του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 149
Η κοντινότερη λογοτεχνικά μορφή στον Σολωμό Σολωμού και στον Κωνσταντίνο Κατσίφα είναι Ο Βασίλης ο Αρβανίτης του Σ. Μυριβήλη. Από κριτικούς όπως οι Ρένος Αποστολίδης, Α. Σαχίνης και Κ. Δεσποτόπουλος έχει υποδειχθεί ως ένα από τα σημαντικότερα διηγήματά του. Περιγράφει το παλικάρι, τον μάγκα, που οδηγείται αποκλειστικά από την ανδρεία του, δίχως να λογαριάζει την παροδική του ύπαρξη.
Με αυτόν τον τρόπο ο Σολωμός Σολωμού, μόνος απέναντι από τις κατοχικές δυνάμεις, ανεβαίνει στον ιστό για να κατεβάσει την τουρκική σημαία. Αντίστοιχα ο Κ. Κατσίφας αρνείται τις εντολές του αλβανικού κράτους για να υποστείλει την ελληνική σημαία. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λογάριασαν τη ζωή τους.
Αλλά, ας δούμε τι γράφει, σε μια γνήσια δημοτική, ο Στρατής Μυριβήλης, για τον ήρωα του:
«Είναι λογής παλικαριές, είναι και λογής παλικάρια. Το κάθε τι στη ζωή το αγναντεύεις και το χαίρεσαι μέσα στον περίγυρό του. Όμως μέσα του είναι κ’ ένας σκοπός που το κυβερνά, κι αυτός είναι που του δίνει το νόημά του. Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ’ ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ’ ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Έτσ’ είναι. Μόνο το Βασίλη τον Αρβανίτη, που στάθηκε μέσα στα παιδιάτικά μου όνειρα ο αρχάγγελος της παλικαριάς, τόσα χρόνια περνούσαν από πάνω μου, μέστωναν τη στόχασή μου, και μολαταύτα δε μπορούσα να καταλάβω το θάμα της ορμής του. Τι γύρευε, πού τραβούσε και τι πίστευε. Και μόνο τώρα, που ωρίμασε ο καημός στην ψυχή και στέριωσε ο καιρός την αντριά μου, τον κατάλαβα»
Πιο αδρά, συνεχίζει ο Μυριβήλης: «Και μέσα στην καρδιά του μαγικού κόσμου, στέκεται τροπαιοφόρος ένας ξανθός παλίκαρος. Πότε χαμογελά καλοσυνάτος και ζευγαρίζει πίσω με τ’ άσπρα δάχτυλα κάτι ξανθά μαλλιά σαν από φως. Πότε πάλι συννεφιάζουν τα μαβιά μάτια του. Γίνουνται μολυβιά σα δυο σφαίρες του γκραδιού και το κάτω χείλι ξεβγαίνει με το μορφασμό του ερεθισμένου αγριμιού, που οσμίζεται να χιμήξει. Σαν τι γύρευε και χτυπιόταν με τόσον καημό η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη; Με τους ανθρώπους και με το Θεό χτυπιόταν, με ξένους και δικούς, με το καλό και με το κακό έπιανε αμάχη. Και ποτές δεν έλεγε να καταλαγιάσει ο παραδαρμός του».
Ο πατέρας του Βασίλη ήταν οικοδόμος, αψύς και πεισματάρης, τον είχαν βγάλει για αυτούς τους λόγους Αρβανίτη. Ο Βασίλης ήταν το δεξί του χέρι, τον βοηθούσε στα χτισίματα.
Ο Σαμπρής ο Τούρκος σκότωσε τον πρώτο παλικάρι του χωριού τον Ζαχαριά, που έφερνε «κοντραμπάντο γκράδες απ’ το Ελληνικό». Το σκηνικό θυμίζει αρχαία τραγωδία: «Το κουφάρι, απόμεινε ξαπλωμένο δυο μέρες στη μέση του δρόμου, δαγκάνοντας το χώμα. Κόσμος περνούσε και το ‘βλεπε, κανένας δεν τ’ άγγιζε, ώσπου να ‘ρθουν από το Μόλυβο αστυνόμοι και δικαστάδες. Μόνο σαν ξημέρωσε η Δευτέρα βρέθηκε κάτω από το κεφάλι του νεκρού ένα κεντητό μαξιλάρι και πλάι ένα κλωνί ανθισμένη ροδιά. Ο Ζαχαριάς είχε ανοιχτά από τη μια κι από την άλλη τα μπράτσα. Λες κι αγκάλιαζε ολάκερη τη γης στο στέρνο του να την παλέψει και να την καταπονέσει. Κάτι γριές του ‘βαλαν ένα αναμμένο φανάρι κοντά στο κεφάλι, κολλήσαν κεράκια στις τριγυρινές πέτρες».
Ο Βασίλης θα συναντήσει σε ένα χωράφι τον Σαμπρή και θα πάρει εκδίκηση για τον Ζαχαριά. Τον ρωτά «γιατί, βρε Σαμπρή, τόνε σκότωσες το Ζαχαριά;» Η απάντηση του Σαμπρή δεν θα είναι βέβαια ικανοποιητική και «ο Βασίλης τραβά την κάμα, την καρφώνει τέσσερις φορές, σταυρωτά, στα στήθια του Σαμπρή. Το αυλάκι κατεβάζει κόκκινο το νερό. Ποτίζει τις ντοματιές που μυρίζουν δυνατά στον ήλιο, κι όλο τραγουδά και σπιθοβολά. Ο Βασίλης σκουπίζει προσεχτικά το μαχαίρι στο βρακί του Τούρκου. Το βάζει στο ζουνάρι, ακουμπά με τα δύο μπράτσα, τσομπάνικα περασμένα στην κοντινή απιδιά και κοιτάζει το κουφάρι. Έτσι που έχει απλωμένο το χέρι, πιάνει στην τύχη ένα αχλάδι. Το κόβει μηχανικά, το μασάει από γύρω-γύρω χωρίς να βιάζεται. Ύστερα πετά το κοτσάνι στο σκοτωμένο και φεύγει. Σφυρίζει και φεύγει».
Υ.Γ.: Το διήγημα του Σ. Μυριβήλη περιέχει και μια από πρώτο χέρι αναφορά στον Θεόφιλο: «Και τούτος ο καφενές είναι σημαντικός και περίφημος, μπορεί να πει κανείς, σαν το νερό της Καρύνης γιατί μέσα κι όξω οι τοίχοι του είναι στολισμένοι με λογής πλουμίδια και ζουγραφιές του Θεόφιλου του Τσολιά. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, για μισοπάλαβο τον είχαν, έρεψε φτωχός και έρμος μέσα στις λερές φουστανέλες του. Θα πεις, πού βρέθηκε νησιώτης άνθρωπος και να’ ναι φουστανελάς. Να, έτσι από μεράκι περίμενε τις Απόκριες κάθε χρόνο, να βάλει τις φουστανέλες και να βγει στο δρόμο.
Για «μακεδόνας» θα ‘βγαινε, για εύζωνας. Ήταν ένας ανθρωπάκος κοντός, χλωμός και κακομοίρης στο παρουσιαστικό, μολαταύτα μέσα του τον έτρωγε το μαράζι της λεβεντιάς, που του αρνήθηκε ο Θεός… Ο καημός του ήταν να στορίσει ηρωικά θέματα. Από την ιστορία του Αλή-πασά κι από τα κυνήγια. Σαν πέθανε κ’ ύστερα, οι γραμματιζούμενοι από το Παρίσι και την Αθήνα, τον τελάληξαν μεγάλο ζωγράφο και τα κάδρα του έκοβαν μονέδα»…
http://ardin-rixi.gr/archives/210472
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου