Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Βατερλώ η Συμφωνία των Πρεσπών



του Διονυσίου Τσιριγώτη*

Οι πυρετώδεις διπλωματικές διεργασίες τις τελευταίες εβδομάδες στην ΠΓΔΜ, ενόψει του δημοψηφίσματος για τη συμφωνία των Πρεσπών, με τις συνεχείς επισκέψεις υψηλόβαθμων Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, ο Αυστριακός ομόλογός της Σεμπάστιαν Κουρτς, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζιμ Μάτις, προδηλώνουν τις ευρύτερες γεωπολιτικές προεκτάσεις της μεταψυχροπολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ, της επονομαζόμενης ως «Φιλελεύθερης Ηγεμονίας» στις μείζονες περιφέρειες της Ευρασίας.

Μέσω της χρήσης πολυποίκιλων οικονομικοστρατιωτικών και διπλωματικών δράσεων, συμπεριλαμβανομένης της συστηματικής επένδυσης στην στρατιωτική ισχύ, αποσκοπεί στην εκ βάθρων συντριβή του εκάστοτε δυνητικού αμφισβητία της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, πριν καν εκκινήσει τον στρατηγικό ανταγωνισμό με την πλανητική υπερδύναμη.
Αναδιφώντας στην μεταψυχροπολεμική διαχρονία, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρατηρούμε τις συμπαρομαρτούσες απολήξεις της «νέας διεθνούς τάξης» πραγμάτων με την κατίσχυση των νεοφιλελεύθερων, αγγλοσαξονικών ιδεωδών –ελεύθερο διασυνοριακό εμπόριο αγαθών, υπηρεσιών-κεφαλαίων, προώθηση ενός παγκόσμιου διάλογου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, «φιλελεύθερα» πολιτικά καθεστώτα, κ.α..
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις συνιστούν, η απόσχιση και μετέπειτα ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου (2008), μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (1992), υπό τη συνεπικουρία των επί έντεκα εβδομάδων αλλεπάλληλων νατοϊκών βομβαρδισμών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία-Μαυροβούνιο).
Τοιουτοτρόπως, οι πολύχρωμες επαναστάσεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες –Γεωργία, Ουκρανία, Κιργισία– και η εσωτερική υπονόμευση των πολιτικών καθεστώτων σε μια σειρά κρατών της Μέσης Ανατολής (Μπαχρέιν, Συρία, Υεμένη) και της Βορείου Αφρικής (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη) κατά την περίοδο της Αραβικής άνοιξης, με απόληξη τις συγκαιρινές διαβουλεύσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας για εδαφικές διευθετήσεις .

Φιλελεύθερη ηγεμονία


Εν προκειμένω, ο αξονικός πολιτικός στόχος της «φιλελεύθερης ηγεμονίας» συνίσταται στη διασφάλιση της αμερικανικής, πλανητικής πρωτοκαθεδρίας, μέσω της διαμόρφωσης περιφερειών ασφαλείας, δηλαδή απουσίας δυνητικών ανταγωνιστών και εγκαθίδρυσης φίλιων πολιτικών καθεστώτων, ενταγμένων στο νατοϊκό πλαίσιο.

Προς επιβεβαίωση, στα πρακτικά της υποεπιτροπής για την Ευρώπη, την Ευρασία και τις αναδυόμενες απειλές, της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της βουλής των αντιπροσώπων του Κογκρέσου των Η.Π.Α., (Μάιος 2017), οριοθετείται η αναγκαιότητα της ένταξης, υπό οποιοδήποτε καθεστώς ή ιδιότητα, των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, για την επίτευξη του αντικειμενικού στρατηγικού στόχου των ΗΠΑ – ν’ αναχαιτισθεί «“πάση δύναμη και θυσία” η βαθιά διείσδυση και ο έλεγχος της Μόσχας στην ευρύτερη και μείζονα περιοχή των Βαλκανίων» .
Στο πλαίσιο της ανωτέρω συλλογιστικής, καθίσταται εμφανής η θέση και ο ρόλος Αθήνας- Σκοπίων στην γεωπολιτική σκακιέρα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας στην Χερσόνησο του Αίμου. Ειδικότερα, η σύμπλευση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ), με τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης, αναβίβασε την πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική της θέση, στη διμερή διαπραγμάτευση με την Αθήνα.
Με δεδηλωμένη την διπλωματική της αδυναμία να προβεί σε μείζονες υποχωρήσεις, ικανοποιώντας τις πολιτικές απαιτήσεις του ομοτράπεζού της, η κυβέρνηση της πΓΔΜ αύξησε την διαπραγματευτική της ισχύ. Ανάγοντας την ένταξή της στους δυτικούς θεσμούς (ΕΕ– ΝΑΤΟ) σε συμφέρον επιβίωσης, σύμφωνα και με την αιτιολόγηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση – Δημοκρατικό Κόμμα για τη Μακεδονική Εθνική Ενότητα/ VMRO-DPMNE) να προτρέψει τους ψηφοφόρους της, σε ψήφο κατά συνείδηση, (παρά την επίσημη τοποθέτησή της «για απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών»), σε συνδυασμό με την στρατηγική αναγκαιότητα των ΗΠΑ για εδραίωση της πολιτικοοικονομικής τους επιρροής στα Βαλκάνια, θα μετατρέψει μια «φαντασιακή εθνική ταυτότητα» σε πραγματική.
Έτσι θα ισχυροποιήσει την κρατικής της υπόσταση και θα εδραιώσει τη θέση-ρόλο της, στην περιοχή. Όπως ανέφερε ο υπουργός εξωτερικών της πΓΔΜ, Νικόλα Ντιμιτρόφ στον Guardian: «Στο παρελθόν θυσιάσαμε την πραγματικότητά μας για την μυθολογία. Τώρα θυσιάζουμε τη μυθολογία για την πραγματικότητα».

Τι χρειάζονται οι «Μακεδόνες»


Ενώ και ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ, σε ομιλία του στο Κρούσεβο (27.9.2018) τόνισε ότι: «Δεν είναι εύκολο γιατί θα πρέπει να προσθέσουμε έναν γεωγραφικό προσδιορισμό στο όνομα της χώρας, αλλά σε αντάλλαγμα διασφαλίζουμε μια αιώνια αναγνώριση της ταυτότητας και της γλώσσας μας».

Συνεπαγόμενα η διπλωματική νίκη της πΓΔΜ αντικατοπτρίζεται στο γράμμα της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου έγιναν δεκτές οι κεντρικές πολιτικές της αξιώσεις, μετά και την επιβεβαίωση του προ δεκαετίας (29.7.2008) έγγραφου της Αμερικανίδας πρέσβεως στα Σκόπια, Τζίλιαν Μιλοβάνοβιτς, με τίτλο «Μακεδονία/Ελλάδα: Τι χρειάζονται οι Μακεδόνες για την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας».
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, η κυβέρνηση των Σκοπίων θα δύνατο να αποδεχθεί μια συμφωνία για το ονοματολογικό υπό τους ακόλουθους όρους:
«–Όνομα: Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. […].
–Ταυτότητα: Η γλώσσα και η εθνικότητα θα αποκαλούνταν μακεδονική, […]. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η Μακεδονία χρειάζεται διαβεβαίωση ότι η γλώσσα και η εθνικότητά τους θα συνέχιζαν να ονομάζονται μακεδονική και όχι βορειομακεδονική».

Αντίστροφα, η άτεγκτη πίστη-νομιμοφροσύνη, σε βαθμό απόλυτης εξάρτησης, της Αθήνας από τις ΗΠΑ και το ευρώ-ιερατείο, επανεπιβεβαιώνοντας ότι η «Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν»!, ακόμη και υπό το τύποις αριστερό, κυβερνητικό προσωπείο, περιόρισε τα όποια εξωτερικά διπλωματικά της ερείσματα, απομειώνοντας την διαπραγματευτική της ισχύ. Κατά τούτο, το ελληνικό αφήγημα περί της βέλτιστης δυνατής διπλωματικής διαχείρισης ενός ακανθώδους εθνικού ζητήματος αναδεικνύεται σε μια “αναγκαία μυθοπλασία” για τη διατήρηση της κυβερνητικής σταθερότητας.

Η αναγκαία μυθοπλασία


Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, Φρίντριχ Νίτσε, η έννοια της «αναγκαίας μυθοπλασίας» αναφέρεται σε πεποιθήσεις που είτε δεν μπορούν να αποδειχθούν ως αληθείς, είτε αποδεικνύονται λανθασμένες, ωστόσο είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «όλα τα συστήματα πεποιθήσεων είναι “αναγκαία μυθιστορήματα”. Είναι φανταστικά επειδή δεν μπορούν να αποδειχθούν. Είναι αναγκαία, διότι χωρίς αυτούς θα είμαστε ακυβέρνητοι σε έναν κόσμο χάους».

Σε πραγματολογικό επίπεδο, η εξέλιξη της διαπραγμάτευσης Αθήνας-Σκοπίων, αντικατοπτρίζει την επιτυχή αξιοποίηση και των δύο επιπέδων της διπλωματίας –εθνικό και διακρατικό– από την πολιτική ηγεσία της πΓΔΜ. Από τη μια πλευρά, επιχειρείται η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, ενόψει του δημοψηφίσματος της συμφωνίας των Πρεσπών, με χαρακτηριστική την τελευταία δήλωση του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ: «Το βόρειο τμήμα της Ελλάδας είναι Ελλάδα, το δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας είναι Βουλγαρία. Δεν υπάρχει άλλη Μακεδονία πέρα από τη δική μας. Δεν υπάρχει άλλη στον κόσμο».
Από την άλλη πλευρά, σπεύδει να ενισχύσει τη διεθνή νομιμοποίηση της πολιτικής του, διακηρύσσοντας ότι «οι Έλληνες από εχθροί έχουν μετατραπεί σε φίλους της Μακεδονίας» , συνεπικουρούμενος και από την παρέλαση των δυτικών πολιτικών ηγετών, «αξιωματούχων και υπαλλήλων» που «στέλνουν μηνύματα στην πρώην επαρχία της Γιουγκοσλαβίας που αποκαλούν “Μακεδονία”».
Η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας, γλώσσας, πληθυσμού και γεωγραφικής επικράτειας, αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την ταύτιση των (αλλοεθνών) πολιτών με το κράτος της πΓΔΜ. Το γεγονός αυτό, επιταχύνει και διευκολύνει τις ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας, για την απόσπαση/κινητοποίηση πόρων από την κοινωνία της, με σκοπό την προαγωγή των εθνικών συμφερόντων.

Οι προϋποτιθέμενες συνθήκες


Για να γίνουμε πιο σαφείς, τα Σκόπια μέσα από τη συμφωνία για το ονοματολογικό, διασφαλίζουν τις προϋποτιθέμενες συνθήκες για την αξιοποίηση των ειδοποιών χαρακτηριστικών του πατριωτικού εθνικισμού, αναδεικνύοντας τη σημασία του, ως κεντρικού συντελεστή της εθνικής ισχύος. Ειδικότερα αναφερόμαστε:

Πρώτον, στην εργαλειακή χρήση του πατριωτικού εθνικισμού, ως μέσου για την επίτευξη-ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής της κοινωνίας έναντι των εξωτερικών απειλών. Δεύτερον, στην μετατόπιση πίστης, νομιμοφροσύνης- εξουσιών από τους πολίτες στο κράτος τους, και στην αναγνώρισή του, ως υπέρτατου θεσμού πολιτικής οργάνωσης. Τρίτον, στην ενίσχυση της εσωτερικής κοινωνικής συνοχής, εδραιώνοντας το πατριωτικό συναίσθημα και την ατομική πρόθεση για αυτοθυσία.
Ως εκ τούτου και αξιολογώντας την πολύμηνη διαπραγμάτευση για την επίτευξη της κατ’ αρχήν συμφωνίας των Πρεσπών, δύναται να εξαχθεί και η διαφορά της κοινωνικής δυναμικής μεταξύ Αθήνας-Σκοπίων. Εκκινώντας από την απόφαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Φεβρουάριο του 1992, για μια ονομασία που δεν θα περιέχει τον όρο Μακεδονία ή παράγωγά της, στην αναγνώριση της προσωρινής ονομασίας της πΓΔΠ, κατά το γράμμα της Μεταβατικής συμφωνίας της Νέας Υόρκης (1995) και απολήγοντας στη συγκαιρινή αποδοχή μιας συνθέτης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας).
Το διπλωματικό γινόμενο αναδεικνύει την πολιτική αδυναμία της Αθήνας να μετατρέψει την εθνική της ισχύ σε πολιτικοδιπλωματική πράξη και κυρίως να μεταφράσει την κραταιά επενδυτική της παρουσία (η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση σε επίπεδο σωρευτικών άμεσων ξένων επενδύσεων στην πΓΔΜ, την περίοδο 1997-2016) σε πολιτική επιρροή.

Επικαιρική πραγματικότητα ντροπής


Ως εκ τούτου επαληθεύεται η υπόθεση εργασίας του Χρήστου Γιανναρά για την ανισορροπία κοινωνικής ισχύος, μεταξύ «Σκοπιανών και Ελλαδιτών: Οι μεν διεκδικούν μια ταυτότητα που, αν και πλαστογραφημένη και ανυπόστατη, τους προσδίδει αυτοεκτίμηση και καύχηση. Οι δε, υπερασπίζουν μιαν εξαιρετικά τιμητική, γνήσια ιστορική ταυτότητα, άσχετη όμως με τη ζωή τους, στην οποία ζωή τους ό,τι τιτλοφορείται “ελληνικό” είναι ή ρητορική παρελθοντολογία ριζικά αποκομμένη από το σήμερα ή επικαιρική πραγματικότητα ντροπής».

Εν κατακλείδι, το απαύγασμα της συμφωνίας των Πρεσπών αποκρυσταλλώνεται στη διάκριση μεταξύ «Μακεδόνων» και «Ελλήνων» δια στόματος του Σκοπιανού πρωθυπουργού, Ζόραν Ζάεφ. Παρεπόμενα, οι αιτιολογήσεις της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας για την αναγκαιότητα επίλυσης του ζητήματος της ονοματοδοσίας των Σκοπίων, φαίνεται να επιβεβαιώνουν μια πάγια τακτική της νεοελληνικής, πολιτικής φαυλοκρατίας, (από τον 19ο αιώνα έως σήμερα).
Να συμβουλεύει δηλαδή, τόσο τον ελλαδικό όσο και τον εξωελλαδικό ελληνισμό, να μετριάσει το πατριωτικό του συναίσθημα και να εμφανίζεται λιγότερο απαιτητικός και περισσότερο συμβιβαστικός με τα εθνικά ζητήματα. «Surtout, Messieurs, pas d’ affaires», μη γεννάτε ζητήματα! » (Ίων Δραγούμης, Ελληνικός Πολιτισμός, σ.58)

* Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς με αντικείμενο Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Από τον Απρίλιο του 2008 έως σήμερα είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ίδιου πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας μονογραφιών, δοκιμίων και άρθρων. από το «https://slpress.gr/»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου