Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Η χαριστική βολή στην Ελλάδα

5
.
Ο μοναδικός τρόπος για να είχε κάποια πιθανότητα επιτυχίας θα ήταν ένας «αστραπιαίος πόλεμος», κατά το παράδειγμα της Γερμανίας το 2ο ΠΠ – από μία ετοιμοπόλεμη κυβέρνηση, καθώς επίσης από έναν ετοιμοπόλεμο λαό, με όλα όσα ρίσκα συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Άποψη

Σύμφωνα με τον κ. Γ. Βαρουφάκη (πηγή: άρθρο του κ. E. Toussaint), ο πρωθυπουργός απεδέχθη το σχέδιο του για τη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές της χώρας – ενώ έκλεισε τη συμφωνία μαζί του το Νοέμβριο του 2014 στο σπίτι του, όπου του προσέφερε τη θέση του υπουργού οικονομικών. Το σχέδιο του δε ήταν το εξής:
(1)  Αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, χωρίς τη μείωση του «όγκου» του – στη βάση μίας μετριοπαθούς προηγούμενης πρότασης του (πηγή), η υλοποίηση της οποίας συνίστατο στην αμοιβαιοποίηση των χρεών όλων των χωρών της ζώνης του ευρώ. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, αφού η αμοιβαιοποίηση δεν εξαρτιόταν από την ίδια, η συμφωνία που θα επεδίωκε
προέβλεπε τη μη αμφισβήτηση (οπότε τη μη μείωση) του οφειλομένου χρέους προς το ΔΝΤ και τους ιδιώτες επενδυτές – αντίθετα, τα εξής με τους Ευρωπαίους δανειστές:
(α)  Την έκδοση διαρκών ομολόγων της ίδιας ονομαστικής αξίας με αυτά που είχε στην κατοχή της η ΕΚΤ – με μειωμένο επιτόκιο, αλλά χωρίς ημερομηνία πληρωμής ή λήξης.
(β) Την ανταλλαγή των ομολογιακών χρεών προς το ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης με νέα 30ετή ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης, επίσης της ίδιας ονομαστικής αξίας, αλλά υπό δύο όρους: Πρώτον, οι ετήσιες πληρωμές θα έπρεπε να ανασταλούν έως ότου το ΑΕΠ της χώρας φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο ύψος – το οποίο δυστυχώς δεν γνωρίζουμε. Δεύτερον, το επιτόκιο θα συνδεόταν με το ποσοστό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας – όπου επίσης δεν γνωρίζουμε ακριβή νούμερα.
Ουσιαστικά λοιπόν δεν αναφερόταν στη ονομαστική διαγραφή των χρεών, αλλά στην επιμήκυνση τους με θετικές προϋποθέσεις για την Ελλάδα – με εξαίρεση τα χρέη προς την ΕΚΤ, για τα οποία η χώρα θα πλήρωνε μεν ένα χαμηλό επιτόκιο, αλλά δεν θα τα εξοφλούσε ποτέ (άρα θα επιμηκύνονταν στο διηνεκές).
(2)  Πρωτογενές πλεόνασμα που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ, χωρίς νέα μέτρα λιτότητας – όπου το μεν πρώτο θα δυσκόλευε την ανάπτυξη της οικονομίας, ενώ το δεύτερο (μέτρα λιτότητας) δεν θα ήταν εύκολο να αποφευχθεί, εάν η χώρα δεν πετύχαινε το στόχο του 1,5%. Εν τούτοις το ποσοστό ήταν πολύ χαμηλότερο, από αυτό που απαιτούσαν οι πιστωτές από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά – οπότε θα ήταν θετικό για την Ελλάδα.
(3)  Σημαντικές μειώσεις του ΦΠΑ, καθώς επίσης των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων, έτσι ώστε να στηριχθεί ο ιδιωτικός τομέας – επειδή ο τζίρος τους μειωνόταν συνεχώς, ενώ οι τράπεζες είχαν πτωχεύσει, οπότε δεν μπορούσαν να παρέχουν δάνεια στις κερδοφόρες εταιρείες.
Εν προκειμένω θα ήταν επίσης κάτι θετικό για την Ελλάδα, αφού το δημόσιο δεν ήταν σε θέση να επενδύσει – οπότε θα έπρεπε να αναλάβουν το ρόλο αυτό οι επιχειρήσεις. Κατά την άποψη μας βέβαια, με εξαίρεση τον ΦΠΑ, το πρόβλημα των επιχειρήσεων δεν ήταν τόσο η υψηλή φορολογία, όσο η έλλειψη ζήτησης – η οποία καθιστά σταδιακά ασύμφορη τη λειτουργία τους λόγω του συνεχούς περιορισμού του τζίρου τους που κάποια στιγμή παύει να καλύπτει τα έξοδα τους (πέφτει κάτω από το «νεκρό σημείο»), οδηγώντας τες στη χρεοκοπία. Ως εκ τούτου θα χρειάζονταν επί πλέον μέτρα τόνωσης της ζήτησης – ενώ χωρίς δημόσιες επενδύσεις, καμία χώρα δεν μπορεί να ανακάμψει πραγματικά.
(4)  Στρατηγικές ιδιωτικοποιήσεις υπό όρους που θα προστατεύουν τα εργατικά δικαιώματα και την ανάκαμψη των επενδύσεων – με την έννοια πως οι αγοραστές του δημοσίου πλούτου θα υποχρεώνονταν να σεβαστούν τις συλλογικές συμβάσεις και να επενδύσουν επί πλέον χρήματα στις επιχειρήσεις που θα εξαγόραζαν.
Προφανώς επρόκειτο για μία προσπάθεια συμβιβασμού με τους δανειστές, αφού το κόμμα δεν ήταν τότε υπέρ των αποκρατικοποιήσεων – αν και έπρεπε να τοποθετηθεί ένα χρονοδιάγραμμα ή/και να συνδεθούν οι εξαγορές με το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, έτσι ώστε να μην πουληθούν τουλάχιστον οι δημόσιες επιχειρήσεις σε εξευτελιστικές τιμές.
(5)  Δημιουργία μίας αναπτυξιακής τράπεζας, η οποία θα χρησιμοποιούσε τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία που δεν θα ιδιωτικοποιούνταν, ως εγγύηση για το δανεισμό και τη διενέργεια κρατικών επενδύσεων στα ίδια – έτσι ώστε να αυξηθεί η αξία και τα κέρδη τους, τα οποία μέσω μερισμάτων θα διοχετεύονταν στα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Με τον τρόπο αυτό θα διενεργούσε κατά έναν έμμεσο τρόπο επενδύσεις το κράτος, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και τονώνοντας κάπως τη ζήτηση – κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί αρνητικό για την Ελλάδα. Φυσικά θα απαιτούταν εδώ ένα πολύ λεπτομερές πρόγραμμα, για να τεκμηριωθεί εάν ήταν ρεαλιστικό το σχέδιο ή απλά ευχολόγιο – καθώς επίσης πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να αποδώσει.
(6)  Μεταβίβαση των μετοχών (άρα της ιδιοκτησίας) και της διαχείρισης των ελληνικών τραπεζών στην ΕΕ – κάτι που δυστυχώς δεν μπορούμε καθόλου να καταλάβουμε πώς θα πραγματοποιούταν, ενώ η ΕΕ δεν γνωρίζουμε να έχει στην ιδιοκτησία της καμία άλλη τράπεζα.
Παρά το ότι λοιπόν τα πέντε προηγούμενα σημεία έχουν λογική, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε κάτι ανάλογο για το τελευταίο – αν και γνωρίζουμε πως πράγματι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν σε καλή κατάσταση, ειδικά λόγω του PSI και των κόκκινων δανείων που προκάλεσε η πολιτική των μνημονίων.
Αυτό που τις χρεοκόπησε όμως ήταν η μη έγκαιρη οχύρωση τους από την κυβέρνηση, η οποία όφειλε να λάβει αμέσως μετά την εκλογή της στις αρχές του 2015 μέτρα ελέγχου κεφαλαίων, οι μαζικές εκροές των καταθέσεων (περί τα 45 δις €), καθώς επίσης το (παράνομο φυσικά) κλείσιμο τους από την ΕΚΤ – οπότε η ευθύνη εδώ, τα 40 δις € που έχασε το δημόσιο από τις ανακεφαλαιοποιήσεις τους, συν τα τεράστια ποσά που έχασαν οι ιδιώτες μέτοχοι τους και ο αφελληνισμός τους, βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τον υπουργό οικονομικών.
Τέλος, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ, εάν οι πιστωτές δεν συμφωνούσαν με το σχέδιο η πρόταση ήταν ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών, το οποίο βέβαια δεν είχε μεγάλη διαφορά από ένα παράλληλο νόμισμα τύπου IOU – ταυτόχρονα με τη στάση πληρωμών, εν πρώτοις όσον αφορά την ΕΚΤ.
Οι ενστάσεις
Έχοντας ήδη αναφερθεί σε γενικές γραμμές στο θέμα (άρθρο Α. Οικονόμου), οφείλουμε να τονίσουμε εν πρώτοις πως το σχέδιο δεν ήταν σε καμία περίπτωση αριστερό, αλλά μάλλον φιλελεύθερο – αφού δεν προέβλεπε το λογιστικό έλεγχο των δημοσίων χρεών αποδεχόμενο το ύψος τους ως είχε χωρίς καμία ονομαστική διαγραφή, απέβλεπε στη μείωση των φόρων για όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους, ενέκρινε τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν είχε πρόθεση κρατικοποίησης των τραπεζών, δεν αναφερόταν πουθενά η (ιδιωτική) Τράπεζα της Ελλάδας κοκ.
Με εξαίρεση τώρα το σημείο 6 (μεταβίβαση των μετοχών στην ΕΕ!), ήταν θετικό για την Ελλάδα – εξαιρετικά δύσκολο όμως στην επίτευξη του, εάν όχι απίθανο. Το μεγάλο πρόβλημα ευρίσκεται κατά την άποψη μας στην εφαρμογή και εκτέλεση του – πόσο μάλλον από μία τόσο άπειρη και ανεπαρκή κυβέρνηση, η οποία δεν διέθετε σχεδόν κανένα στέλεχος που να ήταν σε θέση να λειτουργήσει αποτελεσματικά, κάτω από τέτοιου είδους «ασφυκτικές» συνθήκες (κάτι που όφειλε να γνωρίζει τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο υπουργός οικονομικών του).
228
Εκτός αυτού, όφειλε να τεθεί αμέσως ενώπιον των δανειστών, της Γερμανίας δηλαδή, ή δυνατόν την επόμενη ημέρα της σύστασης της κυβέρνησης, χωρίς καμία απολύτως καθυστέρηση – ενώ οι Πολίτες θα έπρεπε να είναι ενημερωμένοι, ιδίως για τους κινδύνους που συνεπαγόταν, αφού χωρίς την αμέριστη στήριξη τους δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί τίποτα.
Φυσικά οι τράπεζες όφειλαν να είναι οχυρωμένες και το παράλληλο σύστημα πληρωμών θα έπρεπε να είναι έτοιμο να λειτουργήσει αμέσως – ενώ όφειλαν να αναβληθούν οι πληρωμές των ομολόγων προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ (όλες εκτός των ομολόγων αγγλικού δικαίου), έτσι ώστε να μην αδειάσουν τα δημόσια ταμεία, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της ατελείωτης διαπραγμάτευσης. Κανένας άλλωστε δεν μπορούσε να μας διώξει από τη νομισματική ένωση αφού δεν προβλέπεται από τις συνθήκες, ούτε να μας απαγορεύσει τη χρεοκοπία εντός του ευρώ – πόσο μάλλον όταν η πρόταση σε γενικές γραμμές ήταν αρκετά μετριοπαθής, συντηρητική και έντιμη.
Με απλά λόγια, ο μοναδικός τρόπος για να είχε κάποια πιθανότητα επιτυχίας η εφαρμογή του σχεδίου, θα ήταν ένας «αστραπιαίος πόλεμος» κατά το παράδειγμα της Γερμανίας το 2ο ΠΠ, από μία ετοιμοπόλεμη κυβέρνηση, καθώς επίσης από έναν ετοιμοπόλεμο λαό – με όλα όσα ρίσκα συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αφού η έκβαση μίας μάχης δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί.
Αφού λοιπόν δεν είχε προετοιμασθεί κάτι τέτοιο, ούτε φυσικά δρομολογήθηκε, η αποτυχία ήταν δεδομένη, νομοτελειακή – κλιμακούμενη όσο περνούσε ο χρόνος και διεξάγονταν οι πληρωμές, άδειαζαν τα κρατικά ταμεία και έφευγαν οι καταθέσεις. Επομένως δεν έχει δίκιο ο κ. Βαρουφάκης όταν ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να κριθεί, επειδή δεν του επετράπη η εφαρμογή του σχεδίου του από τον πρωθυπουργό που τελικά δείλιασε.
Ασφαλώς μπορεί να κριθεί, ενώ δεν είναι καθόλου δύσκολη η καταδικαστική ετυμηγορία, ειδικά για όλους όσους τάσσονται εναντίον των μνημονίων και της κυλιόμενης πτώχευσης – στην οποία έχει καταδικαστεί η Ελλάδα από τις κυβερνήσεις της, ενώ η χαριστική βολή δόθηκε από τη σημερινή, ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης διαπραγμάτευσης και της δολοφονίας της ελπίδας.
Επίλογος
Με τον κ. Γιάννη Βαρουφάκη συμφωνούμε σε όλα σχεδόν τα θέματα από την αρχή της κρίσης – ειδικά όσον αφορά τη διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, την καταστροφική πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων, την παγίδα στην οποία οδηγήθηκε η Ελλάδα, καθώς επίσης τον ύπουλο ρόλο της Γερμανίας και του υπουργού οικονομικών της. Ήταν ανόητη βέβαια η παραδοχή του όσον αφορά το χρέος στις 20 Φεβρουαρίου, καθώς επίσης η δήλωση του πως συμφωνεί με το 70% των μέτρων των μνημονίων – ενώ έκανε μεν μία σειρά από πολλά άλλα λάθη, χωρίς όμως κακή πρόθεση.
Πιστεύουμε δε πως παρουσιάζεται ως αριστερός μόνο από εκκεντρικότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι φιλελεύθερος – κάτι που δεν έχει βέβαια καμία σχέση με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Άλλωστε αυτό τεκμηριώνεται από το ημιτελές έστω σχέδιο του – ενώ το κυριότερο που του προσάπτουμε είναι η απαράδεκτη μαγνητοφώνηση και δημοσίευση των συζητήσεων/επαφών του με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, τα οποία ασφαλώς δεν βοηθούν την Ελλάδα.
208
Εν τούτοις, είναι διαφορετική η διαπίστωση των προβλημάτων και οι προτάσεις για τη λύση τους, από την εφαρμογή τους. Ειδικά όταν έχει κανείς απέναντι του έναν έμπειρο Γερμανό αποικιοκράτη, όπως ο κ. Σόιμπλε, ο οποίος στηρίζεται από μία ισχυρή χώρα που δεν συμβιβάζεται ποτέ – έχοντας μακροπρόθεσμα και μεθοδικά προετοιμασμένα σχέδια που εμπερικλείουν όλες τις πιθανότητες.
Τέλος, δεν φτάνει να είναι κανείς καλός οικονομολόγος για να κερδίσει έναν τέτοιο πόλεμο, αφού απαιτούνται επί πλέον ηγετικά προσόντα, κυριότερο από τα οποία είναι η επιλογή των σωστών συνεργατών και της σωστής χρονικής στιγμής – κάτι που μάλλον δεν διαθέτει ο πρώην υπουργός. Διαφορετικά δεν πολεμάει για κάτι, αλλά απλά αυτοκτονεί – όπου, στην περίπτωση μίας κυβέρνησης, ισοδυναμεί με έγκλημα, αφού συμπαρασύρει μαζί της ένα ολόκληρο Έθνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου