«Κατά την διάρκεια ακόμα των γυμνασιακών μου σπουδών, έκανα
συχνά οδοιπορίες εξερευνώντας το αττικό τοπίο. Από το Μοσχάτο
διασχίζοντας τον ελαιώνα, έφτανα ως τους βράχους του Φιλοπάππου
και την Ακρόπολη ή ακολουθώντας τις όχθες του Κηφισού, ως την
Ιερά Οδό… Αργότερα διέσχιζα το ερημικό τοπίο ως την
Καισαριανή. Αλλά ποιος μπορεί να διηγηθεί επάξιά τους τι ήταν
για τα μάτια του νέου που απάνω τους ήταν ριγμένος ακόμα ο μαγικός
πέπλος της ποίησης; Τι εσήμαιναν για αυτόν οι μοναχικές τούτες
οδοιπορίες; Ποιά χαρά εχάριζε στην ψυχή η θέα του ανασκαλεμένου
χώματος των περιβολιών που άχνιζε κάτω από τις πυρές αχτίδες του
ήλιου!…».
Με αυτά τα λόγια από τα «Αυτοβιογραφικά του Σημειώματα» περιγράφει την γνωριμία του με την Φύση που στάθηκε γι’ αυτόν ο οδηγός στην σκέψη και το έργο του, ο αρχιτέκτονας, ζωγράφος και φιλόσοφος Δημήτρης Πικιώνης.
Η σημασία της προσωπικότητας και του έργου του Δημήτρη Πικιώνη δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ήταν ένας από τους σημαντικότερους -αν όχι ο σημαντικότερος-από τους αρχιτέκτονες που ανέδειξε η Ελλάδα του 20ου αιώνα, αλλά στο γεγονός ότι ο Πικιώνης ανήκει με το έργο του και την σκέψη του στην χορεία εκείνων των ιερουργών που διεφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού την ιδιοπροσωπεία, την «περπατησιά» του λαού μας μέσα στον απέραντο κόσμο στον οποίο ο ίδιος είχε πλήρη συνείδηση ότι ανήκε και ήθελε να ανήκει.
Σε όλο το έργο του Δημήτρη Πικιώνη και στα κείμενά του η αγωνία του ήταν πρώτα-πρώτα ο λαός να μην είναι «απαίδευτος» και με τον όρο αυτό δεν εννοούσε το «αμόρφωτος», αλλά εννοούσε εκείνους από τους οποίους έλειπε ένα στοιχείο, απροσδιόριστο πολλές φορές, αστάθμητο, που στην ελληνική γλώσσα λέγεται «αρχοντιά», ένα στοιχείο που πολλές φορές ανταμώνουμε στους πιο ταπεινούς, στους «αγράμματους».
Όταν ο Πικιώνης έλεγε να μην «μιμούμαστε τα ξένα», δεν εννοούσε να κλειστούμε στο καβούκι μας, αλλά να συνθέτουμε δημιουργικά και με το δικό μας πνεύμα, όλα όσα έρχονται ως εδώ, καθώς σε τούτο το σταυροδρόμι της γης πάντα οι λαοί αντάλλασσαν μεταξύ τους στοιχεία.
Από την άλλη και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, ο Πικιώνης υποστήριζε πως ο κάθε λαός, και βέβαια ο δικός μας, έχει οικοδομήσει μεταφορικά και κυριολεκτικά -αρχιτέκτονας ήταν!- ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής που είναι σε αρμονία με την φύση και την γεωγραφία του τόπου σε μια διαλεκτική συνύπαρξη μαζί της. Υποστήριζε μάλιστα πως η ίδια η φύση υπαγόρευσε στους ανθρώπους εκείνη την αρμονία και το μέτρο που είναι ταιριαστά για την ζωή τους και μάλιστα θεωρούσε πως αυτός ο τρόπος οικοδόμησης δεν περιορίζεται μόνο στις κατοικίες, αλλά και σε όλα τα δημόσια κτίρια!.
Με αυτό το πνεύμα, αυτός ο δάσκαλος, πάντα προέτρεπε τους σύγχρονούς του να διδάσκονται πριν απ’ όλα από τον τρόπο με τον οποίο ο απλός λαός, εναρμόνιζε τις δικές του ανάγκες με το φυσικό του περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα αυτή του η προτροπή και η πίστη δεν ήταν απλώς μια «τεχνική» ματιά πάνω στην αρχιτεκτονική αλλά καρπός βαθιάς μελέτης της ελληνικής ιστορίας και φιλοσοφίας.
«Την φύση πήρε για δάσκαλο ο άνθρωπος στον δρόμο του, στην ζωή του. Σε στενή συνεργασία με εκείνη ένιωσε το πώς μπορεί μόνο να προχωρήσει. Μια ιδέα του φυσικού τούτου δρόμου μπορούμε σήμερα να πάρουμε από τη ζωή του φυσικού ανθρώπου, του χωριάτη. Αν κοιτάξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκείνη που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε την ζωή του. Το αναγκαίο, το χρήσιμο, τη γεμίζουν τόσο όσο που να μην περισσεύει χώρος για το αυθαίρετο και το περιττό. Ας δούμε αίφνης πως χτίζει το σπίτι του ο χωρικός. Τον φυσικό δρόμο που ακολουθεί γι’ αυτό.
Δεν του χρειάζεται κανένα γραφείο, ούτε μολύβι, για να αραδιάσει μάταιες γραμμές της φαντασίας του. Κανένα βιβλίο αρχιτεκτονικής δεν διάβασε. Από ρυθμούς και χαρακτήρα δεν νιώθει. Μα τα πραγματώνει ασυνείδητα ακολουθώντας τη φύση.
Ξέρει πλέρια τις ανάγκες του. Στο έδαφος απάνω θα χαράξει το χώρο το χρήσιμο για την κατοικία του. Τη φαντάζεται κιόλας έτσι στο χώρο, υψωμένη μπροστά του με τις πέτρες που ο ίδιος έχει πελεκήσει, ο μάστορας αρχίζει το έργο του. Εξόν από το να προσέξει να βάλει τις πιο γερές, τα αγκωνάρια στις γωνίες και στις παραστάδες της θύρας ή των παραθυριών, άλλο τίποτε δεν έχει να σκεφτεί. Γερό μόνο να είναι το χτίσιμο, και η φύση θα αναλάβει μόνη της τα άλλα. Το σχήμα, το χρώμα, οι πέτρες, το δέσιμο θα είναι η αρχιτεκτονική αξία του τοίχου. Όσο για τις αναλογίες, οι ανάγκες πάλι, ανάγκες φυσικές και γι’ αυτό αληθινές και ωραίες, και η φύση του υλικού, αυτά τα δύο θα τις ρυθμίσουν” έγραφε στα κείμενά του
Ο Δημήτρης Πικιώνης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 και όπως σημειώνει ο ίδιος στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα, ο πατέρας του είχε κλίση στην ζωγραφική. Η μητέρα του, το γένος Συριώτη ήταν αδελφή με την μητέρα του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα.
“Στους κυριακάτικους περιπάτους μας στο λιμάνι με τον θείο μου τον Συριώτη και τα ξαδέλφια μου, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μη σταματήσει μπροστά σ’ ένα όμορφο σκαρί για να μας δείξει την ομορφιά του και να μας κάνει να το προσέξουμε. Συχνά με σταματούσε μπροστά σ’ ένα σπίτι και μου εξηγούσε πως οι αναλογίες του θα κέρδιζαν πολύ αν ήταν τόσους πόντους, λχ …ψηλότερο.
Όσο για την μητέρα μου ήταν ένας σπάνιος ηθικός τύπος. Εις το άκρον ευαίσθητη, συμπάσχοντας βαθύτατα εις τις ατυχίες των άλλων, μα ταυτόχρονα αυστηρή και δίκαιη κι ανιδιοτελής, ποθώντας πάντα το καλό της Ελλάδας.
Είχα το σπάνιο προνόμιο να ‘χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόμα του πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού μας, του Σολωμού και των άλλων. Μαγικός κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού…»
Ο Δημήτρης Πικιώνης εκδήλωσε από νωρίς την κλίση του στην ζωγραφική, το 1903 τελείωσε το Γυμνάσιο και το 1904 μπήκε στο Πολυτεχνείο, από όπου αποφοίτησε το 1908 ως Πολιτικός Μηχανικός. Το 1906 γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη ενώ είχε συνδεθεί φιλικά με τους Αναστάσιο Ορλάνδο, Ιωσήφ Πεσταρίνη, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Δημήτρη Καμπούρογλου και Περικλή Γιαννόπουλο. Το 1908 πήγε στο Μόναχο συνοδευόμενος από τον πατέρα του να σπουδάσει ζωγραφική κατόπιν προτροπής του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Περικλή Γιαννόπουλου
Ζώντας στο Μόναχο ο Πικιώνης διψούσε για μάθηση, ενώ αναπολούσε την Ελλάδα διαβάζοντας Αισχύλο που έκανε τα μάτια του να δακρύζουν. Το 1909, θα βρεθεί στο Παρίσι, με αφορμή κάποια έργα του Πωλ Σεζάν στα οποία απέδωσε την τρίτη διάσταση στον πίνακα, μόνο με χρώμα.
Ο Πικιώνης έμεινε στο Παρίσι ως το 1912, ωστόσο «ο δρόμος που ακολουθούσα, το ‘νιωθα, ήταν μακρύς, μακρύτερος απ’ τις συνθήκες μου τις οικονομικές. Τα χρέη που θα είχα ν’ αντιμετωπίσω στο γυρισμό μου ήταν σκληρά… Στενεμένος από την αδήριτη τούτη ανάγκη, επήρα την σκληρήν απόφαση ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής».
Όταν το βαπόρι έφτασε στην Πάτρα, η κρύα ακτινοβόλα ασπράδα ενός μαρμάρου που κείτονταν απάνω στο λασπωμένο χώμα, μου φάνταξε στα μάτια, κι ευθύς είπα μέσα μου: «πρέπει ν’ αναθεωρήσω ότι έμαθα». Τόση ήταν η κρύα αντίθεση της ασπράδας του με τα τριγύρω.
Στον Πειραιά, γυρίζοντας μια μέρα στο πατρικό το σπίτι, αισθανόμουν τον ήλιο να φλογίζει την επιδερμίδα μου, μα μπαίνοντας στη σκιά, η κρυάδα της μ’ έκανε να ριγήσω… Αναλογίστηκα πως οι βίαιες τούτες αντιθέσεις του κλίματος, όπως τις αντικρίζαμε επί αιώνες θα ‘ταν οι αιτίες που διέπλασαν τις αντιθέσεις του χαρακτήρα της ράτσας μας.
Οι αρχαίοι στοχάστηκα, είχαν υποτάξει τούτες τις αντιθέσεις στην κατατομή των γείσων και των κυματίων τους. Και δεν πέρασαν δύο μέρες που στα λαϊκά χαμόσπιτα του Πειραιά είδα στην οξεία γωνία που σχηματίζει η μονόριχτη στέγη τους, στο σημείο όπου ανταμώνει τον πίσω τοίχο, υλοποιημένη την αντίθεση τούτη. Οι παρατηρήσεις τούτες, μ’ έκαναν παρατώντας την συμβατική μάθηση, να μπω σε ένα αυτόνομο δρόμο που με δίδασκε η φύση. Από τότε, η ανάγκη του «κοινού» και του «κύριου» που μας μιλάει ο Σολωμός, ήταν η έμμονη επιδίωξή μου».
Ο Δημήτρης Πικιώνης επιστρατεύεται στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και αποστρατεύεται με τον βαθμό του λοχαγού. Έχτισε το πρώτο του σπίτι στις Τζιτζιφιές το 1923 και το δεύτερο το 1925 στην οδό Ηρακλείου 1 στα Πατήσια. Το Σχολείο του Λυκαβηττού χτίστηκε το 1933 και δεν τον ικανοποίησε. «Είναι τότε που στοχάστηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας, είναι από τις σκέψεις τούτες που βγήκαν: Το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης 1935, η πολυκατοικία Χέϋδεν 1938, το σπίτι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη το 1949, η έπαυλη Άνω Φιλοθέης 1954, ο Ξενώνας των Δελφών 1955, όμοια και τα προσχέδια του Συνοικισμού Αιξωνής στην Γλυφάδα και το Αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη το 1957».
Το έργο που πραγματοποίησε ο Δημήτρης Πικιώνης στην Ακρόπολη ήταν ένα από τα σημαντικότερα και αποκαλυπτικότερα των αντιλήψεών του.
Βήμα το βήμα ο Δημήτρης Πικιώνης είχε διαμορφώσει την αντίληψη ότι η γήινη καταγωγή του ανθρώπου είναι εξίσου αληθινή στην ασιατική, την λατινοαμερικανική ή την ελληνική παράδοση. Συνεπώς η γη κουβαλά μέσα της μνήμες, και δεν μπορεί να είναι ένα «ουδέτερο» έδαφος πάνω στο οποίο οικοδομείται μια πόλη.
Σε ότι αφορά την διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη που είναι δύο σπειροειδείς διαδρομές εκ των οποίων η μία προσπελάζει τον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Αθηνάς και η άλλη στον λόφο του Φιλοπάππου απομακρύνεται από τον ιερό βράχο για να καταλήξει συστρεφόμενη σε ένα πλάτωμα, το Άνδηρο, από όπου ο περιπατητής θεάται τον βράχο της Ακρόπολης, ενώ στην διαδρομή αυτή παρεμβάλλεται και μια αυλή γύρω από την οποία βρίσκεται το ανακατασκευασμένο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, στις διαδρομές αυτές λοιπόν, ο Πικιώνης διαμόρφωσε τον χώρο χρησιμοποιώντας θραύσματα πέτρας. Γιατί; Γιατί το ίδιο το θέμα βρισκόταν εκεί στα χώματα και τις πέτρες του περιβάλλοντος χώρου, στα ίδια τα θραύσματα της ιστορίας γύρω από τον ιερό βράχο. Συνεπώς στον χώρο αυτό, το θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί, έπρεπε να αναδειχθεί από τα ίδια του τα υλικά. Το ίδιο το ιστορικό τοπίο, “έδειχνε” τον τρόπο της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου του.
Το τραγικό και πικρό στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι το γεγονός ότι η διαμόρφωση αυτού του χώρου από τον Δημήτρη Πικιώνη, διαμόρφωση που οπωσδήποτε σημάδεψε την ταυτότητα μας ως λαού στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, πραγματοποιήθηκε την ίδια ακριβώς εποχή που το μυθικό αττικό τοπίο, οι μνήμες χιλιάδων χρόνων ιστορίας θαβόταν κάτω από τόνους τσιμέντου, καθώς η ίδια η πόλη καταβροχθιζόταν από το τέρας της αντιπαροχής και τα αδηφάγα σαγόνια του “εργολάβου”.
“Όταν η Ελλάδα ύστερα από τους σκληρότατους αγώνες της λευτερώθηκε από έναν επάρατο ζυγό, ήταν φυσικό να βρεθεί αποστερημένη από τις στοιχειώδεις εκείνες γνώσεις και έξεις που είναι ίδιες ενός φτασμένου πολιτισμού. Εδώ ο λόγος για τις καταστροφές που κάνει ο άνθρωπος στο φυσικό τοπίο. Ισως φταίνε γι’ αυτό και οι αρχιτέκτονες, ντόπιοι και ξένοι που ζούσαν τότες στην Αθήνα.
Κι όμως λίγο πριν την απελευθέρωση έγινε αυτό που θα σας διηγηθώ. Όταν ο Ανδρούτσος πολιορκούσε τους Τούρκους που κράταγαν την Ακρόπολη εξαίφνης ακούστηκαν κρότοι μαρμάρων που θραύονται. Τους είχε λείψει το μολύβι κι έσπαγαν τα μάρμαρα για να εξοικονομήσουν από τους γόμφους των ενώσεων. Τους στέλνει ο Ανδρούτσος τέσσερα παλικάρια για να μάθουν ποιος ο λόγος που οι Τούρκοι τα ‘σπαζαν τα μάρμαρα. Κι όταν γύρισαν κι ανέφεραν στον αρχηγό τους την αιτία, ετούτος έστειλε στους Τούρκους μερικά τσουβάλια από βόλια. Φυσικά στην πράξη αυτή θα τον παρόρμησε ο γραμματικός του, ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος που ξέρουμε, ο αείμνηστος Πιττάκης.
Όταν επιτέλους άρχισε να χτίζεται η νέα πρωτεύουσα, καμία πρόνοια δεν πήραν οι αρχιτέκτονες του καιρού εκείνου, δεν λέω μόνο για να την απομακρύνουν όσο γινόταν μακρύτερα από την Ακρόπολη και τον αρχαιολογικό χώρο του αρχαίου άστεως. Αλλά ακόμα και τώρα που τόσο συζητιέται το ζήτημα της αρχαιότερης συνοικίας των Αθηνών, της Πλάκας, ένας διακεκριμένος αρχαιολόγος μου ‘λεγε πως ο ακριβής χάρτης της αρχαίας Αθήνας δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί.
Σύγχρονα με την ανίδρυση της νέας πρωτεύουσας άρχισε και η λατομία των λόφων, εκείνης της θαυμαστής σύνταξης των λόφων που αρχίζοντας από τα Τουρκοβούνια και περιλαμβάνοντας το Λυκαβηττό, την Ακρόπολη και τους λόφους των Μουσών, της Πνυκός και των Νυμφών, καταλήγαν ως το λόφο της Σικελίας, αποσβήνοντας ως το φαληρικό αλίπεδο.
Από τους πρώτους λόφους της ίδρυσης της Νέας Αθήνας που ελατομήθη είναι ο περίοπτος Λυκαβηττός και κατεστράφη το χαρακτηριστικότατο περίγραμμά του. Ήταν του λόφου το περίγραμμα όμοιο με τους έλικες ενός δράκοντα που πορευόταν προς την Ακρόπολη, προς της θεάς του το αναφαίρετο βάθρο, εκείνης το αναπόσπαστο σύμβολο. Και δεν απέμεινε έκτοτε από το ελικοειδές σχήμα ειμή του κυρίου όγκου το θαυμαστό σχήμα κι εκείνα τα πυραμιδοειδή , τόπων του βορά ίδια, ξένα προς της Αττικής το πνεύμα.
Και την ίδια εποχή είναι που ελατομήθη ο αρχαιότατος λόφος των Μουσών και του Φιλοπάππου. Για να τελειώνω με τις καταστροφές των λόφων γύρω από την Ακρόπολη πρέπει να πω ότι η πιο μεγάλη είναι η μακρύτατη και βαθύτατη λατόμηση των δυτικών υπωρειών του λόφου των Νυμφών.
Το όλον τοπίον το αθηναϊκόν ήλλαξεν όψιν. Από λοφώδες και ευκίνητον, ημβλύνθη, ισοπεδώθη από τον οδοστρωτήρα των καιρών…
Οι πρόγονοι είχαν βαθιά συνείδηση του τι απαράμιλλη γη ήταν τούτη, εκείνοι είχαν κάνει το χρέος των απέναντί της.
Η σοφία τους ήταν η σοφία αυτής της ίδιας γης που κατοικούσαν. Απέραντη είναι η αγάπη τους για τα δύο ποτάμια της γης τους, τα δύο αγιάσματά της όπως τα ονόμαζαν, τον Ιλισό και τον Κηφισό.
Τότες ήτανε τόποι άβατοι που κανένας δεν μπορούσε να παραβιάσει, ούτε το όνομά τους να το προφέρει. Εκεί ήτανε ιερά και άβατα κατώφλια ντυμένα με χαλκό που ανήκαν σε φοβερές χθόνιες θεές…
Μα αυτά τα ιερά της ευσέβειας ενός πανάρχαιου λαού είναι για πάντα χαμένα γιατί σε κανένα καταστατικό χάρτη των Αθηνών δεν είναι καταγραμμένα όχι μόνο για να ξέρουμε που βρίσκονται μα για να μπορεί να γίνει η αρμόδια με τα σύγχρονα ιεραρχική σύνδεση. Και αυτό γιατί; Γιατί στην ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών φαίνεται πως περάσανε άτομα ανιστόρητα, άνθρωποι απαίδευτοι και αντιπνευματικοί. Ως εδώ και λίγα χρόνια, η κοίτη του Ιλισού σωζότανε πολύ πέρα από το τωρινό Βυζαντινό Μουσείο. Αλλά η απόφαση να ρίξουν μέσα εκεί τις υπονόμους των εσήμανε την τελική καταδίκη της επιβαλλόμενης λύσης. Ο εγκιβωτισμός δεν είναι λύση, σημαίνει την παραίτηση από κάθε λύση. Μήπως πράξαμε το καθήκον μας απέναντι στην Ελευσίνα, το ιερό της Ψυχής, που το πνίξαμε ανάμεσα σε ένα εργοστάσιο τσιμέντων, ένα σιδηροδρομικό σταθμό και ένα φρικτό λατομείο; Αυτή η τάξη των πραγμάτων θα φταίει και για του ευγενέστερου βουνού της Αττικής, της Πεντέλης, εντός βραχυτάτου χρόνου, την σε γη και σποδό μεταβολή”.
Για σύνθεση του οικουμενικού πνεύματος με εκείνου της εθνότητας μιλά ο Πικιώνης, και αυτή ακριβώς η αντίληψη είναι που κάνει το έργο του διαχρονικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 και για τα επόμενα περίπου 40 χρόνια εξαπλώθηκε το ρεύμα της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Πικιώνης με το έργο του αμφισβήτησε αυτό το ρεύμα και συνδέθηκε με τον τόπο μας, όχι τόσο στην ιστορική ή εθνική του διάσταση η οποία χαρακτηρίζει την Ελλάδα στην ολότητά της αλλά περισσότερο πολιτισμικά, καθώς ιδιαίτερα το πολιτιστικό στοιχείο είναι εκείνο που «γεννά μορφές».
Για τον Πικιώνη η Ελλάδα με την πολιτισμική διάσταση, δεν ήταν «τόπος», αλλά «τόποι» από τους οποίους αντλούσε έμπνευση για το έργο του. Διαφορετικά έχτιζαν στον Βορρά από ότι στο Νότο, διαφορετικά έχτιζαν στην Στεριά από ότι στα νησιά.
Τα υλικά των κατασκευών και οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής καθόριζαν και τους διαφορετικούς τρόπους οικοδόμησης κατοικιών κλπ. Υπήρχαν επίσης και άλλες πολιτισμικές διαφορές που όλες μαζί συνέθεταν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Αυτό ακριβώς το μωσαϊκό περιέγραφε στο έργο του ο Πικιώνης με μεγάλη καθαρότητα.
Το ενδιαφέρον του για την λαϊκή τέχνη ήταν αδιάπτωτο. Αλλά έχει σημασία να τονίσουμε ότι το ενδιαφέρον του Πικιώνη δεν ήταν φολκλορικό. Δεν υπέτασσε την σκέψη και τον κανόνα του αρχιτέκτονα στην όποια λαϊκή τέχνη. Υποστήριζε ότι η λαϊκή τέχνη είναι στην αρχή ενός δρόμου που πρέπει να ακολουθήσει ο αρχιτέκτονας. Ο δρόμος αυτός ξεκινά, ή πρέπει να ξεκινά από την υποχρεωτική σύνδεση του κτιρίου με αναφορές στην ποιητική της τέχνης και της αρχιτεκτονικής του συγκεκριμένου τόπου στον οποίο χτίζεται αυτό.
Στην ουσία ο Πικιώνης προείδε το κενό που θα δημιουργούσε η μοντέρνα αρχιτεκτονική η οποία υποτάσσοντας τα πάντα στην λειτουργικότητα των κτιρίων, τελικά οδηγήθηκε σε αυτό το κενό, δημιουργώντας κτίρια ξένα προς οποιαδήποτε πνευματικότητα του κάθε φορά συγκεκριμένου τόπου.
Το 1934 ο Δημήτρης Πικιώνης κάνει τα σχέδια για τον τάφο του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, το 1936 σχεδιάζει πολυκατοικία επί της οδού Χέϋδεν με κάτοψη του αρχιτέκτονα Μητσάκη, ενώ από το 1935 ως το 1937 μαζί με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα εκδίδει το περιοδικό «Τρίτο Μάτι».
Το 1943 εκλέγεται τακτικός καθηγητής του ΕΜΠ. Το 1946-47 εργάζεται στο υπουργείο Ανοικοδόμησης επικεφαλής ομάδας αρχιτεκτόνων για την εκπόνηση σχεδίων προτύπων λαϊκών πολυκατοικιών στον Πειραιά και την Λαμία.
Επίσης μεταβαίνει στην Ρόδο για μελέτη των πλαστικών προβλημάτων της Δωδεκανήσου ενόψει της μελλοντικής ανοικοδόμησης της.
Το 1948 εκδίδει με τον τίτλο «Πινακοθήκη της Τέχνης του Ελληνικού Λαού» και με εντολή του Συλλόγου «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» τα «Αρχοντικά της Καστοριάς» και τα «Σπίτια της Ζαγοράς» που βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών.
Το 1958 αποσύρεται από το ΕΜΠ μετά από 35ετή θητεία. Το 1961 εκλέγεται αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, το 1966 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Έλληνας Δημιουργός, Δημήτρης Πικιώνης “έφυγε” στις 28 Αυγούστου 1968 στην Αθήνα.
Υπερασπιζόμενος την μνήμη της πετραίας γής μας, το απόσταγμα της οποίας μας ενώνει με τους λαούς όλου του κόσμου ο Δημήτρης Πικιώνης μας δίδαξε να αναζητούμε το μέτρο και την αρμονία στην οικοδόμηση σε όσα η φύση γύρω μας επιτάσσει. Βαθιά ελληνικός και ταυτόχρονα παγκόσμιος, ο Πικιώνης άφησε έργο και ταυτόχρονα παρότρυνε στην δημιουργία έργου πλήρους ιστορικής μνήμης, έργου που δεν αποξενώνει τους ανθρώπους.
Συζητώντας για τον Πικιώνη με ένα φίλο πολιτικό μηχανικό, μου είπε: “Η παρακαταθήκη του Πικιώνη είναι ότι ο αρχιτέκτονας είναι ο πρωτομάστορας, ο αρχιεργάτης, δεν μπορεί να είναι στο γραφείο με ένα χάρακα κι ένα χαρτί. Πρέπει να είναι εκεί, να σκαλίζει το χώμα, να αγγίζει τις πέτρες, να μυρίζει τα φυτά, να βλέπει το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός. Αυτά είναι ο Πικιώνης”.
Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα για τον μεγάλο δημιουργό θα παραθέσουμε λόγια του Γιάννη Τσαρούχη για τον Πικιώνη. «Ένα βράδυ στο Σύνταγμα, μου εξήγησε, τι ωραία που ήταν τα νεοκλασικά σπίτια τα βράδυα με το λίγο φωτισμό, κι έλεγε πως ο παλιωμένος σοβάς είναι σαν δέρμα ανθρώπινο» έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης, προσθέτοντας στο σημείωμά του ότι “το παράδειγμά του πέρα από τις μορφές που δημιούργησε, ήταν το παράδειγμα ενός θάρρους χωρίς το οποίο δεν γίνεται τίποτα. (…) Πολλοί νέοι τον έβρισκαν ζωγράφο. Αυτό ήταν μοιραίο, όταν παρουσιάστηκε πενήντα χρόνια τουλάχιστον πριν την ωρίμανση των ιδεών του. Ήταν ο δάσκαλος όλων όσοι ήθελαν να κάνουν κάτι αυθεντικό. Υπήρχε όμως και ο σαχλός μαθητής που δεν καταλάβαινε και άναβε αναιδώς το τσιγάρο του την ώρα που ο δάσκαλος μιλούσε. Πολλές από τις ιδέες του επικράτησαν και γίνηκαν ωραία πράγματα, αλλά δεν έδωσε συνταγές.
Προσπάθησε να κάνει τον Έλληνα ελεύθερο και περιφρονητή των σαχλών καθηκόντων του. Τα σχέδιά του και οι ζωγραφικές του δείχνουν ποιος μεγάλος άνθρωπος έζησε μαζί τους.
Συχνά ήταν υπερβολικός, αλλά υπερβολικά ήταν και τα λάθη των ανθρώπων της ειδικότητάς του””.
Πηγή: Δημόσια σελίδα ΑΠΕ / Γιώργος Μηλιώνης
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Δ. Πικιώνη: Κείμενα (Πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, Επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη-Μιχάλης Παρούσης) – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Γιάννης Τσαρούχης: Αγαθόν το Εξομολογείσθαι – Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ένθετο “Επτά Ημέρες” της εφημερίδας “Καθημερινή” αφιερωμένο στον Δημήτρη Πικιώνη της Κυριακής 16 Οκτωβρίου 1994.
https://atexnos.gr
Με αυτά τα λόγια από τα «Αυτοβιογραφικά του Σημειώματα» περιγράφει την γνωριμία του με την Φύση που στάθηκε γι’ αυτόν ο οδηγός στην σκέψη και το έργο του, ο αρχιτέκτονας, ζωγράφος και φιλόσοφος Δημήτρης Πικιώνης.
Η σημασία της προσωπικότητας και του έργου του Δημήτρη Πικιώνη δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ήταν ένας από τους σημαντικότερους -αν όχι ο σημαντικότερος-από τους αρχιτέκτονες που ανέδειξε η Ελλάδα του 20ου αιώνα, αλλά στο γεγονός ότι ο Πικιώνης ανήκει με το έργο του και την σκέψη του στην χορεία εκείνων των ιερουργών που διεφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού την ιδιοπροσωπεία, την «περπατησιά» του λαού μας μέσα στον απέραντο κόσμο στον οποίο ο ίδιος είχε πλήρη συνείδηση ότι ανήκε και ήθελε να ανήκει.
Σε όλο το έργο του Δημήτρη Πικιώνη και στα κείμενά του η αγωνία του ήταν πρώτα-πρώτα ο λαός να μην είναι «απαίδευτος» και με τον όρο αυτό δεν εννοούσε το «αμόρφωτος», αλλά εννοούσε εκείνους από τους οποίους έλειπε ένα στοιχείο, απροσδιόριστο πολλές φορές, αστάθμητο, που στην ελληνική γλώσσα λέγεται «αρχοντιά», ένα στοιχείο που πολλές φορές ανταμώνουμε στους πιο ταπεινούς, στους «αγράμματους».
Όταν ο Πικιώνης έλεγε να μην «μιμούμαστε τα ξένα», δεν εννοούσε να κλειστούμε στο καβούκι μας, αλλά να συνθέτουμε δημιουργικά και με το δικό μας πνεύμα, όλα όσα έρχονται ως εδώ, καθώς σε τούτο το σταυροδρόμι της γης πάντα οι λαοί αντάλλασσαν μεταξύ τους στοιχεία.
Από την άλλη και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, ο Πικιώνης υποστήριζε πως ο κάθε λαός, και βέβαια ο δικός μας, έχει οικοδομήσει μεταφορικά και κυριολεκτικά -αρχιτέκτονας ήταν!- ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής που είναι σε αρμονία με την φύση και την γεωγραφία του τόπου σε μια διαλεκτική συνύπαρξη μαζί της. Υποστήριζε μάλιστα πως η ίδια η φύση υπαγόρευσε στους ανθρώπους εκείνη την αρμονία και το μέτρο που είναι ταιριαστά για την ζωή τους και μάλιστα θεωρούσε πως αυτός ο τρόπος οικοδόμησης δεν περιορίζεται μόνο στις κατοικίες, αλλά και σε όλα τα δημόσια κτίρια!.
Με αυτό το πνεύμα, αυτός ο δάσκαλος, πάντα προέτρεπε τους σύγχρονούς του να διδάσκονται πριν απ’ όλα από τον τρόπο με τον οποίο ο απλός λαός, εναρμόνιζε τις δικές του ανάγκες με το φυσικό του περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα αυτή του η προτροπή και η πίστη δεν ήταν απλώς μια «τεχνική» ματιά πάνω στην αρχιτεκτονική αλλά καρπός βαθιάς μελέτης της ελληνικής ιστορίας και φιλοσοφίας.
«Την φύση πήρε για δάσκαλο ο άνθρωπος στον δρόμο του, στην ζωή του. Σε στενή συνεργασία με εκείνη ένιωσε το πώς μπορεί μόνο να προχωρήσει. Μια ιδέα του φυσικού τούτου δρόμου μπορούμε σήμερα να πάρουμε από τη ζωή του φυσικού ανθρώπου, του χωριάτη. Αν κοιτάξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκείνη που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε την ζωή του. Το αναγκαίο, το χρήσιμο, τη γεμίζουν τόσο όσο που να μην περισσεύει χώρος για το αυθαίρετο και το περιττό. Ας δούμε αίφνης πως χτίζει το σπίτι του ο χωρικός. Τον φυσικό δρόμο που ακολουθεί γι’ αυτό.
Δεν του χρειάζεται κανένα γραφείο, ούτε μολύβι, για να αραδιάσει μάταιες γραμμές της φαντασίας του. Κανένα βιβλίο αρχιτεκτονικής δεν διάβασε. Από ρυθμούς και χαρακτήρα δεν νιώθει. Μα τα πραγματώνει ασυνείδητα ακολουθώντας τη φύση.
Ξέρει πλέρια τις ανάγκες του. Στο έδαφος απάνω θα χαράξει το χώρο το χρήσιμο για την κατοικία του. Τη φαντάζεται κιόλας έτσι στο χώρο, υψωμένη μπροστά του με τις πέτρες που ο ίδιος έχει πελεκήσει, ο μάστορας αρχίζει το έργο του. Εξόν από το να προσέξει να βάλει τις πιο γερές, τα αγκωνάρια στις γωνίες και στις παραστάδες της θύρας ή των παραθυριών, άλλο τίποτε δεν έχει να σκεφτεί. Γερό μόνο να είναι το χτίσιμο, και η φύση θα αναλάβει μόνη της τα άλλα. Το σχήμα, το χρώμα, οι πέτρες, το δέσιμο θα είναι η αρχιτεκτονική αξία του τοίχου. Όσο για τις αναλογίες, οι ανάγκες πάλι, ανάγκες φυσικές και γι’ αυτό αληθινές και ωραίες, και η φύση του υλικού, αυτά τα δύο θα τις ρυθμίσουν” έγραφε στα κείμενά του
Ο Δημήτρης Πικιώνης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 και όπως σημειώνει ο ίδιος στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα, ο πατέρας του είχε κλίση στην ζωγραφική. Η μητέρα του, το γένος Συριώτη ήταν αδελφή με την μητέρα του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα.
“Στους κυριακάτικους περιπάτους μας στο λιμάνι με τον θείο μου τον Συριώτη και τα ξαδέλφια μου, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μη σταματήσει μπροστά σ’ ένα όμορφο σκαρί για να μας δείξει την ομορφιά του και να μας κάνει να το προσέξουμε. Συχνά με σταματούσε μπροστά σ’ ένα σπίτι και μου εξηγούσε πως οι αναλογίες του θα κέρδιζαν πολύ αν ήταν τόσους πόντους, λχ …ψηλότερο.
Όσο για την μητέρα μου ήταν ένας σπάνιος ηθικός τύπος. Εις το άκρον ευαίσθητη, συμπάσχοντας βαθύτατα εις τις ατυχίες των άλλων, μα ταυτόχρονα αυστηρή και δίκαιη κι ανιδιοτελής, ποθώντας πάντα το καλό της Ελλάδας.
Είχα το σπάνιο προνόμιο να ‘χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόμα του πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού μας, του Σολωμού και των άλλων. Μαγικός κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού…»
Ο Δημήτρης Πικιώνης εκδήλωσε από νωρίς την κλίση του στην ζωγραφική, το 1903 τελείωσε το Γυμνάσιο και το 1904 μπήκε στο Πολυτεχνείο, από όπου αποφοίτησε το 1908 ως Πολιτικός Μηχανικός. Το 1906 γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη ενώ είχε συνδεθεί φιλικά με τους Αναστάσιο Ορλάνδο, Ιωσήφ Πεσταρίνη, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Δημήτρη Καμπούρογλου και Περικλή Γιαννόπουλο. Το 1908 πήγε στο Μόναχο συνοδευόμενος από τον πατέρα του να σπουδάσει ζωγραφική κατόπιν προτροπής του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Περικλή Γιαννόπουλου
Ζώντας στο Μόναχο ο Πικιώνης διψούσε για μάθηση, ενώ αναπολούσε την Ελλάδα διαβάζοντας Αισχύλο που έκανε τα μάτια του να δακρύζουν. Το 1909, θα βρεθεί στο Παρίσι, με αφορμή κάποια έργα του Πωλ Σεζάν στα οποία απέδωσε την τρίτη διάσταση στον πίνακα, μόνο με χρώμα.
Ο Πικιώνης έμεινε στο Παρίσι ως το 1912, ωστόσο «ο δρόμος που ακολουθούσα, το ‘νιωθα, ήταν μακρύς, μακρύτερος απ’ τις συνθήκες μου τις οικονομικές. Τα χρέη που θα είχα ν’ αντιμετωπίσω στο γυρισμό μου ήταν σκληρά… Στενεμένος από την αδήριτη τούτη ανάγκη, επήρα την σκληρήν απόφαση ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής».
Όταν το βαπόρι έφτασε στην Πάτρα, η κρύα ακτινοβόλα ασπράδα ενός μαρμάρου που κείτονταν απάνω στο λασπωμένο χώμα, μου φάνταξε στα μάτια, κι ευθύς είπα μέσα μου: «πρέπει ν’ αναθεωρήσω ότι έμαθα». Τόση ήταν η κρύα αντίθεση της ασπράδας του με τα τριγύρω.
Στον Πειραιά, γυρίζοντας μια μέρα στο πατρικό το σπίτι, αισθανόμουν τον ήλιο να φλογίζει την επιδερμίδα μου, μα μπαίνοντας στη σκιά, η κρυάδα της μ’ έκανε να ριγήσω… Αναλογίστηκα πως οι βίαιες τούτες αντιθέσεις του κλίματος, όπως τις αντικρίζαμε επί αιώνες θα ‘ταν οι αιτίες που διέπλασαν τις αντιθέσεις του χαρακτήρα της ράτσας μας.
Οι αρχαίοι στοχάστηκα, είχαν υποτάξει τούτες τις αντιθέσεις στην κατατομή των γείσων και των κυματίων τους. Και δεν πέρασαν δύο μέρες που στα λαϊκά χαμόσπιτα του Πειραιά είδα στην οξεία γωνία που σχηματίζει η μονόριχτη στέγη τους, στο σημείο όπου ανταμώνει τον πίσω τοίχο, υλοποιημένη την αντίθεση τούτη. Οι παρατηρήσεις τούτες, μ’ έκαναν παρατώντας την συμβατική μάθηση, να μπω σε ένα αυτόνομο δρόμο που με δίδασκε η φύση. Από τότε, η ανάγκη του «κοινού» και του «κύριου» που μας μιλάει ο Σολωμός, ήταν η έμμονη επιδίωξή μου».
Ο Δημήτρης Πικιώνης επιστρατεύεται στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και αποστρατεύεται με τον βαθμό του λοχαγού. Έχτισε το πρώτο του σπίτι στις Τζιτζιφιές το 1923 και το δεύτερο το 1925 στην οδό Ηρακλείου 1 στα Πατήσια. Το Σχολείο του Λυκαβηττού χτίστηκε το 1933 και δεν τον ικανοποίησε. «Είναι τότε που στοχάστηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας, είναι από τις σκέψεις τούτες που βγήκαν: Το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης 1935, η πολυκατοικία Χέϋδεν 1938, το σπίτι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη το 1949, η έπαυλη Άνω Φιλοθέης 1954, ο Ξενώνας των Δελφών 1955, όμοια και τα προσχέδια του Συνοικισμού Αιξωνής στην Γλυφάδα και το Αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη το 1957».
Το έργο που πραγματοποίησε ο Δημήτρης Πικιώνης στην Ακρόπολη ήταν ένα από τα σημαντικότερα και αποκαλυπτικότερα των αντιλήψεών του.
Βήμα το βήμα ο Δημήτρης Πικιώνης είχε διαμορφώσει την αντίληψη ότι η γήινη καταγωγή του ανθρώπου είναι εξίσου αληθινή στην ασιατική, την λατινοαμερικανική ή την ελληνική παράδοση. Συνεπώς η γη κουβαλά μέσα της μνήμες, και δεν μπορεί να είναι ένα «ουδέτερο» έδαφος πάνω στο οποίο οικοδομείται μια πόλη.
Σε ότι αφορά την διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη που είναι δύο σπειροειδείς διαδρομές εκ των οποίων η μία προσπελάζει τον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Αθηνάς και η άλλη στον λόφο του Φιλοπάππου απομακρύνεται από τον ιερό βράχο για να καταλήξει συστρεφόμενη σε ένα πλάτωμα, το Άνδηρο, από όπου ο περιπατητής θεάται τον βράχο της Ακρόπολης, ενώ στην διαδρομή αυτή παρεμβάλλεται και μια αυλή γύρω από την οποία βρίσκεται το ανακατασκευασμένο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, στις διαδρομές αυτές λοιπόν, ο Πικιώνης διαμόρφωσε τον χώρο χρησιμοποιώντας θραύσματα πέτρας. Γιατί; Γιατί το ίδιο το θέμα βρισκόταν εκεί στα χώματα και τις πέτρες του περιβάλλοντος χώρου, στα ίδια τα θραύσματα της ιστορίας γύρω από τον ιερό βράχο. Συνεπώς στον χώρο αυτό, το θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί, έπρεπε να αναδειχθεί από τα ίδια του τα υλικά. Το ίδιο το ιστορικό τοπίο, “έδειχνε” τον τρόπο της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου του.
Το τραγικό και πικρό στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι το γεγονός ότι η διαμόρφωση αυτού του χώρου από τον Δημήτρη Πικιώνη, διαμόρφωση που οπωσδήποτε σημάδεψε την ταυτότητα μας ως λαού στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, πραγματοποιήθηκε την ίδια ακριβώς εποχή που το μυθικό αττικό τοπίο, οι μνήμες χιλιάδων χρόνων ιστορίας θαβόταν κάτω από τόνους τσιμέντου, καθώς η ίδια η πόλη καταβροχθιζόταν από το τέρας της αντιπαροχής και τα αδηφάγα σαγόνια του “εργολάβου”.
“Όταν η Ελλάδα ύστερα από τους σκληρότατους αγώνες της λευτερώθηκε από έναν επάρατο ζυγό, ήταν φυσικό να βρεθεί αποστερημένη από τις στοιχειώδεις εκείνες γνώσεις και έξεις που είναι ίδιες ενός φτασμένου πολιτισμού. Εδώ ο λόγος για τις καταστροφές που κάνει ο άνθρωπος στο φυσικό τοπίο. Ισως φταίνε γι’ αυτό και οι αρχιτέκτονες, ντόπιοι και ξένοι που ζούσαν τότες στην Αθήνα.
Κι όμως λίγο πριν την απελευθέρωση έγινε αυτό που θα σας διηγηθώ. Όταν ο Ανδρούτσος πολιορκούσε τους Τούρκους που κράταγαν την Ακρόπολη εξαίφνης ακούστηκαν κρότοι μαρμάρων που θραύονται. Τους είχε λείψει το μολύβι κι έσπαγαν τα μάρμαρα για να εξοικονομήσουν από τους γόμφους των ενώσεων. Τους στέλνει ο Ανδρούτσος τέσσερα παλικάρια για να μάθουν ποιος ο λόγος που οι Τούρκοι τα ‘σπαζαν τα μάρμαρα. Κι όταν γύρισαν κι ανέφεραν στον αρχηγό τους την αιτία, ετούτος έστειλε στους Τούρκους μερικά τσουβάλια από βόλια. Φυσικά στην πράξη αυτή θα τον παρόρμησε ο γραμματικός του, ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος που ξέρουμε, ο αείμνηστος Πιττάκης.
Όταν επιτέλους άρχισε να χτίζεται η νέα πρωτεύουσα, καμία πρόνοια δεν πήραν οι αρχιτέκτονες του καιρού εκείνου, δεν λέω μόνο για να την απομακρύνουν όσο γινόταν μακρύτερα από την Ακρόπολη και τον αρχαιολογικό χώρο του αρχαίου άστεως. Αλλά ακόμα και τώρα που τόσο συζητιέται το ζήτημα της αρχαιότερης συνοικίας των Αθηνών, της Πλάκας, ένας διακεκριμένος αρχαιολόγος μου ‘λεγε πως ο ακριβής χάρτης της αρχαίας Αθήνας δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί.
Σύγχρονα με την ανίδρυση της νέας πρωτεύουσας άρχισε και η λατομία των λόφων, εκείνης της θαυμαστής σύνταξης των λόφων που αρχίζοντας από τα Τουρκοβούνια και περιλαμβάνοντας το Λυκαβηττό, την Ακρόπολη και τους λόφους των Μουσών, της Πνυκός και των Νυμφών, καταλήγαν ως το λόφο της Σικελίας, αποσβήνοντας ως το φαληρικό αλίπεδο.
Από τους πρώτους λόφους της ίδρυσης της Νέας Αθήνας που ελατομήθη είναι ο περίοπτος Λυκαβηττός και κατεστράφη το χαρακτηριστικότατο περίγραμμά του. Ήταν του λόφου το περίγραμμα όμοιο με τους έλικες ενός δράκοντα που πορευόταν προς την Ακρόπολη, προς της θεάς του το αναφαίρετο βάθρο, εκείνης το αναπόσπαστο σύμβολο. Και δεν απέμεινε έκτοτε από το ελικοειδές σχήμα ειμή του κυρίου όγκου το θαυμαστό σχήμα κι εκείνα τα πυραμιδοειδή , τόπων του βορά ίδια, ξένα προς της Αττικής το πνεύμα.
Και την ίδια εποχή είναι που ελατομήθη ο αρχαιότατος λόφος των Μουσών και του Φιλοπάππου. Για να τελειώνω με τις καταστροφές των λόφων γύρω από την Ακρόπολη πρέπει να πω ότι η πιο μεγάλη είναι η μακρύτατη και βαθύτατη λατόμηση των δυτικών υπωρειών του λόφου των Νυμφών.
Το όλον τοπίον το αθηναϊκόν ήλλαξεν όψιν. Από λοφώδες και ευκίνητον, ημβλύνθη, ισοπεδώθη από τον οδοστρωτήρα των καιρών…
Οι πρόγονοι είχαν βαθιά συνείδηση του τι απαράμιλλη γη ήταν τούτη, εκείνοι είχαν κάνει το χρέος των απέναντί της.
Η σοφία τους ήταν η σοφία αυτής της ίδιας γης που κατοικούσαν. Απέραντη είναι η αγάπη τους για τα δύο ποτάμια της γης τους, τα δύο αγιάσματά της όπως τα ονόμαζαν, τον Ιλισό και τον Κηφισό.
Τότες ήτανε τόποι άβατοι που κανένας δεν μπορούσε να παραβιάσει, ούτε το όνομά τους να το προφέρει. Εκεί ήτανε ιερά και άβατα κατώφλια ντυμένα με χαλκό που ανήκαν σε φοβερές χθόνιες θεές…
Μα αυτά τα ιερά της ευσέβειας ενός πανάρχαιου λαού είναι για πάντα χαμένα γιατί σε κανένα καταστατικό χάρτη των Αθηνών δεν είναι καταγραμμένα όχι μόνο για να ξέρουμε που βρίσκονται μα για να μπορεί να γίνει η αρμόδια με τα σύγχρονα ιεραρχική σύνδεση. Και αυτό γιατί; Γιατί στην ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών φαίνεται πως περάσανε άτομα ανιστόρητα, άνθρωποι απαίδευτοι και αντιπνευματικοί. Ως εδώ και λίγα χρόνια, η κοίτη του Ιλισού σωζότανε πολύ πέρα από το τωρινό Βυζαντινό Μουσείο. Αλλά η απόφαση να ρίξουν μέσα εκεί τις υπονόμους των εσήμανε την τελική καταδίκη της επιβαλλόμενης λύσης. Ο εγκιβωτισμός δεν είναι λύση, σημαίνει την παραίτηση από κάθε λύση. Μήπως πράξαμε το καθήκον μας απέναντι στην Ελευσίνα, το ιερό της Ψυχής, που το πνίξαμε ανάμεσα σε ένα εργοστάσιο τσιμέντων, ένα σιδηροδρομικό σταθμό και ένα φρικτό λατομείο; Αυτή η τάξη των πραγμάτων θα φταίει και για του ευγενέστερου βουνού της Αττικής, της Πεντέλης, εντός βραχυτάτου χρόνου, την σε γη και σποδό μεταβολή”.
Για σύνθεση του οικουμενικού πνεύματος με εκείνου της εθνότητας μιλά ο Πικιώνης, και αυτή ακριβώς η αντίληψη είναι που κάνει το έργο του διαχρονικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 και για τα επόμενα περίπου 40 χρόνια εξαπλώθηκε το ρεύμα της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Πικιώνης με το έργο του αμφισβήτησε αυτό το ρεύμα και συνδέθηκε με τον τόπο μας, όχι τόσο στην ιστορική ή εθνική του διάσταση η οποία χαρακτηρίζει την Ελλάδα στην ολότητά της αλλά περισσότερο πολιτισμικά, καθώς ιδιαίτερα το πολιτιστικό στοιχείο είναι εκείνο που «γεννά μορφές».
Για τον Πικιώνη η Ελλάδα με την πολιτισμική διάσταση, δεν ήταν «τόπος», αλλά «τόποι» από τους οποίους αντλούσε έμπνευση για το έργο του. Διαφορετικά έχτιζαν στον Βορρά από ότι στο Νότο, διαφορετικά έχτιζαν στην Στεριά από ότι στα νησιά.
Τα υλικά των κατασκευών και οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής καθόριζαν και τους διαφορετικούς τρόπους οικοδόμησης κατοικιών κλπ. Υπήρχαν επίσης και άλλες πολιτισμικές διαφορές που όλες μαζί συνέθεταν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Αυτό ακριβώς το μωσαϊκό περιέγραφε στο έργο του ο Πικιώνης με μεγάλη καθαρότητα.
Το ενδιαφέρον του για την λαϊκή τέχνη ήταν αδιάπτωτο. Αλλά έχει σημασία να τονίσουμε ότι το ενδιαφέρον του Πικιώνη δεν ήταν φολκλορικό. Δεν υπέτασσε την σκέψη και τον κανόνα του αρχιτέκτονα στην όποια λαϊκή τέχνη. Υποστήριζε ότι η λαϊκή τέχνη είναι στην αρχή ενός δρόμου που πρέπει να ακολουθήσει ο αρχιτέκτονας. Ο δρόμος αυτός ξεκινά, ή πρέπει να ξεκινά από την υποχρεωτική σύνδεση του κτιρίου με αναφορές στην ποιητική της τέχνης και της αρχιτεκτονικής του συγκεκριμένου τόπου στον οποίο χτίζεται αυτό.
Στην ουσία ο Πικιώνης προείδε το κενό που θα δημιουργούσε η μοντέρνα αρχιτεκτονική η οποία υποτάσσοντας τα πάντα στην λειτουργικότητα των κτιρίων, τελικά οδηγήθηκε σε αυτό το κενό, δημιουργώντας κτίρια ξένα προς οποιαδήποτε πνευματικότητα του κάθε φορά συγκεκριμένου τόπου.
Το 1934 ο Δημήτρης Πικιώνης κάνει τα σχέδια για τον τάφο του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, το 1936 σχεδιάζει πολυκατοικία επί της οδού Χέϋδεν με κάτοψη του αρχιτέκτονα Μητσάκη, ενώ από το 1935 ως το 1937 μαζί με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα εκδίδει το περιοδικό «Τρίτο Μάτι».
Το 1943 εκλέγεται τακτικός καθηγητής του ΕΜΠ. Το 1946-47 εργάζεται στο υπουργείο Ανοικοδόμησης επικεφαλής ομάδας αρχιτεκτόνων για την εκπόνηση σχεδίων προτύπων λαϊκών πολυκατοικιών στον Πειραιά και την Λαμία.
Επίσης μεταβαίνει στην Ρόδο για μελέτη των πλαστικών προβλημάτων της Δωδεκανήσου ενόψει της μελλοντικής ανοικοδόμησης της.
Το 1948 εκδίδει με τον τίτλο «Πινακοθήκη της Τέχνης του Ελληνικού Λαού» και με εντολή του Συλλόγου «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» τα «Αρχοντικά της Καστοριάς» και τα «Σπίτια της Ζαγοράς» που βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών.
Το 1958 αποσύρεται από το ΕΜΠ μετά από 35ετή θητεία. Το 1961 εκλέγεται αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, το 1966 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Έλληνας Δημιουργός, Δημήτρης Πικιώνης “έφυγε” στις 28 Αυγούστου 1968 στην Αθήνα.
Υπερασπιζόμενος την μνήμη της πετραίας γής μας, το απόσταγμα της οποίας μας ενώνει με τους λαούς όλου του κόσμου ο Δημήτρης Πικιώνης μας δίδαξε να αναζητούμε το μέτρο και την αρμονία στην οικοδόμηση σε όσα η φύση γύρω μας επιτάσσει. Βαθιά ελληνικός και ταυτόχρονα παγκόσμιος, ο Πικιώνης άφησε έργο και ταυτόχρονα παρότρυνε στην δημιουργία έργου πλήρους ιστορικής μνήμης, έργου που δεν αποξενώνει τους ανθρώπους.
Συζητώντας για τον Πικιώνη με ένα φίλο πολιτικό μηχανικό, μου είπε: “Η παρακαταθήκη του Πικιώνη είναι ότι ο αρχιτέκτονας είναι ο πρωτομάστορας, ο αρχιεργάτης, δεν μπορεί να είναι στο γραφείο με ένα χάρακα κι ένα χαρτί. Πρέπει να είναι εκεί, να σκαλίζει το χώμα, να αγγίζει τις πέτρες, να μυρίζει τα φυτά, να βλέπει το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός. Αυτά είναι ο Πικιώνης”.
Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα για τον μεγάλο δημιουργό θα παραθέσουμε λόγια του Γιάννη Τσαρούχη για τον Πικιώνη. «Ένα βράδυ στο Σύνταγμα, μου εξήγησε, τι ωραία που ήταν τα νεοκλασικά σπίτια τα βράδυα με το λίγο φωτισμό, κι έλεγε πως ο παλιωμένος σοβάς είναι σαν δέρμα ανθρώπινο» έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης, προσθέτοντας στο σημείωμά του ότι “το παράδειγμά του πέρα από τις μορφές που δημιούργησε, ήταν το παράδειγμα ενός θάρρους χωρίς το οποίο δεν γίνεται τίποτα. (…) Πολλοί νέοι τον έβρισκαν ζωγράφο. Αυτό ήταν μοιραίο, όταν παρουσιάστηκε πενήντα χρόνια τουλάχιστον πριν την ωρίμανση των ιδεών του. Ήταν ο δάσκαλος όλων όσοι ήθελαν να κάνουν κάτι αυθεντικό. Υπήρχε όμως και ο σαχλός μαθητής που δεν καταλάβαινε και άναβε αναιδώς το τσιγάρο του την ώρα που ο δάσκαλος μιλούσε. Πολλές από τις ιδέες του επικράτησαν και γίνηκαν ωραία πράγματα, αλλά δεν έδωσε συνταγές.
Προσπάθησε να κάνει τον Έλληνα ελεύθερο και περιφρονητή των σαχλών καθηκόντων του. Τα σχέδιά του και οι ζωγραφικές του δείχνουν ποιος μεγάλος άνθρωπος έζησε μαζί τους.
Συχνά ήταν υπερβολικός, αλλά υπερβολικά ήταν και τα λάθη των ανθρώπων της ειδικότητάς του””.
Πηγή: Δημόσια σελίδα ΑΠΕ / Γιώργος Μηλιώνης
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Δ. Πικιώνη: Κείμενα (Πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, Επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη-Μιχάλης Παρούσης) – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Γιάννης Τσαρούχης: Αγαθόν το Εξομολογείσθαι – Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ένθετο “Επτά Ημέρες” της εφημερίδας “Καθημερινή” αφιερωμένο στον Δημήτρη Πικιώνη της Κυριακής 16 Οκτωβρίου 1994.
https://atexnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου