Ειδικού συνεργάτη
Οι δημόσια εκφρασμένες ανησυχίες του κ. Πάιατ για πιθανά «αθέλητα περιστατικά» μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας προκάλεσαν ένα έντονο ρίγος στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας.
Η εσκεμμένη διατύπωση του πρέσβη των ΗΠΑ εμπεριείχε εντός της το σαφές μήνυμα-προειδοποίηση πως η Ουάσιγκτον δεν είναι σε θέση να αποτρέψει μια στρατιωτική εμπλοκή μεταξύ των δύο χωρών. Τούτο, βεβαίως, κατεδαφίζει ολοσχερώς, αν και όχι έξαφνα, τη χρόνια εδραία βεβαιότητα του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, που ενστερνίζονται αρειμανίως και ευρέα κοινωνικά στρώματα, ότι «πόλεμος δεν
γίνεται», γιατί δεν το επιτρέπουν οι Αμερικανοί.
Πριν λίγες ημέρες, ο απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου κ. Ιωάννης Κασουλίδης, απελευθερωμένος ίσως από το βάρος της θέσης του, αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ «είχαν προειδοποιήσει την Κυπριακή Δημοκρατία από καιρό, ότι εξαιτίας των μη καλών τους σχέσεων με την Τουρκία δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν την επιρροή τους». Αυτό, άλλωστε, φάνηκε σαφέστατα από τις υποτονικές δυτικές αντιδράσεις κατά την ομηρία του ιταλικού γεωτρύπανου από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό -όπου μόνον ο καπετάνιος του εμφανίστηκε έτοιμος να αντιπαρατεθεί με την τουρκική θρασύτητα.
Η δημόσια παραδοχή των Αμερικανών ότι δεν ελέγχουν πλέον τις αντιδράσεις της Τουρκίας και ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, συνιστά, σε κάθε περίπτωση, μια ευθεία αναγνώριση αδυναμίας. Αυτή, βεβαίως, δεν συνίσταται στην έλλειψη μέσων επιβολής προς την Άγκυρα των επιθυμητών επιλογών, αλλά στον φόβο της εκδήλωσης αρνητικότερων συνεπειών που θα ακολουθήσουν την επιβολή. Για την Ουάσιγκτον ο μείζων στόχος εξακολουθεί να παραμένει η συγκράτηση της Τουρκίας εντός των δυτικών δομών και η αποτροπή της περαιτέρω σύσφιξης των σχέσεών της με τη Μόσχα. Στην «μεγάλη εικόνα», κύριος αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Ρωσία, και κύριο μέλημα της αμερικανικής πολιτικής η διατήρηση των ερεισμάτων των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο και η προστασία του Ισραήλ. Ως εκ τούτου, οι Αμερικανοί είναι διατεθειμένοι, παρά τις επιθυμίες πολλών εξ ημών, να κάνουν ακόμη αναρίθμητες παραχωρήσεις προς την Άγκυρα.
Το στοιχείο αυτό είναι εις γνώσιν του Ερντογάν, ο οποίος το εκμεταλλεύεται δεόντως για να διευρύνει τον χώρο δράσης του προς επίτευξη των νεο-οθωμανικών του οραμάτων και, ταυτοχρόνως, της αποτροπής των γεωστρατηγικών και ενεργειακών σχεδιασμών που αντίκεινται στα συμφέροντά του.
Τούτο κατέστη φανερό και στο συριακό πεδίο των μαχών. Ανεξαρτήτως των απωλειών του, ο τουρκικός στρατός βρίσκεται εντός του κουρδικού καντονιού του Αφρίν και βομβαρδίζει ανελέητα κατοικημένες περιοχές. Την ίδια ώρα, εξακολουθεί να ελέγχει μια μεγάλη περιοχή που οριοθετείται από τις πόλεις Τζαραμπλούς, Αλ Μπαμπ και Αζάζ, ενώ έχει εγκαταστήσει πολυάριθμα «στρατιωτικά παρατηρητήρια» στην επαρχία Ιντλίμπ. Παράλληλα, ο εσωτερικός εθνικιστικός πυρετός στοχεύει και στη διαμόρφωση κατάλληλου κλίματος για τον περιορισμό των κοινωνικών αντιδράσεων για τα αυξανόμενα φέρετρα Τούρκων στρατιωτών. Άρα, δεν μένει καμία αμφιβολία ότι η εισβολή θα συνεχίζεται, όσο ευνοείται από τον ρωσο-αμερικανικό ανταγωνισμό για τα «μάτια της Άγκυρας» -με απώτερο σκοπό την εκδίωξη των Κούρδων, αρχικώς του Αφρίν, από τις εστίες τους και την εγκατάσταση στα εδάφη τους φιλικών προσφυγικών πληθυσμών. Ωστόσο, οι Κούρδοι δεν έχουν πει τη τελευταία τους λέξη, και η έλευση δυνάμεων του Συριακού Αραβικού Στρατού ενισχύει το ενδεχόμενο μιας αποτελεσματικής αντίστασης -που θα έπρεπε όλος ο ελληνισμός να την εύχεται ολόψυχα για το δικό του καλό.
Επανερχόμενοι, όμως, στην τοποθέτηση του πρέσβη, αυτή δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά. Διότι, ακόμη και αν αποτυπώνουν μια πραγματικότητα, ποιος ο λόγος να διατυπώνεται δημοσίως, υπονομεύοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο το ίδιο το κύρος μιας υπερδυνάμεως;
Επιχειρώντας να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, δίνουμε κάποιες ερμηνείες:
α. Σε περίπτωση κάποιου θερμού επεισοδίου ή και σοβαρότερης εμπλοκής μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, οι ΗΠΑ μπορούν να υποστηρίξουν ότι είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει σχετικά, έχοντας έτσι «ήσυχη τη συνείδησή» τους. Ταυτόχρονα, μπορούν να παίξουν ευκόλως τον ρόλο του μεσολαβητή για τη λήξη της κρίσης, και κυρίως για την διαμόρφωση της επόμενης ημέρας στο χώρο του Αιγαίου.
β. Η Άγκυρα λαμβάνει το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό της απολύτου αμερικανικής προστασίας, οπότε δεν πρέπει να αισθάνεται ότι απειλείται. Το πώς θα το χειριστεί και πόσο θα αναβαθμίσει την επιθετικότητά της εναπόκειται στην ίδια.
γ. Η Αθήνα λαμβάνει το μήνυμα ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, και ότι είναι εκτεθειμένη στην τουρκική απειλή. Ως εκ τούτου, ίσως θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποιες αναγκαίες υποχωρήσεις με στόχο την κατοχύρωση της ειρήνης – άγνωστο το τι ειπώθηκε στη συνάντηση Τίλλερσον-Ερντογάν. Μπορεί, ακόμη, να είναι στο πλαίσιο αυτό το σήμα για οδυνηρές για την Ελλάδα διευθετήσεις στα μέτωπα με Σκόπια και Τίρανα.
Στην Λευκωσία, πάντως, το δυτικό «άδειασμα» στην κρίση της «Σουπιάς» είχε άμεσες παρενέργειες. Η ομιλία Αναστασιάδη, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του για την νέα πενταετή θητεία του ως προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κινήθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που ακολούθησε από το 2013. Έφθασε δε στο σημείο να ομιλήσει για διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό με τη συμμετοχή και των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτό το ενδεχόμενο είναι κάτι που Αμερικανοί και Βρετανοί αποφεύγουν σαν ο «διάολος το λιβάνι», καθώς βάζει στο παιχνίδι της επιρροής Ρωσία και Κίνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αναστασιάδης ήθελε να στείλει το δικό του μήνυμα, φοβισμένος, προφανώς, από τον τρόπο της ματαίωσης της γεώτρησης από την ΕΝΙ και, πρωτίστως, από την απροθυμία των «συμμάχων» να βάλουν την Άγκυρα στη θέση της. Είναι άγνωστο αν θα επιμείνει σ’ αυτήν την γραμμή ή θα συρθεί τελικώς σε μια ταπεινωτική διαπραγμάτευση, υπό τους τουρκικούς όρους, καθώς οι εταιρείες βιάζονται να «πιάσουν δουλειά» στα οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ. Προς ώρας, πάντως, τα διάφορα βρετανικά φερέφωνα στο νησί διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την παρασπονδία ενός προέδρου που, στο κάτω κάτω της γραφής, υποστηρίχθηκε για να λέει και να κάνει άλλα πράγματα.
Στην Αθήνα, ωστόσο, δεν έχουμε δει κάποια θεαματική αλλαγή στο σκηνικό. Επικρατεί μάλλον μια κατάσταση σύγχυσης από τα απανωτά ελληνο-τουρκικά επεισόδια, και η αιδήμων(;) σιωπή εναλλάσσεται με, ακατανόητους, πομπώδεις λεονταρισμούς. Εν πάση περιπτώσει, το «δόγμα Κοτζιά» δεν φαίνεται να αμφισβητείται. Η ελληνική εξωτερική πολιτική ταυτίζεται απολύτως με αυτήν των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, προσδοκώντας ανταλλάγματα που προκύπτουν από τη σχέση ενός «πελάτη» από τον «πάτρωνά» του, κατά το ρωμαϊκό πρότυπο. Ήδη, όμως, η μονοδιάστατη εξάρτηση είναι προβληματική, καθώς δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση συμφερόντων. Όταν δε το γεγονός αυτό συνδυάζεται από την παντελή απουσία, έστω και ως πρόθεση, εσωτερικής καθολικής ανασυγκρότησης για την αντιμετώπιση των πολλαπλών απειλών, τότε η κατάσταση οδεύει σε δραματική «λύση».
http://ardin-rixi.gr/archives/207379
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου