Ελλάδας σε hot spot της Ευρώπης,
εθνική μειοδοσία των Πρεσπών, κατεδάφιση του εκπαιδευτικού συστήματος,
εξαχρείωση της δημόσιας ζωής κ.λπ. κ.λπ. Και όμως… ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί
να παραμένει δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις και ο απαίδευτος
επικεφαλής του να κορδακίζεται ως διεκδικητής της εξουσίας.
Πώς άραγε συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αρκεί, άραγε, να το εξηγήσει η
προσκόλληση ενός μέρους του δημοσιοϋπαλληλικού στρώματος –του πλέον
αναξιόπιστου και λουφαδόρικου– στον μεγάλο μαστό της εξουσίας; Αρκούν οι
μερικές δεκάδες χιλιάδες μισθωτών των ΜΚΟ και οι πάσης φύσεως
ψωμιζόμενοι από τα χέρια του Σπίρτζη, του Παππά και των λοιπών; Αρκούν
οι μερικές χιλιάδες δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες που καθημερινά
παραπληροφορούν σε ιστοσελίδες, ΑΠΕ, ραδιόφωνα και κανάλια, σε
διατεταγμένη υπηρεσία; Αρκούν οι «καλλιτέχνες», οι πανεπιστημιακοί και
οι διανοούμενοι υπηρεσίας, που σιωπούν ή ακόμα χειρότερα γλύφουν
καθημερινά; Αρκούν οι ολιγάρχες, που στηρίζουν ανενδοίαστα την
κυβερνητική κλίκα μέσα από τα ΜΜΕ, για να συνεχίσουν να αρμέγουν τις
κρατικές προμήθειες; Αρκούν οι πολυάριθμοι υπάλληλοι, φανεροί και
κρυφοί, των πρεσβειών; Αρκούν οι πρόσφατα ελληνοποιημένοι με συνοπτικές
διαδικασίες αλλοδαποί; Αρκούν…;
Και βέβαια δεν αρκούν… Και πώς, ταυτόχρονα, θα μπορούσαμε να
ερμηνεύσουμε το από πρώτη άποψη αντιφατικό γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όντως
εξαερώνεται όταν έρχεται σε επαφή με συνδικαλιστικές, φοιτητικές ή
αυτοδιοικητικές εκλογές; Πού εξαφανίζονται όλοι εκείνοι που, τουλάχιστον
στις δημοσκοπήσεις, δείχνουν διατεθειμένοι να τον στηρίξουν;
Εδώ και αρκετό καιρό έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως αυτές οι εξελίξεις
εξηγούνται με έναν τρόπο και μόνο. Τη «λουμπενοποίηση», έστω και
πρόσκαιρη, ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού λαού.
Πολλοί Έλληνες, που καταστράφηκαν από την κρίση, ήλπισαν αρχικώς πως τα
πράγματα μπορεί να επανέλθουν στην προτεραία, αρκεί να υπάρξει μια
μεγάλη πολιτική αλλαγή. Εξ ου και οι «αγανακτισμένοι», η μεγάλη κρίση
των κομμάτων του 2012, η ανάδειξη νέων κομμάτων στο προσκήνιο. Όλα αυτά
μέχρι το 2015 και τη μεγάλη κατάρρευση, τα νέα μνημόνια και τον
ενταφιασμό κάθε ελπίδας για «επιστροφή». Έκτοτε, όσοι μπορούσαν να
φύγουν, οι νεότεροι και συχνά και οι ευπορότεροι και δυναμικότεροι,
εγκατέλειψαν τη χώρα. Ένα άλλο τμήμα, το μεγαλύτερο, προσαρμόστηκε
όπως-όπως στις νέες συνθήκες και δοκιμάζει να τα βγάλει πέρα με τις
δικές του δυνάμεις χωρίς να ελπίζει ιδιαίτερα σε πολιτικές και οράματα –
εξ ου και η αυξανόμενη απο-πολιτικοποίηση. Τέλος, ένα σημαντικό μέρος
από συμπολίτες μας, χτυπημένο από την ανεργία, την υποαπασχόληση, τις
περικοπές, άρχισε να αποκτά ψυχολογία λούμπεν…
Προφανώς, όλοι αυτοί δεν προσχωρούν στο κυβερνητικό κόμμα –πράγμα που
εξηγεί και τις υποτονικές συγκεντρώσεις ή την αδυναμία συσπείρωσης σε
τοπικό και συνδικαλιστικό επίπεδο. Απλώς, επειδή πλέον δεν υπάρχει
ελπίδα ή όραμα, «μια και όλοι δεν αξίζουν τίποτε», συντάσσονται με
εκείνον που μοιράζει επιδόματα, βοηθήματα, απασχολήσεις, έστω και
προσωρινές.
Οι Συριζαίοι –και αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημά τους– μετέβαλαν ένα
σημαντικό μέρος του ελληνικού λαού σε «πλέμπα», όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι
αυτοκράτορες. Σκόρπισαν απλόχερα την αναξιοπρέπεια· φθάνουν να αγοράζουν
κυριολεκτικά την ψήφο των πολιτών, δίνοντάς τους επιδόματα δύο μέρες
πριν από τις εκλογές. Επιθυμούν να μεταβάλουν την πλειοψηφία των Ελλήνων
σε πολίτες με εκλογική συμπεριφορά τσιγγάνων, που παραδοσιακά πουλάνε
την ψήφο τους στον πλειοδότη. Και καθόλου τυχαία, τελευταία έχουν
επιστρατεύσει μαζικά τους τσιγγάνους στις συγκεντρώσεις τους. Η πορεία
της συριζαϊκής εξαχρείωσης έχει περιγραφεί αρκούντως πλέον – από το go
back κυρία Μέρκελ στους τεμενάδες και από τον Τσε Γκεβάρα στα κότερα της
Παναγοπούλου. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι θέλουν να παρασύρουν και να
κατεβάσουν στο επίπεδό τους όλους τους Έλληνες.
Βέβαια, η εξαγορασμένη ψήφος δεν μεταβάλλεται σε προσχώρηση και ο
εκλογικός πελάτης εγκαταλείπει πάντα τον πάτρονα, όταν αυτός χάσει την
εξουσία. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Τσίπρας, γι’ αυτό και παραμένει
κολλημένος σαν στρείδι στον πρωθυπουργικό θώκο και προσπαθεί απεγνωσμένα
να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Διότι γνωρίζει πως, όπως συνέβη με
το συνεταιράκι του τον Καμμένο, η στήριξη που απολαμβάνει με την εξαγορά
των ψήφων και τη λουμπενοποίηση των Ελλήνων θα πάει περίπατο όταν
αποχωρήσει από την εξουσία.
Πριν λοιπόν μεταβάλει μόνιμα τους Έλληνες σε λούμπεν, όπως ο ίδιος
λουμπενοποίησε την Αριστερά, θα πρέπει να εκδιωχθεί το συντομότερο και
με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο!
*O κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι επικεφαλής του «Κινήματος Άρδην» και υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου