Oι ανώτατες εισοδηματικές τάξεις εγκαταλείπουν την Τουρκία, με κυριότερους προορισμούς την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, σημειώνοντας πως πέρυσι 6.000 εκατομμυριούχοι μετανάστευσαν σε άλλα κράτη – η εμπειρία του ΔΝΤ.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην
Τουρκία, μετά από σχεδόν 100 χρόνια και αφού κατάφερε να επιζήσει από
πολέμους και πραξικοπήματα, κατέρρευσε – έχοντας κηδευτεί από εκείνους
τους Πολίτες της χώρας που ψήφισαν ΝΑΙ με πλειοψηφία 51,4%. Οι
ελάχιστοι ψήφοι, με τους οποίους κέρδισε ο πρόεδρος της χώρας το
δημοψήφισμα, του δίνουν τη δυνατότητα να κυβερνήσει απολυταρχικά – αφού η ψήφιση του προεδρικού συστήματος που θα ακολουθήσει, επικεντρώνει όλες τις εξουσίες στον ίδιο.
Εν προκειμένω δεν πρόκειται για μία συνταγματική αναθεώρηση, όπως ισχυρίζεται η τουρκική κυβέρνηση – αλλά
για μία επανάσταση, για ένα πραξικόπημα εκ των άνω, το οποίο καταργεί
τη δημοκρατία στην Τουρκία, μετατρέποντας την σε ένα δικτατορικό κράτος
του ενός ανδρός. Λογικά λοιπόν θεωρείται πως η 16η Απριλίου θα καταγραφεί στην ιστορία ως η
ημερομηνία που καταλύθηκε η δημοκρατία του Ατατούρκ – ενώ τα αποτελέσματα της θα γίνονται αντιληπτά ακόμη και όταν θα έχει πάψει να υπάρχει ο σημερινός της πρόεδρος.
Συνεχίζοντας, οι Πολίτες υποχρεώθηκαν να αποφασίσουν για μία συνταγματική αλλαγή στις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης που επικρατούν σήμερα στην Τουρκία, με 40.000 ανθρώπους κλεισμένους στις φυλακές
– εκ των οποίων οι 150 είναι δημοσιογράφοι, ενώ οι δύο αρχηγοί της
δεύτερης μεγαλύτερης αντιπολιτευτικής παράταξης που στηρίζει τους
Κούρδους.
Παράλληλα ο Τούρκος πρόεδρος
χρησιμοποίησε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό για να κερδίσει το
δημοψήφισμα – την αστυνομία, τη Δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση, ενώ οι 17 μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας έδωσαν το 90% του τηλεοπτικού τους χρόνου στους οπαδούς του «ΝΑΙ»,
όταν στην αντιπολίτευση μόλις το 10%. Εν τούτοις κέρδισε με μία
ελάχιστη διαφορά, κατηγορούμενος επί πλέον τεκμηριωμένα για εκλογική
νοθεία – χάνοντας την πλειοψηφία στις τρεις σημαντικότερες πόλεις της
Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Άγκυρα).
Όλα αυτά είναι φυσικά αδιάφορα για το δικτάτορα, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το αυταρχικό του καθεστώς
– αφού θα του δίνεται η δυνατότητα να διαλύει όποτε θέλει τη Βουλή, να
μη δεσμεύεται από την κομματική ουδετερότητα, καθώς επίσης να διορίζει
τους 12 από τους 15 συνταγματικούς δικαστές, ενώ καταργείται ταυτόχρονα η
θέση του πρωθυπουργού.
Η αντιπολίτευση τώρα αναφέρεται σε μία εκλογική απάτη, λέγοντας πως θα αμφισβητήσει νομικά το αποτέλεσμα – κάτι που δεν πρόκειται να έχει επιτυχία αλλά, αντίθετα, θα δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα στη διαιρεμένη σε δύο ισάριθμες ομάδες χώρα.
Την ίδια στιγμή οι ανώτατες
εισοδηματικές τάξεις συνεχίζουν να εγκαταλείπουν την Τουρκία, με
κυριότερους προορισμούς την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα – σημειώνοντας πως το 2016 περίπου 6.000 εκατομμυριούχοι μετανάστευσαν σε άλλα κράτη, έναντι μόλις 1.000 το 2010.
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία, από μία πολλά υποσχόμενη αναπτυσσόμενη
χώρα, μετατρέπεται σταδιακά σε μια περιοχή υψηλού ρίσκου – ενώ, παρά το
ότι αναμένεται η σταθεροποίηση ή η άνοδος της ισοτιμίας της τουρκικής
λίρας, επειδή οι αγορές τάσσονται πάντοτε υπέρ της πολιτικής
σταθερότητας, η οικονομία της Τουρκίας θα συνεχίσει την καθοδική της
πορεία.
Η ίδια η χώρα θα κινδυνεύσει να
διαμελισθεί στις τρεις περιοχές που έδειξαν πόσο διαφέρουν μεταξύ τους,
με βάση τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος (ανάλυση) – όπου ο πρόεδρος κέρδισε σχεδόν μόνο τις υποανάπτυκτες. Η κατάρρευση της οικονομίας της πάντως ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν (άρθρο), ως επακόλουθο των μέτρων που επιβάλλει στις χώρες το ΔΝΤ (ανάλυση) – υπενθυμίζοντας τα εξής:
Το ξεκίνημα της κρίσης
Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε
ουσιαστικά στην Τουρκία το Φεβρουάριο του 2001 – με αφορμή τη στοχευμένη
επίθεση του προέδρου της χώρας εναντίον του πρωθυπουργού της, στο
Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ένα κρατικό όργανο, στο οποίο υπερίσχυε το
στρατιωτικό καθεστώς). Ο τότε πρόεδρος είχε κατηγορήσει τον πρωθυπουργό, ισχυριζόμενος ότι έχει αποτύχει παταγωδώς στην καταπολέμηση της διαφθοράς – με το «σκάνδαλο» να αναπαράγεται και να μεγαλοποιείται από όλα σχεδόν τα τουρκικά και διεθνή ΜΜΕ.
Αμέσως μετά τη διαμάχη της ανώτατης ηγεσίας, κατέρρευσαν οι μετοχές στο χρηματιστήριο της χώρας ενώ αργότερα, μετά την «απελευθέρωση» της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, ακολούθησε η υποτίμηση της κατά 40% – επομένως και η αντίστοιχη, θανατηφόρα ασφαλώς μείωση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων.
«Θυμάμαι ακριβώς τι συνέβη τότε», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας ξένος παρατηρητής, συνεχίζοντας: «Ήταν η 21η Φεβρουαρίου του 2001. Από τη μία ημέρα στην άλλη, το δολάριο δεν κόστιζε πια 690.000 λίρες, αλλά 850.000 – πριν ακόμη ανακοινωθεί επίσημα από την κυβέρνηση η απελευθέρωση της τουρκικής λίρας. Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2001, την κύρια ημέρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, την ημέρα μηδέν, η ισοτιμία αναρριχήθηκε σχεδόν στις 900.000 λίρες. Αργότερα, έφτασε στο 1.300.000 λίρες».
Σαν επακόλουθο των παραπάνω, η οικονομία
της χώρας κατέρρευσε με τη σειρά της – με την ύφεση να ξεπερνάει το 3%
και τον πληθωρισμό να πλησιάζει το 50%, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της
κυβέρνησης (κατά την Morgan Stanley τότε, η ύφεση ήταν της τάξης του 7,2% και ο πληθωρισμός 70%).
Παράλληλα, τα επιτόκια δανεισμού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
έφτασαν στο 110% – ένα μέγεθος με το οποίο ήταν αδύνατον να επιβιώσουν.
Κατά τη διάρκεια των επομένων εβδομάδων η
βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 10%, αρκετές χιλιάδες μικρομεσαίες
επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι (υποδήματα,
κλωστοϋφαντουργίες) έπαψαν να λειτουργούν, ενώ περίπου 500.000
εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους – παρά το ότι η ανεργία ήταν ήδη στο 18%, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση. Εκτός
αυτού, τα φάρμακα σε όλα τα νοσοκομεία της Τουρκίας εξαντλήθηκαν, αφού
οι ξένες φαρμακοβιομηχανίες σταμάτησαν να προμηθεύουν τη χώρα – λόγω της
αβέβαιης ισοτιμίας του νομίσματος της.
Η κατάληψη της εξουσίας
Στις αρχές Μαρτίου του 2001, οι
υπευθυνότητες για το μεγαλύτερο μέρος της Οικονομίας και του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, ανατέθηκαν στον K.Dervis – στον μέχρι τότε
αντιπρόεδρο δηλαδή της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος ήταν στο
στελεχιακό δυναμικό της από τη δεκαετία του ’70. Ο K.Dervis, αρκετά
χρόνια προηγουμένως, είχε διαχωρίσει το δρόμο του από τον σοσιαλιστή
πρωθυπουργό της Τουρκίας, όταν αυτός (B. Ecevit) είχε πολύ σωστά εναντιωθεί στη δραστική ιδιωτικοποίηση της οικονομίας – ιδρύοντας μαζί με άλλους πολιτικούς, το 1994, τη «Νέα Δημοκρατική Κίνηση».
Η οργάνωση αυτή, υπό τη ηγεσία του
προέδρου των εργοδοτών, ήταν υπέρ ενός συμβιβασμού στο κουρδικό θέμα,
«προωθούσε» τη συνεννόηση με το πολιτικό Ισλάμ και σχεδίαζε τη ριζική
φιλελευθεροποίηση της Οικονομίας – στα πλαίσια των αρχών των «παιδιών του Σικάγου». Εν
τούτοις, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του 1995 η «οργάνωση», στην
οποία συμμετείχε ο K. Dervis, εξαφανίσθηκε εντελώς από την πολιτική
σκηνή.
Στις 19 Μαρτίου του 2001, η κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ σε ένα «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα ριζικής «αναμόρφωσης» της τουρκικής οικονομίας –
το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, τον δραστικό
περιορισμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, μέσα από τη μεγάλη μείωση
των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης τις ιδιωτικοποιήσεις όλων των
κρατικών εταιρειών. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η τουρκική οικονομία είχε χαρακτηρισθεί ως «σοβιετικού τύπου» από τους ιθύνοντες του ΔΝΤ – οι οποίοι τοποθέτησαν αμέσως το δικό τους άνθρωπο, στην ισχυρότερη θέση της χώρας (Υπουργείο Οικονομικών).
Συνεχίζοντας οι διεθνείς επενδυτές,
οι τοκογλύφοι και το Καρτέλ δηλαδή, δεν εμπιστευόντουσαν ότι η τότε
πολυκομματική κυβέρνηση, συναποτελούμενη από τη σοσιαλιστική, τη
συντηρητική και την εθνικιστική παράταξη (Γκρίζοι Λύκοι), θα μπορούσε να
επιβάλλει τις αλλαγές – πόσο μάλλον όταν τόσο οι κρατικές
τράπεζες, όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, ήταν οι βασικές «δεξαμενές»
άντλησης πολιτικής δύναμης για τα κόμματα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό οι δυτικές κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και οι τράπεζες (η πραγματική Τρόικα ουσιαστικά, σύμφωνα με την ευρηματική ονομασία που της έδωσαν πρώτοι οι Έλληνες), πίεζαν μαζικά και από κοινού την Τουρκία με απώτερο, κρυφό στόχο την «άλωση» και τη λεηλασία της.
Έτσι λοιπόν, τα «παρακλητικά» γράμματα του τότε πρωθυπουργού για την
παροχή οικονομικής βοήθειας στη χώρα του (δάνεια), είτε δεν γινόταν
αποδεκτά, είτε συνδέονταν με απίστευτες απαιτήσεις ολοκληρωτικής
αναδιάρθρωσης (ξεπουλήματος καλύτερα) της τουρκικής οικονομίας.
Παράλληλα, τόσο τα διεθνή ή τοπικά ΜΜΕ,
όσο και οι σύνδεσμοι των εργοδοτών, βιομηχάνων και επιχειρηματιών,
ενισχυόμενοι σιωπηλά από τη στρατιωτική εξουσία (η οποία απειλούσε
έμμεσα ακόμη και με πραξικόπημα), είχαν εξαπολύσει μία απίστευτη «γκεμπελική καμπάνια», κατηγορώντας με κάθε τρόπο την κυβέρνηση για ανικανότητα και διαφθορά. Ο δήθεν στόχος τους ήταν η μετατροπή της Τουρκίας σε μία σύγχρονη Δημοκρατία, μακριά από τον «κρατισμό» του παρελθόντος.
Το μνημόνιο
Συνεχίζοντας, παρά το ότι η κυβέρνηση
είχε αποδεχθεί το πρόγραμμα του ΔΝΤ, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να
επιβάλλει της διαρθρωτικές αλλαγές του – περιοριζόμενη στις συνεχείς αυξήσεις των φόρων στη βενζίνη, στον καπνό, στο οινόπνευμα, στη ζάχαρη και σε πολλά άλλα είδη.
Όταν όμως η πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας υποτιμήθηκε από τις
διεθνείς τράπεζες και τις εταιρείες αξιολόγησης, παράλληλα με τη νέα
υποτίμηση του νομίσματος της, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συναντηθεί,
κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου, με τους αντιπροσώπους του ΔΝΤ και
της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογράφοντας ένα δεσμευτικό «μνημόνιο»
συνεργασίας – με βάση το οποίο ήταν πλέον αναγκασμένη να υποκύψει σε
όλες τις απαιτήσεις τους.
Σύμφωνα με τους Financial Times της Γερμανίας τότε (09.04.2001), «Οι δαπάνες του δημοσίου έπρεπε να μειωθούν άμεσα κατά 25%, ενώ τα έσοδα να αυξηθούν κατά 10%.
Από τις αρχές του 2002 έπρεπε να καταργηθούν οι επιδοτήσεις των
αγροτών, καθώς επίσης να πουληθούν όλα τα δημόσια αγροτικά εργοστάσια. Η
ανάπτυξη όφειλε, μετά την ύφεση του 2001, να είναι 4,5% το 2002 και
5,5% το 2003».
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, οι
(με απόσταση) δύο μεγαλύτεροι πελάτες της γερμανικής πολεμικής
βιομηχανίας, η οποία είναι ένας από τους σημαντικότερους «διαφθορείς
συνειδήσεων» διεθνώς, είναι η Ελλάδα και η Τουρκία – γεγονός
που σημαίνει ότι δεν είναι εντελώς απίθανο να «υποδαυλίζει» η Γερμανία
τις συνεχείς «αντιπαλότητες» μεταξύ τους, οι οποίες συμβάλλουν αφενός
μεν στις εξαγωγές της Γερμανίας, αφετέρου δε στην υπερχρέωση της Ελλάδας
και της Τουρκίας (εξοπλιστικά προγράμματα)
Περαιτέρω, έπρεπε να καταργηθούν όλοι
οι offshore-λογαριασμοί στις τράπεζες, ενώ οι ιδιοκτήτες των
χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα ήταν υπεύθυνοι για τα χρέη
τους, με την ιδιωτική τους περιουσία (οι πιστωτικές απώλειες των
κρατικών τραπεζών υπολογίσθηκαν στα 20 δις $ – αν και τελικά δεν έκλεισε
καμία τράπεζα). Το πρόγραμμα λιτότητας απαιτούσε επίσης την απόρριψη τουλάχιστον 5.000 κοινωφελών επενδυτικών σχεδίων της κυβέρνησης.
Εκτός αυτού, η πλειονότητα των 230.000 υπαλληλικών κατοικιών έπρεπε να
πουληθεί, ενώ ένα μεγάλο μέρος των 2,5 εκ. δημοσίων υπαλλήλων όφειλαν να
απολυθούν.
Συνεχίζοντας στη μεγάλη λεηλασία της
Τουρκίας, οι ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων ήταν υποχρεωμένοι να
νομιμοποιήσουν τα ακίνητα τους, πληρώνοντας ποσά, τα οποία θα απέφεραν
συνολικά στα ταμεία του κράτους περί τα 5 δις $. Επίσης, οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν υποχρεωτικό να πουληθούν στις τότε εξευτελιστικές τιμές στο διεθνές κεφάλαιο –
οι κρατικές τράπεζες δηλαδή, οι επιχειρήσεις ενέργειας, ύδρευσης και
ηλεκτροδότησης, οι αεροπορικές εταιρείες, οι τηλεπικοινωνίες κλπ.
Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα της χώρας έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς από την Πολιτική.
Μάλλον οφείλουμε να συμπληρώσουμε επίσης
εδώ ότι, συνήθως αυξάνεται δυσανάλογα το δημόσιο χρέος με την είσοδο
των συνδίκων του διαβόλου σε μία χώρα, επειδή τα αδύναμα κράτη
υποχρεώνονται να συμπεριλάβουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες, καθώς
επίσης τις ζημίες των επιχειρήσεων του δημοσίου, όπως και αποζημιώσεις
του προσωπικού που απολύουν – έτσι ώστε οι κρατικές επιχειρήσεις να πουληθούν στους ιδιώτες όχι μόνο σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά και «ελεύθερες βαρών».
Περαιτέρω το ΔΝΤ, μετά την υπογραφή του
«μνημονίου υποτέλειας», αποφάσισε τελικά να δανείσει τα 6 δις $ στην
Τουρκία, τα οποία είχε υποσχεθεί και δεν εκταμίευε (το σύνηθες
τέχνασμα), ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε τις ανάγκες εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος στα 35 δις $ –
καθώς επίσης τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα των επομένων τριών μηνών, τα οποία
δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει η Τουρκία, στα 10,1 δις $ (το συνολικό
δάνειο του ΔΝΤ προς την Τουρκία, μεταξύ των ετών 2002-2004, ήταν 31 δις
$).
Ολοκληρώνοντας, σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις, κανένα από τα τρία κόμματα που συγκυβερνούσαν δεν ξεπερνούσε πλέον το ελάχιστο όριο εισαγωγής τους στη Βουλή (10%)
– ενώ ο πρωθυπουργός δεν ήθελε (ίσως δεν του επιτρεπόταν από το ΔΝΤ) να
παραιτηθεί, παρά το ότι είχε χαθεί εντελώς η εμπιστοσύνη τόσο των
βουλευτών, όσο και των Πολιτών της χώρας απέναντι του.
Όπως αποδείχθηκε δε στη συνέχεια, κανένα
από τα παλαιότερα κόμματα δεν «επέζησε» ως είχε – χωρίς αυτό να
σημαίνει δυστυχώς ότι, η νέα ηγεσία συμπεριφέρθηκε όπως μάλλον θα
περίμεναν οι Πολίτες της χώρας. Αν μη τι άλλο, το κόμμα που διαδέχθηκε τα «συντρίμμια» που άφησε το ΔΝΤ, ήταν αυτό που τελικά «ξεπούλησε» τη δημόσια περιουσία της Τουρκίας, όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται παράδοξο
– κυρίως δε τις κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης τις
προσοδοφόρες, αποκλειστικές άδειες εκμετάλλευσης (τυχερών παιχνιδιών,
τηλεοπτικών συχνοτήτων κλπ.).
Η εξαθλίωση
Ανακεφαλαιώνοντας, σαν αποτέλεσμα των
τρομακτικών πιέσεων που ασκήθηκαν τόσο από τις τράπεζες, όσο και από τα
υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της δύσης, η τουρκική κυβέρνηση
αναγκάσθηκε, εκείνο το Σάββατο του Απριλίου του 2001, δύο μόλις μήνες
μετά το ξέσπασμα της κρίσης και ενώ ο λαός ήταν ακόμη υπό την επήρεια
του σοκ, να καταθέσει ένα αυστηρότατο πρόγραμμα μέτρων («μνημόνιο») – εν μέσω μαζικών διαδηλώσεων και διαμαρτυριών των εργαζομένων.
Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε μία ευρύτατη αναδιάρθρωση της οικονομίας
της χώρας, σε συνδυασμό με δραστικές μειώσεις του βιοτικού επιπέδου των
Πολιτών της.
Ο βασικός λόγος, ο οποίος ανάγκασε την
κυβέρνηση να λάβει τις συγκεκριμένες, οδυνηρές αποφάσεις ήταν, όπως
αναφέραμε, οι «επιθετικές κινήσεις» της ισχυρότατης τουρκικής
στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς επίσης του τότε προέδρου της χώρας – σε
στενή συνεργασία με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Όλοι μαζί οι
παραπάνω είχαν σαν «επίσημο» στόχο, την ολοκληρωτική διάλυση του «εδραιωμένου δικτύου» των πολιτικών, των δημοσίων υπαλλήλων και των μεγάλων επιχειρηματιών, οι οποίοι κυριαρχούσαν για πολλές δεκαετίες στην τουρκική κοινωνία.
Ο σύνδεσμος όμως των βιομηχάνων και επιχειρηματιών (Tusiad) ήταν επίσης μέλος της ομάδας που επεδίωκε την αλλαγή, με σύνθημα του την «κήρυξη του πολέμου εναντίον της διαφθοράς», καθώς επίσης τον «εκδημοκρατισμό της χώρας» –
έτσι ώστε να ενισχυθούν, όπως τόνιζε, οι προσπάθειες του τόσο από το
εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό. Επομένως, πως ήταν δυνατόν να
απαιτούσε ο ίδιος την τιμωρία του;
Κλείνοντας, σύμφωνα με ανεξάρτητους ξένους παρατηρητές της εποχής εκείνης, το
αυστηρότατο πρόγραμμα μέτρων, το οποίο κατατέθηκε από την (σκιώδη)
κυβέρνηση, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν εξαθλιωνόταν εντελώς ο
ήδη φτωχός πληθυσμός της χώρας – ενώ δεν είχε καμία απολύτως
σχέση με τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Αντίθετα, ήταν εντελώς
ασυμβίβαστο με τους κανόνες της Δημοκρατίας, η οποία βέβαια δεν θα
μπορούσε να επιβιώσει σε συνθήκες άκρατου νεοφιλελευθερισμού
και βασιλείας των αγορών.
Απλούστερα, οι νέοι καπετάνιοι
του τουρκικού υπερωκεανίου θα πετούσαν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών στη
θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους
υπόλοιπους – οι οποίοι, αφενός μεν θα αποδέχονταν δουλικά,
αφετέρου δε θα ισχυροποιούσαν και θα έτρεφαν πλουσιοπάροχα τους νέους
ιδιοκτήτες.
Επίλογος
Σε σχέση με το παραπάνω συμπέρασμα, υπενθυμίζοντας πως ο σημερινός πρόεδρος είναι αυτός που ξεπούλησε τη χώρα του μετά το 2004,
είναι μάλλον χαρακτηριστική η παρακάτω διαπίστωση ενός ξένου
δημοσιογράφου, όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην
Τουρκία:
«Πως είναι δυνατόν να επιζήσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος εδώ; Τα χαμηλά εισοδήματα είναι της τάξης των 175-250 €, ενώ τα μεσαία κυμαίνονται μεταξύ 350 € και 450 € μηνιαία. Ανάλογα με το εκάστοτε εισόδημα, το 35% πηγαίνει στο ενοίκιο, οπότε μένουν ελάχιστα χρήματα για τα υπόλοιπα έξοδα.
Το κόστος διαβίωσης δεν είναι χαμηλό
στην Τουρκία, όπως υποθέτουν πολλοί στην Ευρώπη – αντίθετα, είναι
απερίγραπτα υψηλό. Ένα τηλεφώνημα κοστίζει τριπλάσια, από όσο στην
Ευρώπη – δεκαπλάσια, εάν το μετρήσει κανείς με κριτήριο τα πραγματικά
του εισοδήματα. Ένα ζευγάρι παπούτσια κοστίζει στην επαρχία περίπου 50 €
– θα πρέπει δηλαδή να δουλέψει κανείς τουλάχιστον μία εβδομάδα για να τα αγοράσει. Το κρέας είναι ακριβότερο από τη Γερμανία, ενώ όλα τα υπόλοιπα τρόφιμα επίσης, με εξαίρεση μόνο τα φρούτα και τα λαχανικά.
Για να μπορέσει μία τετραμελής
οικογένεια να ζήσει με σχετική αξιοπρέπεια στην Τουρκία, χρειάζεται
περίπου 900 € μηνιαία – ενώ συνήθως δεν διαθέτει ούτε τα μισά. Είναι πραγματικά μυστήριο το πως μπορεί και επιβιώνει ένας μέσος εργαζόμενος άνθρωπος εδώ – για τους άνεργους και τους συνταξιούχους, ένας άλυτος γρίφος.
Πεθαίνουν στην κυριολεξία άνθρωποι
στους σκουπιδότοπους και κανείς δεν τους δίνει την παραμικρή σημασία.
Δεν είμαι πια σίγουρος εάν ο πόλεμος της φτώχειας είναι καλύτερος από το
συμβατικό. Τουλάχιστον στον κανονικό πόλεμο, πεθαίνει κανείς με αξιοπρέπεια και με υπερηφάνεια για την πατρίδα του.
Είναι πραγματικά οδυνηρή η εικόνα αυτού του κάποτε υπερήφανου,
στρατιωτικού λαού, ο οποίος καθημερινά ζητιανεύει στους σκονισμένους,
άθλιους δρόμους της λεηλατημένης χώρας του – δούλος μίας παγκόσμιας,
αχόρταγης ολιγαρχίας που δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να συναντήσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου