«Πολυτιμότερη από διαμάντια η ανδρειωμένη γυναίκα, αλλά ποιος να την εύρει;» (1) Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος δεν ξέρω αν θυμήθηκε τα λόγια του Παροιμιαστή, εκείνη την μέρα – μπορεί νά ’ταν κι άνοιξη – του έτους 830, εκλέγοντας την Θεοδώρα αντί της Κασίας. Το σίγουρο είναι ότι στις μέρες του υπήρχαν πολλές ανδρείες γυναίκες, σαν τη Θεοδώρα, η οποία του γέννησε πέντε κόρες κι ένα γιο, και μετά το θάνατό του ανέτρεψε την εικονομαχική πολιτική του συζύγου της, αναστηλώνοντας τις εικόνες.
Με την ευσέβεια των ιερών εικόνων τάσσονταν και η Κασία ή Κασσιανή, όπως είναι γνωστή. Μαθήτρια του Θεόδωρου Στουδίτη, ο οποίος από νεαρή την θαύμαζε για τη σοφία της, φαίνεται πως ήταν ένα κορίτσι θαύμα της χρυσής
εποχής του Βυζαντίου. Λίγα
πράγματα ξέρουμε για τη ζωή της, τα πιο πολλά από τα ίδια της τα έργα
της ή από ελάχιστα τεκμήρια, όπως μια επιστολή του Θεόδωρου από την
εξορία. Πιο γνωστό είναι το πιο πάνω επεισόδιο με την εκλογή συζύγου του Θεόφιλου, όταν
ο νεαρός αυτοκράτορας, μαγεμένος από την ομορφιά της ή τη σοφία της,
την πλησίασε κρατώντας το χρυσό μήλο της εκλογής. Η ιστορία είναι
ιστορικά αμφίβολη, ωστόσο είναι ποιητική: ο αποφασιστικός Θεόφιλος της είπε, λέει, «πως από τη γυναίκα ρέουν τα κάκιστα», έχοντας στο νου του όλες τις ανδρικές κοινοτοπίες από την εποχή της Εύας· κι η πρόωρα σοφή Κασία του απάντησε, σύμφωνα με τους χρονικογράφους,«αλλά κι απ’ τη γυναίκα πηγάζουν τα κάλιστα»,προσβλέποντας
στη Θεοτόκο. Ο Θεόφιλος την προσπέρασε, αλλά η Ιστορία της χάρισε τη
δόξα μοναδικής υμνωδού και ποιήτριας της εποχής· κι έμεινε ως σήμερα,
πάνω από χίλια χρόνια μετά, γνωστή και λαοφιλής.
Η Κασία ή Ικασία γεννήθηκε κάπου
ανάμεσα στο 800-805 μ.Χ., σύμφωνα με τον Κρουμβάχερ, ή λίγο αργότερα
(810), στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς, από οικογένεια
Κανδιδάτων, θέση υψηλή στη βυζαντινή αυλή. Από μικρή είχε κλήση στη
φιλοσοφία, τα γράμματα και τη μοναστική ζωή. Σύχναζε, ως λένε, στη Μονή
του Προδρόμου (του Στουδίου), προκαλώντας τον θαυμασμό του Θεόδωρου,
ηγέτη της αντίστασης στην εκκλησιαστική πολιτική του Θεόφιλου.
Μαρτυρείται ότι ίδρυσε Μονή εκεί κοντά, έξω όμως από τα τείχη της
Κωνσταντινούπολης – οι εικονομάχοι απαγόρευαν τη λειτουργία μοναστηριών
σε πόλεις. «Η ουν (Ει)κασία της βασιλείας αποτυχούσα το των
μοναζουσών ενδιδύσκεται σχήμα, κανόνας πολλούς και στιχερά και άλλα τινά
αξιοθαύμαστα ποιήσασα.» (2) Έγραψε κανόνες, κατά τον υμνολογικό τύπο της εποχής,ελάχιστοι από τους οποίους σώζονται, μεταξύ αυτών ο «Κανών στο Γενέσιον του Προδρόμου» (24
Ιουνίου) ή, ο πιο γνωστός του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης», όπου
μαρτυρείται ως η ποιήτρια των τεσσάρων μόνον ειρμών, της α΄, γ΄, δ΄ και
ε΄ ωδής. Στην Κασία αποδίδεται και «Κανών εις κεκοιμημένους», με το όνομά της σε ακροστιχίδα, ο οποίος δεν ψάλεται πλέον, όπου βρίσκεται ο λατρευτικός στον Ιησού στίχος: «Ύψος και βάθος τις εκφράσαι δύναται της σης σοφίας, Χριστέ;» (3)
Θυμίζει
τους πιο γνωστούς από τους στίχους της, όπως προβάλλουν λάμποντες από
την ομίχλη της Ιστορίας, στο τροπάριο που έχει το όνομά της: «αμαρτιών μου τα πλήθη / και κριμάτων μου αβύσσους / τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» Η
κοινοτοπία του Θεόφιλου έπιασε φαίνεται τόπο. Η Κασιανή, στην κοινή
αντίληψη, ταυτίζεται με την πόρνη που άλειψε τα πόδια του Ιησού, σκηνή
που δραματοποιεί ο ύμνος, Δοξαστικό των Αποστίχων του όρθρου της μεγάλης
Τετάρτης, που ψάλλεται δημοφιλώς κάθε μεγάλη Τρίτη αποβραδίς. Η αρχή του ύμνου, «…η εν πολλαίς αμαρτίες», έχει
μείνει στην κοινή γλώσσα ως παροιμιώδης ορισμός της πόρνης. Αλλά αυτό
δεν είναι το μόνο Δοξαστικό που έχει αφήσει η Κασία. Έχει γράψει
αντίστοιχα για τα Χριστούγεννα, την Υπαπαντή, τον Ευαγγελισμό, την
Κοίμήση της Θεοτόκου, τα Προεόρτια των Φώτων, τη Γέννηση του Προδρόμου
κ.ά. Εκτός αυτών, η Κασία έγραψε στίχους πολιτικούς (μη εκκλησιαστικούς)· σώζονται περίπου τριακόσιες στροφές γνωμικών επιγραμμάτων. Σύμφωνα
με τους μελετητές της, η ποιήτρια επιρρεάζεται από «την παράδοση του
Αισώπου, τον Μένανδρο, τον Ευριπίδη, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τη
Βίβλο και την μοναστική παράδοση, πρωτίστως εκείνη του αγίου Ιωάννου της
Κλίμακος.» (4) Με προφανείς αναφορές στην αρχαία φιλοσοφία, η ποιήτρια «δεν εμφανίζεται ως αυστηρή απέναντι στην αρχαία γραμματεία» και θεωρείται «περισσότερο “ελληνίστρια” από πολλούς συγχρόνους της»,(5) σε μια εποχή που τα ελληνικά γράμματα εμφανίζουν μεγάλη ακμή στο Βυζάντιο.
Το πιο γνωστό της, λοιπόν, Δοξαστικό, το τροπάριο «της Κασιανής»,
ψάλεται σήμερα σε μελοποίηση του πρύτανη της εκκλησιαστικής
(βυζαντινής) μουσικής, Πέτρου Πελοπονήσιου του Λαμπαδάριου και έχει κάτι
από την μπαρόκ ατμόσφαιρα του 18ου αιώνα – όταν πέθανε ο Μπαχ, ο Πέτρος
ήταν μόλις είκοσι. Το τροπάριο αυτό «θεωρείται ως ένα από τα πλέον συγκινητικά και ζωντανά παραδείγματα της βυζαντινής ποίησης, και δεν είναι σύμπτωση πως, μολονότι έργο μιας γυναίκας, περιλαμβάνεται στα λειτουργικά βιβλία.» (6)
Το
ψυχολογικό κλίμα κατάνυξης και οι ζωντανές εικόνες δίνουν τον τόνο της
μεγάλης απήχησής του στους πιστούς, το δε πάθος της ποιητικής έκφρασης
δικαίως δημιουργεί στον ακροατή το αίσθημα ότι η ποιήτρια ταυτίζεται
ψυχικά με την θρηνωδούσα πόρνη: «ότι νυξ μοι υπάρχει, / οίστρος
ακολασίας, / ζοφώδης τε και ασέληνος / έρως της αμαρτίας.» Ή πάλι:
«Δέξαι μου / τας πηγάς των δακρύων / ο νεφέλαις διεξάγων / της θαλάσσης
το ύδωρ.».
Η Κασία, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου της, φαίνεται ότι είχε εκμετρήσει το ζην πριν το 865,
πριν τον θάνατο του Μιχαήλ του Γ΄, γιου της Θεοδώρας, διάδοχου του
Θεόφιλου. Κοιμήθηκε, όπως δείχνουν τα πράγματα, στο μοναστήρι της στην
Πόλη. Είχε η ίδια θρηνωδήσει την έξοδό της από τον κόσμο αυτό στον
Κανόνα της για τους κεκοιμημένους: «των δούλων σου πάριδε / τα εν
αγνοία, σωτήρ, / και γνώσει πταίσματα. / Ως έχων μακρόθυμε, /
φιλανθρωπίας άπλετον πέλαγος / των προς σε μεταστάντων / μη στήσεις όλως
τα παραπτώματα / εν τη ετάσει / αυτών κατά πρόσωπον…» (7) Όπως έγραφε ένας παλιός βιογράφος της, «εις
την βασιλικήν οικογένειαν του Θεοφίλου, δεν μνημονεύεται το όνομά της,
αι γενεαί όμως των ευσεβών χριστιανών υποκλίνονται εις το άκουσμα της
αγιοσύνης της.» (8) Η Οσία Κασιανή μνημονεύεται
στο αγιολόγιο στις 7 Σεπτεμβρίου και τιμάται ιδιαίτερα στην Κάσο, λόγω
μιας παράδοσης που τη θέλει να πεθαίνει στο νησί και να του δίνει το
όνομά της.
Το
ίδιο γνωστοί με το τροπάριό της, ηχούν χορευτικά σε κλίμα
σταυραναστάσιμο οι δωδεκασύλλαβοι (ή δις εξάμετροι) ειρμοί από τον
κανόνα του μεγάλου Σαββάτου· μικρό αριστούργημα της εκκλησιαστικής
υμνολογίας κι ας μη ξέρουν οι πολλοί πως είναι κι αυτοί της Κασίας. Τους αντιγράφω:
Ωδή α΄
«Κύματι θαλάσσης * τον κρύψαντα πάλαι
διώκτην τύραννον * υπο γης έκρυψαν
των σεσωσμένων * οι παίδες· αλλ’ ημεις
ως αι νεάνιδες, * τω Κυρίω άσωμεν.
Ενδόξως γαρ δεδόξασται.»
Ωδή γ΄
«Σε τον επί υδάτων * κρεμάσαντα πάσαν
την γην ασχέτως, * η Κτίσις κατιδούσα,
εν τω Κρανίω κρεμάμενον,
θάμβει πολλώ συνείχετο· * ουκ έστιν Άγιος
πλην Σου, Κύριε, * κραυγάζουσα.»
Ωδή δ΄
«Την εν Σταυρώ σου * θείαν κένωσιν
προορών Αββακούμ, * εξεστηκώς εβόα·
Συ δυναστών διέκοψας * κράτος, Αγαθέ,
ομιλών τοις εν Άδη * ως παντοδύναμος.»
Ωδή ε΄
«Θεοφανείας σου Χριστέ * της προς ημάς
συμπαθώς γενομένης, * Ησαΐας φως ιδών
ανέσπερον, εκ νυκτός * ορθρίσας εκραύγαζεν·
αναστήσονται οι νεκροί
και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις,
και πάντες οι εν τη γη αγαλλιάσονται.»
Οι πασχαλινοί στίχοι της Κασίας θα μπορούσαν ν’ ακούγονται στη σημερινή μας λαλιά κάπως έτσι:
α΄
Στα κύματα της θάλασσας,
Εκείνον που έθαψε παλιά,
τον διώκτη τύραννό τους,
στη γη τον έθαψαν βαθειά
τα παιδιά όσων σωθήκαν·
αλλ’ εμείς σαν τα κορίτσια
στον Κύριο ας ψάλλουμε.
Δοξαστικά, γιατί ’ναι δοξασμένος.
γ΄
Εσένα που όλη τη γη ανάλαφρα
κρέμασες απάνω στα νερά,
κρεμασμένον σαν σ’ είδε η πλάση,
στου Γολγοθά την κορυφή,
πολύ την κύκλωσε σκοτάδι·
Και φώναζε, άλλος δεν είναι
Άγιος σαν εσένα.
δ΄
Τη θεία κένωσή σου στο Σταυρό,
προβλέποντας ο Αββακούμ
εφώναζε θαυμάζοντας·
Εσύ του δυνάστη το κράτος
το γκρέμισες Πανάγαθε,
μιλώντας στου Άδη τους νεκρούς,
ως παντοδύναμος.
ε΄
Τη θεία Φανέρωσή σου Χριστέ,
πού ’ρθες μ’ αγάπη κοντά μας,
βλέποντάς την φως ανέσπερο,
ο Ησαΐας φώναζε
ξυπνώντας αξημέρωτα·
Θ’ αναστηθούνε οι νεκροί,
και θα σηκωθούνε
όσοι ’ναι στα μνήματα,
και χαρά μεγάλη θά ’χουν όλοι
οι άνθρωποι της γης.
Καλή Ανάσταση!
Σημειώσεις:
1. Παροιμ. 31:10
2. «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως»: Scriptores originum constantinopolitanarum. Katarzyna Warcaba, The language and style of Cassia’s secular poetry, Scripta Classica 6, σσ. 137-149
3. Spyros Panagopoulos, Kassia: A female hymnographer of the 9th century, Proceedings of the 1st Conference of the ASBMH, σσ. 11-123.
4. Tatiana A. Semina (moniale Kassia), Notices sur l’ atmosphere intellectuelle a l’ epoque du second Iconoclasme, περιοδικό «Scrinium » IV (2008), σ. 334.
5. Δες: Antonia Tripolitis, Kassia: The Legend, the Woman, and her Work, –όπου περιέχονται μεταφρασμένοι στην αγγλική όλοι οι ύμνοι της–, New York – London 1992.
6. Niki Tsironis, The body and the senses in the work of Cassia the Hymnographer: Literary trends in the Iconoclastic Period, στα «Βυζαντινά Σύμμεικτα» ejournals.epublishing.ekt.gr, σ. 142.
7. Spyros Panagopoulos, όπ. π.
8. Κωνσταντίνου Ν. Γαζή, πρωτοπρεσβυτέρου – καθηγητού, Κασσιανή, η ζωή και το υμνογραφικός έργον της μεγάλης και τόσον παρεξηγημένης υμνωδού του χριστιανικού Βυζαντίου, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σ. 82.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου