γράφει ο Κων/νος Ζούλας
Είναι πραγματικά λυπηρό να είσαι παρών σε ένα Eurogroup. Είχα καιρό να ζήσω από κοντά ένα συμβούλιο και το «έπαθα» την Τρίτη στις Βρυξέλλες. Δεκάδες ξένοι δημοσιογράφοι να περιμένουν ώς τις 3.30 το πρωί για να ληφθούν για ακόμη φορά αποφάσεις για μια μόνον χώρα –τη δική σου– που αρνείται τόσα χρόνια να συμμορφωθεί στα αυτονόητα για όλους τους άλλους. Δεν ξέρω αν ήταν η αίσθησή μου, αλλά στα βλέμματα των ξένων ανταποκριτών προς εμάς τους Ελληνες δημοσιογράφους διέκρινα κάτι μεταξύ οίκτου και απαξίωσης. Σαν να είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος, άτυποι εκπρόσωποι της μόνης χώρας που αντιμετωπίζεται εδώ και χρόνια ως απροσάρμοστος παρίας.
Ακόμη μεγαλύτερη θλίψη σε κατέβαλλε παρακολουθώντας τις ανακοινώσεις. Αξημέρωτα οι κ. Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί, Τόμσεν και Ρέγκλινγκ ήρθαν στην αίθουσα Τύπου εμφανώς μπαϊλντισμένοι που είχαν επί 11 ώρες πάλι την ίδια συζήτηση. Ακόμη και αυτό το «η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα» το έλεγαν σαν να ήταν υποχρεωμένοι να το πουν, καθώς συνοδευόταν πάντα με ένα...
«αλλά». Αισθάνθηκα σαν να είναι η χώρα μου ένα προβληματικό νήπιο που συμπεριφέρεται διαρκώς αλλόκοτα, αρνούμενο να αναλάβει ακόμη και στοιχειώδεις ευθύνες του. Να μάθει να ντύνεται μόνο του ή να τρώει χωρίς βοήθεια. ΄Η ακόμη χειρότερα, σαν να αντιμετωπίζεται η πατρίδα μου ως ανώριμος 15χρονος που του φταίνε όλα στη ζωή του εκτός από τον εαυτό του, αμφισβητώντας γενικώς και αορίστως όλο το σύστημα: από τους γονείς και τους καθηγητές του μέχρι τους ξενέρωτους συμμαθητές του.
Μπορεί να ακούγονται υπερβολικά όλα αυτά, αλλά έτσι, νομίζω, νιώθουν πια όσοι Ελληνες ζουν στο εξωτερικό. Η άλλοτε υπερηφάνεια να δηλώνεις «Ελληνας» στην ερώτηση «από πού είσαι», έχει δώσει τη θέση της σε ένα μόνιμο αίσθημα κατωτερότητας, για να μην πω ντροπής. Μόνη ευχάριστη έκπληξη στο τριήμερο ταξίδι μου ήταν μια τυχαία γνωριμία με δύο νέους ανθρώπους. Ο πρώτος, 35 ετών, με εξαιρετική επαγγελματική πορεία στην Ελλάδα, είχε μόλις φτάσει στις Βρυξέλλες μην έχοντας καν διασφαλίσει πού θα δουλέψει. «Εφυγα γιατί έψαχνα δουλειά επί ενάμιση χρόνο, η μόνη που βρήκα ήταν μία με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών και 600 ευρώ. Με τους νέους φόρους που έβαλαν, κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα και ότι είναι καλύτερο να έρθω εδώ, όλο και κάτι θα βρω. Μιλώ τρεις γλώσσες, έχω δύο πτυχία και θα το παλέψω με στόχο να γυρίσω στην Ελλάδα, όταν αλλάξουν τα πράγματα».
Η δεύτερη ήταν μια κοπέλα γύρω στα 30 που εργάζεται στην Κομισιόν. «Εχω σίγουρη δουλειά κι έναν πολύ καλό μισθό, αλλά μετά το καλοκαίρι θα γυρίσω» μου είπε. Και διακρίνοντας την απορία μου, πριν προλάβω να ρωτήσω «γιατί», με διέκοψε με μια φράση που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. «Θέλω να δουλέψω και να κάνω οικογένεια στη χώρα μου. Αν δεν γυρίσουμε και εμείς να προσπαθήσουμε, ποιος θα αλλάξει τα πράγματα;».
Δεν ξέρω αν θα φανώ αιθεροβάμων, αλλά αυτή η κοινή επιθυμία επιστροφής των δύο νέων με έκανε, μετά τη θλίψη του Eurogroup, να αισθανθώ καλύτερα. Ισως μου συνέβη, γιατί όσοι είμαστε κοντά στα 50 ή μεγαλύτεροι και κυρίως όσοι έχουμε παιδιά, αντιμετωπίζουμε πια την κρίση σαν μια κατάσταση ανεπίστροφη. Νιώθουμε κάπως ημιπαραιτημένοι, κάνοντας τη στενάχωρη σκέψη ότι το δικό μας peak πέρασε, καθώς η κρίση μάς πέτυχε στην πιο κρίσιμη ηλικία μιας επαγγελματικής διαδρομής. Ξέρουμε ότι δυνατότητα να αλλάξουμε άρδην τη ζωή μας δεν έχουμε, να φύγουμε στο εξωτερικό δεν μπορούμε και χωρίς να το παραδεχόμαστε μεταξύ μας, έχουμε περιορίσει τους στόχους μας στον ανομολόγητο συμβιβασμό να προσφέρουμε στα παιδιά μας έστω όσα μας έδωσαν οι γονείς μας. Αγωνιώντας, μάλιστα, μήπως δεν το καταφέρουμε ούτε αυτό.
Για να το πω με δυο λόγια, οι κοντά στα 50 ζηλεύουμε τους νεότερους κι ας ξέρουμε ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες να πετύχουν είναι σαφώς μεγαλύτερες από όταν εμείς ήμασταν 25 ή 35. Αλλά ειλικρινά ελπίζουμε να τα καταφέρουν, γιατί ενδόμυχα αναγνωρίζουμε πια, ότι μόνον από τους νεότερους από μας μπορεί να ανακάμψει η χώρα. Και κυρίως από εκείνους που έχουν ξένες προσλαμβάνουσες, δεν φοβούνται να ρισκάρουν και –ω του θαύματος– νιώθουν την ανάγκη να γυρίσουν – εύχομαι να μην ήταν τυχαία τα δύο παραδείγματα.
Θα σας εκπλήξω, ίσως, αλλά αντί επιλόγου θέλω να αφιερώσω τις παραπάνω γραμμές σε ένα πρωταγωνιστή των ημερών. Και οι δύο νέοι που γνώρισα, ψήφισαν αναφανδόν «Ναι» στο περυσινό δημοψήφισμα. Οπως μου είπαν με μια φωνή, «ψηφίσαμε “Ναι” για λόγους στοιχειώδους προσωπικής, αλλά και εθνικής αξιοπρέπειας» που προφανώς δεν αντιλαμβάνεται καν ο γραφικός Γιώργος Κυρίτσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
πηγή
Είναι πραγματικά λυπηρό να είσαι παρών σε ένα Eurogroup. Είχα καιρό να ζήσω από κοντά ένα συμβούλιο και το «έπαθα» την Τρίτη στις Βρυξέλλες. Δεκάδες ξένοι δημοσιογράφοι να περιμένουν ώς τις 3.30 το πρωί για να ληφθούν για ακόμη φορά αποφάσεις για μια μόνον χώρα –τη δική σου– που αρνείται τόσα χρόνια να συμμορφωθεί στα αυτονόητα για όλους τους άλλους. Δεν ξέρω αν ήταν η αίσθησή μου, αλλά στα βλέμματα των ξένων ανταποκριτών προς εμάς τους Ελληνες δημοσιογράφους διέκρινα κάτι μεταξύ οίκτου και απαξίωσης. Σαν να είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος, άτυποι εκπρόσωποι της μόνης χώρας που αντιμετωπίζεται εδώ και χρόνια ως απροσάρμοστος παρίας.
Ακόμη μεγαλύτερη θλίψη σε κατέβαλλε παρακολουθώντας τις ανακοινώσεις. Αξημέρωτα οι κ. Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί, Τόμσεν και Ρέγκλινγκ ήρθαν στην αίθουσα Τύπου εμφανώς μπαϊλντισμένοι που είχαν επί 11 ώρες πάλι την ίδια συζήτηση. Ακόμη και αυτό το «η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα» το έλεγαν σαν να ήταν υποχρεωμένοι να το πουν, καθώς συνοδευόταν πάντα με ένα...
«αλλά». Αισθάνθηκα σαν να είναι η χώρα μου ένα προβληματικό νήπιο που συμπεριφέρεται διαρκώς αλλόκοτα, αρνούμενο να αναλάβει ακόμη και στοιχειώδεις ευθύνες του. Να μάθει να ντύνεται μόνο του ή να τρώει χωρίς βοήθεια. ΄Η ακόμη χειρότερα, σαν να αντιμετωπίζεται η πατρίδα μου ως ανώριμος 15χρονος που του φταίνε όλα στη ζωή του εκτός από τον εαυτό του, αμφισβητώντας γενικώς και αορίστως όλο το σύστημα: από τους γονείς και τους καθηγητές του μέχρι τους ξενέρωτους συμμαθητές του.
Μπορεί να ακούγονται υπερβολικά όλα αυτά, αλλά έτσι, νομίζω, νιώθουν πια όσοι Ελληνες ζουν στο εξωτερικό. Η άλλοτε υπερηφάνεια να δηλώνεις «Ελληνας» στην ερώτηση «από πού είσαι», έχει δώσει τη θέση της σε ένα μόνιμο αίσθημα κατωτερότητας, για να μην πω ντροπής. Μόνη ευχάριστη έκπληξη στο τριήμερο ταξίδι μου ήταν μια τυχαία γνωριμία με δύο νέους ανθρώπους. Ο πρώτος, 35 ετών, με εξαιρετική επαγγελματική πορεία στην Ελλάδα, είχε μόλις φτάσει στις Βρυξέλλες μην έχοντας καν διασφαλίσει πού θα δουλέψει. «Εφυγα γιατί έψαχνα δουλειά επί ενάμιση χρόνο, η μόνη που βρήκα ήταν μία με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών και 600 ευρώ. Με τους νέους φόρους που έβαλαν, κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα και ότι είναι καλύτερο να έρθω εδώ, όλο και κάτι θα βρω. Μιλώ τρεις γλώσσες, έχω δύο πτυχία και θα το παλέψω με στόχο να γυρίσω στην Ελλάδα, όταν αλλάξουν τα πράγματα».
Η δεύτερη ήταν μια κοπέλα γύρω στα 30 που εργάζεται στην Κομισιόν. «Εχω σίγουρη δουλειά κι έναν πολύ καλό μισθό, αλλά μετά το καλοκαίρι θα γυρίσω» μου είπε. Και διακρίνοντας την απορία μου, πριν προλάβω να ρωτήσω «γιατί», με διέκοψε με μια φράση που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. «Θέλω να δουλέψω και να κάνω οικογένεια στη χώρα μου. Αν δεν γυρίσουμε και εμείς να προσπαθήσουμε, ποιος θα αλλάξει τα πράγματα;».
Δεν ξέρω αν θα φανώ αιθεροβάμων, αλλά αυτή η κοινή επιθυμία επιστροφής των δύο νέων με έκανε, μετά τη θλίψη του Eurogroup, να αισθανθώ καλύτερα. Ισως μου συνέβη, γιατί όσοι είμαστε κοντά στα 50 ή μεγαλύτεροι και κυρίως όσοι έχουμε παιδιά, αντιμετωπίζουμε πια την κρίση σαν μια κατάσταση ανεπίστροφη. Νιώθουμε κάπως ημιπαραιτημένοι, κάνοντας τη στενάχωρη σκέψη ότι το δικό μας peak πέρασε, καθώς η κρίση μάς πέτυχε στην πιο κρίσιμη ηλικία μιας επαγγελματικής διαδρομής. Ξέρουμε ότι δυνατότητα να αλλάξουμε άρδην τη ζωή μας δεν έχουμε, να φύγουμε στο εξωτερικό δεν μπορούμε και χωρίς να το παραδεχόμαστε μεταξύ μας, έχουμε περιορίσει τους στόχους μας στον ανομολόγητο συμβιβασμό να προσφέρουμε στα παιδιά μας έστω όσα μας έδωσαν οι γονείς μας. Αγωνιώντας, μάλιστα, μήπως δεν το καταφέρουμε ούτε αυτό.
Για να το πω με δυο λόγια, οι κοντά στα 50 ζηλεύουμε τους νεότερους κι ας ξέρουμε ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες να πετύχουν είναι σαφώς μεγαλύτερες από όταν εμείς ήμασταν 25 ή 35. Αλλά ειλικρινά ελπίζουμε να τα καταφέρουν, γιατί ενδόμυχα αναγνωρίζουμε πια, ότι μόνον από τους νεότερους από μας μπορεί να ανακάμψει η χώρα. Και κυρίως από εκείνους που έχουν ξένες προσλαμβάνουσες, δεν φοβούνται να ρισκάρουν και –ω του θαύματος– νιώθουν την ανάγκη να γυρίσουν – εύχομαι να μην ήταν τυχαία τα δύο παραδείγματα.
Θα σας εκπλήξω, ίσως, αλλά αντί επιλόγου θέλω να αφιερώσω τις παραπάνω γραμμές σε ένα πρωταγωνιστή των ημερών. Και οι δύο νέοι που γνώρισα, ψήφισαν αναφανδόν «Ναι» στο περυσινό δημοψήφισμα. Οπως μου είπαν με μια φωνή, «ψηφίσαμε “Ναι” για λόγους στοιχειώδους προσωπικής, αλλά και εθνικής αξιοπρέπειας» που προφανώς δεν αντιλαμβάνεται καν ο γραφικός Γιώργος Κυρίτσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου