Του Κώστα Ράπτη απο το capital.gr
Οι χρονικές συμπτώσεις είναι εύγλωττες. Ο Donald Trump πρόκειται σε διάγγελμά του στις 9 μ.μ. της Δευτέρας 21/8/17 (ώρα Ανατολικής Ακτής) να ανακοινώσει την νέα πολιτική του στο ζήτημα του Αφγανιστάν, υιοθετώντας, όπως εκτιμάται, τις εισηγήσεις συνεργατών του για αύξηση κατά 4.000 του αριθμού των Αμερικανών στρατιωτών που υπηρετούν στην πλέον μακροχρόνια πολεμική περιπέτεια των ΗΠΑ και τώρα ανέρχονται σε 8.400.
Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν μετά από σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου Mike Pence, ο οποίος για τον λόγο αυτόν συντόμευσε την λατινοαμερικανική περιοδεία του, και του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας H.R. McMaster. Οι δύο άνδρες
φέρονται να δρουν το τελευταίο διάστημα σε συντονισμό και να έχουν θέσει μεταξύ των πρώτων στόχων τους την κλιμάκωση της στρατιωτικής εμπλοκής στη Αφγανιστάν.
Από τη σύσκεψη απουσίασαν, ωστόσο, δύο από τους αρχικώς αναμενόμενους συμμετέχοντες. Ο ένας ήταν ο Erik Prince, ιδρυτής της εταιρείας μισθοφόρων Blackwater και αδελφός της υπουργού Παιδείας Betsy DeVos, ο οποίος έχει προθυμοποιηθεί να αναλάβει ένα ιδιόμορφο σχέδιο «ιδιωτικοποίησης” του πολέμου στο Αφγανιστάν, αλλά αποκλείσθηκε την τελευταία στιγμή από τον McMaster. Ο άλλος ήταν ο σύμβουλος στρατηγικής του προέδρου, Steve Bannon, ο οποίος την ημέρα εκείνη αποπέμφθηκε από τον Λευκό Οίκο.
Για την αποπομπή του «αρχιτέκτονα” της εκλογικής νίκης του Trump έχουν ήδη γραφεί πολλά. Κοινή διαπίστωση είναι ότι με την έξοδο του Bannon ολοκληρώνεται μια πρωτοφανής στα αμερικανικά χρονικά μεταβίβαση των μοχλών της εξουσίας στα χέρια στρατιωτικών – ειδικότερα της τριανδρίας που συγκροτούν οι στρατηγοί John Jelly (νέος προσωπάρχης του Λευκού Οίκου μετά την απομάκρυνση του Reince Priebus), James Mattis (υπουργός Άμυνας) και H.R. McMaster (Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας μετά την απομάκρυνση του Michael Flynn).
Ταυτόχρονα, όμως, η κλυδωνιζόμενη προεδρία Trump μένει «ακυβέρνητη”, εφόσον δεν είναι πλέον γνωστό ποιό στέλεχος δύναται να αναλάβει τον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας, τη δημιουργία συμμαχιών στη Ουάσιγκτον και βέβαια την διατήρηση της πολιτικής και «ψυχολογικής” επαφής με την εκλογική βάση.
Ο ίδιος ο Bannon, ο οποίος επιστρέφει στη διεύθυνση του Breitbart, του επικοινωνιακού «πολιορκητικού κριού” που δημιούργησε με την αμέριστη στήριξη του μεγαλοεπενδυτή Robert Mercer, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Έχουμε ακόμη ένα τεράστιο κίνημα, και κάτι θα καταφέρουμε από αυτή την προεδρία Trump. Αλλά εκείνη η προεδρία Trump για την οποία αγωνιστήκαμε και νικήσαμε, τελείωσε”.
Ο Bannon πάντοτε επαιρόταν ότι αποτελούσε την εκφραστή μιας παγκόσμιας στροφής των μεσοστρωμάτων ενάντια στην ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης (globalism). Και πράγματι σε αυτόν αποδίδονται οι περισσότερο λαϊκιστικές πινελιές του προγράμματος Trump. Όμως ο «απομονωτισμός” του συνάντησε τα όριά του στον συσχετισμό που επικρατεί, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, στη Ουάσιγκτον.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μία ημέρα πριν από την αποπομπή του, άρθρο των New York Times προσωπογραφούσε τον Bannon ως αντίπαλο των ιδεών για στρατιωτική κλιμάκωση στην Βόρεια Κορέα, την Ουκρανία, το Αφγανιστάν, τη Βενεζουέλα.
Ήδη από τις αρχές Αυγούστου ακουγόταν έντονα ότι ο Bannon βρισκόταν σε σύγκρουση με τον McMaster, τον οποίο το Breitbart είχε αρχίσει να στοχοποιεί για τις επιλογές του στην εξωτερική πολιτική. Οι συγκρούσεις στη Charlottesville ανέβαλαν την λήψη αποφάσεων ως προς την τύχη του Bannon, ενώ ο ίδιος ο Trump σε σχετική ερώτηση απάντησε «θα δούμε”.
Σε αυτό το φόντο προέκυψε η δημοσιοποίηση μίας εκρηκτικής συνομιλίας του Bannon με τον δημοσιογράφο Robert Κuttner του περιοδικού American Prospect.
«Είμαστε σε οικονομικό πόλεμο με την Κίνα. Ένας από τους δυο μας θα είναι ο ηγεμόνας σε 25 με 30 χρόνια και, αν εμείς συνεχίσουμε έτσι, θα είναι αυτοί” ανέφερε χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ πρέπει να εστιασθούν εμμονικά στο ζήτημα του οικονομικού πολέμου με την Κίνα, διότι σε 5 έως 10 χρόνια θα φτάσουν σε ένα σημείο καμπής από το οποίο δεν θα υπάρχει ανάκαμψη.
Το θέμα της Κορέας, πολύ χαρακτηριστικά αποκαλείται «παράπλευρο θέαμα” του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι ο φερόμενος ως «ίδεολόγος” Βannon είχε επ’ αυτού πιο ρεαλιστικές απόψεις από τον «ενήλικα”, κατά τα μίντια, ΜακΜάστερ, ο οποίος έχει δημοσίως δηλώσει ότι με τη απρόβλεπτη Βόρεια Κορέα δεν μπορεί να λειτουργήσει το δόγμα της πυρηνικής αποτροπής. «Δεν υπάρχει στρατιωτική λύση. Μέχρι κάποιος να λύσει το σκέλος της εξίσωσης που θα μου αποδείξει ότι δεν θα σκοτωθούν 10 εκατομμύρια άνθρωποι στη Σεούλ από συμβατικά όπλα κατά τα πρώτα 30 λεπτά της σύγκρουσης, δεν υπάρχει στρατιωτική λύση. Μας κρατάνε” τόνισε χωρίς περιστροφές.
Στο φόντο δε των γεγονότων της Charlottesville, ο Bannon πήρε μεν τις αποστάσεις του από τους υπέρμαχους της λευκής υπεροχής τους οποίους χαρακτήρισε «κλόουν”, αλλά, πρόσθεσε: «όσοι οι Δημοκρατικοί μιλούν για πολιτική ταυτοτήτων, τους κρατάω. Θέλω να μιλούν για τον ρατσισμό κάθε μέρα. Αν η αριστερά είναι εστιασμένη σε θέματα φυλής και ταυτοτήτων και εμείς μιλάμε για οικονομικό εθνικισμό, θα τους συντρίψουμε τους Δημοκρατικούς”.
Είναι ένα ερώτημα εάν η δημοσιοποίηση της συνομιλίας αυτής υπήρξε (και αν ναι, για ποιο από τα σκέλη της) ο καταλύτης της απομάκρυνσης Bannon ή η πρώτη πράξη του νέου σταδίου της καριέρας του, αδέσμευτου πλέον, ιδεολόγου της αμερικανικής λαϊκιστικής δεξιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου