http://www.sakketosaggelos.gr/Article/8458/
Ο Άγιος Βάκχος!..
"Όταν
λέμε ελληνοχριστιανικό θέατρο, μιλάμε, φυσικά, για το βυζαντινό. Γιατί
στην πολύμορφη και πολύτροπη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία συντελείται
το μεγαλύτερο μέρος της περιπλάνησης του χριστιανού Διόνυσου. Εκεί
ανακατώνονται, μέσα στο θεατρικό χωνευτήρι, ελληνικές, ρωμαϊκές και
ιουδαϊκές επιδράσεις, για να ζωντανέψουν μια καινούργια μορφή τέχνης
αφού βράζουν μέσ' στο λαϊκό καζάνι αντίθετες θρησκευτικές και φυλετικές
παραδόσεις, για να δημιουργήσουν μια καινούργια κινητήρια δύναμη
καθημερινής ζωής." (Αλέξης Σολομός)...
"Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΚΧΟΣ"
Πριν
πολλά χρόνια, ο εκδοτικός, οίκος «Πλειάς» έθεσε σε κυκλοφορία ένα πολύ
σημαντικό βιβλίο του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη, Αλέξη Σολομού, με τίτλο:
«Ο Άγιος Βάκχος». Στα χέρια του γράφοντος βρίσκεται η δεύτερη έκδοση
(Αθήναι 1971). Το κείμενο είναι γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα και
διατηρεί στοιχεία από την καθαρεύουσα.
Επειδή υπάρχουν κάποιοι «αρνητές» της...
προσφοράς του ελληνικού Βυζαντίου, πέραν των άλλων, και στον χώρο του θεάτρου, λαμβάνω το θάρρος να (ανα)δημοσιεύσω τα προλεγόμενα του μεγάλου αυτού θεατράνθρωπου, διατηρώντας την ορθογραφία, αλλά σε μονοτονική γραφή, ώστε να μπορούν να τα διαβάζουν καλύτερα οι χρήστες, που κατά βάση είναι νεότεροι σε ηλικία - ως απάντηση σ’ αυτούς που αρνούνται την σύμπλευση ή συνοδοιπορία Ελληνισμού και Χριστιανισμού.
Τα «Προλεγόμενα», λοιπόν, έχουν ως εξής:
«Πρωτογνώρισα τον άγιο Βάκχο στην εκκλησία του Δαφνιού, στο λαμπερό του μωσαϊκό. Ανάμεσα στους ιουδαίους ψαράδες, τους φτωχούς ιερομόναχους και τους άλλους ταπεινούς κατοίκους του ναού, ο Βάκχος κι ο Σέργιος ξεχωρίζουν με τις άσπρες μαλαματιές στολές τους σα διόσκουροι ενός πανάρχαιου αρχοντικού πολιτισμού που ξαφνικά κι αναπάντεχα βρέθηκε νικημένος από μια πιο απλή πιο λαϊκή πίστη,
Δεν ήταν τόσο η μορφή κι ο βίος του σύρου μάρτυρα που με τράβηξαν,1 όσο η αλληγορία που προβάλλει απ' τ' όνομά του — αλληγορία που φωτίζει μια μεταβατική κι άγνωστη, σχεδόν μυστηριώδη, εποχή θεάτρου. Γιατί πραγματικά ο αρχαίος Βάκχος δεν έπαψε ποτέ να ζη, όχι μονάχα σα θεός του κρασιού μα και σα δαίμονας της θεατρικής μέθης. Όταν πέθανε κι ο τελευταίος Μένανδρος και προτού γεννηθή ο πρώτος Χορτάτζης — γιατί η Νέα Κωμωδία και το Κρητικό Δράμα είναι τα ορόσημα της άγνωστης θεατρικής μας ιστορίας — ο κισσοχαίτης Διόνυσος έμεινε πεισματικά κοντά μας, για να δέχεται κρυφές και φανερές θυσίες. Και για δεκαεφτάμισυ τουλάχιστον απ' τους δεκαεννιά αυτούς αγνώστους αιώνες,2 το έλληνικό θέατρο συνέχισε ακλόνητο την πορεία του μέσ' από μυριάδες μεταμορφώσεις και παραλλαγές, προλήψεις και νομοθεσίες, θανάτους και εξορίες, πότε πολυθεϊστικό και πότε μονοθεϊστικό, μα πάντα διονυσιακό. Στους καιρούς που πάνω στην Ακρόπολη η Παλλάδα Αθηνά ονομάζεται Παναγιά Αθηνιώτισσα, οι δυναμικοί ήρωες του αρχαίου θεάτρου έχουν φορέσει τις ασκητικές μάσκες της χριστιανικής μυθολογίας. Η Θεοτόκος κλαίει το παιδί της με τα δάκρυα της Εκάβης, και τα μαντάτα που έφερναν οι άγγελοι της τραγωδίας, τα φέρνουν τώρα οι άγγελοι τ' ουρανού.3 Το προσωνύμι άγιος προστέθηκε, ανομολόγητα, στον ειδωλολάτρη άρχοντα του θεατρικού οργασμού. Και στην πλούσια κόμη του το χριστιανικό φωτοστέφανο αντικατάστησε το στεφάνι του κισσού.
Η εξερεύνηση της άγνωστης θεατρικής γης, που απλώνεται .από την Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων ίσαμε την Ιταλία των Μεδίκων, θα μας οδηγήση σε μια σημαντική ανακάλυψη: πως μονάχα στις ελληνόφωνες χώρες το θέατρο δεν ξέχασε ποτέ τον πνευματικό και ψυχαγωγικό του προορισμό, θα δούμε ίσως να σπάη πότε - πότε ο ιστορικός ή λογικός ειρμός και συχνά το ένα φαινόμενο να ξεπετάγεται από τη στάχτη κάποιου αλλού. Μα η θεατρική τέχνη, σε κάθε λογής εκδήλωσή της, συνεχίζεται αδιάκοπα. Το ψυχαγωγικό θέατρο μεταφέρει τα τσαντήρια του και τα παιχνίδια του απ' τις δωρικές πολιτείες της αρχαίας Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη των τελευταίων Παλαιολόγων — αφού πρώτα θρέψη με την πάντα ζωντανή του παράδοση τις χώρες της Ανατολής και, σ' αντανάκλαση, της Δύσης.4 Το πνευματικό πάλι θέατρο προχωρεί με ορμή σε τρεις δρόμους αντάμα: της Ακαδημίας, της Εκκλησίας και του Ιππόδρομου — τρεις δρόμους που φαίνονται παράλληλοι μα που στο τέλος σμίγουν.
Μια τεράστια διαφορά χωρίζει, σε θεατρική αντίληψη, την Ανατολή απ' τη Δύση. Στη Δύση η διάκριση ανάμεσα σε αρχαίο θέατρο και νεώτερο έχει το νόημα της. Το πρώτο τελειώνει με τις λατινικές τραγωδίες του Σενέκα και το δεύτερο αρχίζει, ύστερα από ένα κενό χιλίων χρόνων, με τα λατινικά μυστήρια. Στην Ανατολή, αντίθετα, η εξέλιξη δεν σταματάει. Το ελληνοχριστιανικό θέατρο είναι ένα στέρεο γεφύρι ανάμεσα στις δυό εποχές, την αρχαία και τη νέα, που σε τελευταία ανάλυση παύουν να είναι δυό.
---------------------------
Όταν λέμε ελληνοχριστιανικό θέατρο, μιλάμε, φυσικά, για το βυζαντινό. Γιατί στην πολύμορφη και πολύτροπη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία συντελείται το μεγαλύτερο μέρος της περιπλάνησης του χριστιανού Διόνυσου. Εκεί ανακατώνονται, μέσα στο θεατρικό χωνευτήρι, ελληνικές, ρωμαϊκές και ιουδαϊκές επιδράσεις, για να ζωντανέψουν μια καινούργια μορφή τέχνης αφού βράζουν μέσ' στο λαϊκό καζάνι αντίθετες θρησκευτικές και φυλετικές παραδόσεις, για να δημιουργήσουν μια καινούργια κινητήρια δύναμη καθημερινής ζωής.
Στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης !θα βρη μιαν όσο γίνεται πιο λεπτομερειακή βιβλιογραφία γύρω απ' το βυζαντινό θέατρο. Ας ομολογήσωμε από τώρα πως οι περισσότεροι έλληνες και ξένοι βυζαντινολόγοι παραδέχονται την ύπαρξη του θεάτρου αύτου, δίχως να συμφωνούν ανάμεσα τους για τον πνευματικό του χαρακτήρα. Άλλοι δίνουν μεγαλύτερο βάρος στη λειτουργική του πλευρά, άλλοι στην κοσμική, άλλοι στην καθαρά λογοτεχνική. Όλοι δανείζονται στοιχεία κ' ιδέες από τους πληροφοριακούς θησαυρούς του Σάθα,5 χωρίς να του αναγνωρίζουν ορθή κρίση για κανένα σχεδόν θέμα. Ο Σάθας ήταν, παρ' όλ' αυτά, ο πρώτος που έδωσε την απαραίτητη σημασία στην αυτοσχέδια παράδοση του μιμοθέατρου. Ίσως να λείπη απ' τη διατριβή του η σχετική οργάνωση, ίσως κ' η σαφήνεια, και γι’ αυτό το θεώρημά του σαν τέτοιο να μένη αναπόδειχτο. Αφήνει, ωστόσο, να εννοηθή πως η λαϊκή τέχνη των μίμων ήταν το γερό αντιστύλι που στήριξε στα βυζαντινά χρόνια τη θεατρική κληματαριά — αυτή που φύτεψαν οι ποιητές και οι μελωδοί, που την πότισαν οι καλόγεροι και που την κλάδεψαν οι αυτοκράτορες κ' οι πατριάρχες.
Είναι και μερικοί, ελάχιστοι ευτυχώς, φιλόλογοι6 που δεν παραδέχονται την ύπαρξη ή τουλάχιστον την ωλοκληρωμένη καλλιτεχνική μορφή του βυζαντινού θεάτρου. Τα βασικά τους επιχειρήματα είναι τέσσερα. Λένε πως δεν υπάρχουν αρκετά θεατρικά κείμενα ούτε αρκετές πληροφορίες για θεατρική ζωή στο Βυζάντιο ούτε και καμμιά ένδειξη για θεατρικές παραστάσεις. Κι αν υπάρχη, λένε ακόμα, έστω και η παραμικρή υποψία για θεατρικά μυστήρια στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στην επιρροή της Δύσης.
Στα επιχειρήματα αυτά μπορούμε ν' αντιτάξωμε τις παρακάτω σκέψεις:
Α' Αν δεν υπάρχουν αρκετά θεατρικά κείμενα, αυτό είναι αποτέλεσμα του ανήλεου πολέμου πού έκαναν οι ίδιοι οι χριστιανοί στο θέατρό τους. Ύστερ' από κάθε θρησκευτική ή πολιτική μεταβολή, το Βυζάντιο, σαν Κρόνος, καταβρόχθιζε τα παιδιά του. Γι’ αυτό και τα όσα κείμενα σώθηκαν, ας τα φανταστούμε πολλαπλασιασμένα στο άπειρο. Και τα λίγα όμως, τα μετρημένα και λειψά που μας έμειναν, είναι αρκετά. Φτάνει να μη γυρεύωμε να βρούμε σ' αυτά την ωριμότητα μιάς δραματικής ποίησης σαν του Αισχύλου ή σαν του Σαίξπηρ. Φτάνει να μη γυρεύωμε μιαν ενιαία και κατασταλαγμένη θεατρική φόρμα. Γιατί οι έντεκα βυζαντινοί αιώνες δεν είν' άλλο από χίλια εκατό χρόνια πρωτοτιοριακού θεάτρου.
Β'. Αν δεν υπήρχε θεατρική ζωή, οι νομοθέτες δε θ' αφιέρωναν τόσο μελάνι σε θεατρικά θέματα, ούτε τόσον πολύτιμο χρόνο οι κληρικοί φλυαρώντας γι' αυτά. Ούτε θα είχαμε μια ολόκληρη αλυσίδα από συγγράμματα για το βίο και την πολιτεία των ηθοποιών — απ' τον Τερτυλλιανό και το Λουκιανό, στα ρωμαϊκά χρόνια, ίσαμε το Συμεώνα της Θεσσαλονίκης, που ρητορεύει περί δραματικής τέχνης όταν οι Τούρκοι βρίσκωνται προ των πυλών. Εξάλλου, οι Λιβάνιοι, οι Χρυσόστομοι, οι Χορίκιοι, οι Βαλσαμώνες κ' οι Ευστάθιοι δεν ήταν πιο αφελείς απ' τον Αριστοτέλη ή τον Οράτιο, ώστε να ξοδεύουν καιρό και σκέψη για κάτι το ανύπαρκτο.
Γ'. Στο επιχείρημα τών παραστάσεων θα επιμείνωμε πιο πολύ. Παίρνοντας το αίτιο για αιτιατό, οι «αρνητές» φιλόλογοι πρεσβεύουν πως τα βυζαντινά διαλογικά έργα — τα λίγα που έχουν σωθή και τα περισσότερα πού μονάχα αναφέρονται — δεν παίζονταν, επειδή τον καιρό εκείνο είναι άγνωστο αν γίνονταν παραστάσεις. Γιατί όμως να συμπεραίνη κανένας πως επειδή δεν γίνονταν θεατρικές παραστάσεις δεν παίζονταν τα διαλογικά έργα κι όχι το αντίθετο; Πως για να γράφωνται διαλογικά έργα σημαίνει πως γίνονταν παραστάσεις.
Επειδή υπάρχουν κάποιοι «αρνητές» της...
προσφοράς του ελληνικού Βυζαντίου, πέραν των άλλων, και στον χώρο του θεάτρου, λαμβάνω το θάρρος να (ανα)δημοσιεύσω τα προλεγόμενα του μεγάλου αυτού θεατράνθρωπου, διατηρώντας την ορθογραφία, αλλά σε μονοτονική γραφή, ώστε να μπορούν να τα διαβάζουν καλύτερα οι χρήστες, που κατά βάση είναι νεότεροι σε ηλικία - ως απάντηση σ’ αυτούς που αρνούνται την σύμπλευση ή συνοδοιπορία Ελληνισμού και Χριστιανισμού.
Τα «Προλεγόμενα», λοιπόν, έχουν ως εξής:
«Πρωτογνώρισα τον άγιο Βάκχο στην εκκλησία του Δαφνιού, στο λαμπερό του μωσαϊκό. Ανάμεσα στους ιουδαίους ψαράδες, τους φτωχούς ιερομόναχους και τους άλλους ταπεινούς κατοίκους του ναού, ο Βάκχος κι ο Σέργιος ξεχωρίζουν με τις άσπρες μαλαματιές στολές τους σα διόσκουροι ενός πανάρχαιου αρχοντικού πολιτισμού που ξαφνικά κι αναπάντεχα βρέθηκε νικημένος από μια πιο απλή πιο λαϊκή πίστη,
Δεν ήταν τόσο η μορφή κι ο βίος του σύρου μάρτυρα που με τράβηξαν,1 όσο η αλληγορία που προβάλλει απ' τ' όνομά του — αλληγορία που φωτίζει μια μεταβατική κι άγνωστη, σχεδόν μυστηριώδη, εποχή θεάτρου. Γιατί πραγματικά ο αρχαίος Βάκχος δεν έπαψε ποτέ να ζη, όχι μονάχα σα θεός του κρασιού μα και σα δαίμονας της θεατρικής μέθης. Όταν πέθανε κι ο τελευταίος Μένανδρος και προτού γεννηθή ο πρώτος Χορτάτζης — γιατί η Νέα Κωμωδία και το Κρητικό Δράμα είναι τα ορόσημα της άγνωστης θεατρικής μας ιστορίας — ο κισσοχαίτης Διόνυσος έμεινε πεισματικά κοντά μας, για να δέχεται κρυφές και φανερές θυσίες. Και για δεκαεφτάμισυ τουλάχιστον απ' τους δεκαεννιά αυτούς αγνώστους αιώνες,2 το έλληνικό θέατρο συνέχισε ακλόνητο την πορεία του μέσ' από μυριάδες μεταμορφώσεις και παραλλαγές, προλήψεις και νομοθεσίες, θανάτους και εξορίες, πότε πολυθεϊστικό και πότε μονοθεϊστικό, μα πάντα διονυσιακό. Στους καιρούς που πάνω στην Ακρόπολη η Παλλάδα Αθηνά ονομάζεται Παναγιά Αθηνιώτισσα, οι δυναμικοί ήρωες του αρχαίου θεάτρου έχουν φορέσει τις ασκητικές μάσκες της χριστιανικής μυθολογίας. Η Θεοτόκος κλαίει το παιδί της με τα δάκρυα της Εκάβης, και τα μαντάτα που έφερναν οι άγγελοι της τραγωδίας, τα φέρνουν τώρα οι άγγελοι τ' ουρανού.3 Το προσωνύμι άγιος προστέθηκε, ανομολόγητα, στον ειδωλολάτρη άρχοντα του θεατρικού οργασμού. Και στην πλούσια κόμη του το χριστιανικό φωτοστέφανο αντικατάστησε το στεφάνι του κισσού.
Η εξερεύνηση της άγνωστης θεατρικής γης, που απλώνεται .από την Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων ίσαμε την Ιταλία των Μεδίκων, θα μας οδηγήση σε μια σημαντική ανακάλυψη: πως μονάχα στις ελληνόφωνες χώρες το θέατρο δεν ξέχασε ποτέ τον πνευματικό και ψυχαγωγικό του προορισμό, θα δούμε ίσως να σπάη πότε - πότε ο ιστορικός ή λογικός ειρμός και συχνά το ένα φαινόμενο να ξεπετάγεται από τη στάχτη κάποιου αλλού. Μα η θεατρική τέχνη, σε κάθε λογής εκδήλωσή της, συνεχίζεται αδιάκοπα. Το ψυχαγωγικό θέατρο μεταφέρει τα τσαντήρια του και τα παιχνίδια του απ' τις δωρικές πολιτείες της αρχαίας Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη των τελευταίων Παλαιολόγων — αφού πρώτα θρέψη με την πάντα ζωντανή του παράδοση τις χώρες της Ανατολής και, σ' αντανάκλαση, της Δύσης.4 Το πνευματικό πάλι θέατρο προχωρεί με ορμή σε τρεις δρόμους αντάμα: της Ακαδημίας, της Εκκλησίας και του Ιππόδρομου — τρεις δρόμους που φαίνονται παράλληλοι μα που στο τέλος σμίγουν.
Μια τεράστια διαφορά χωρίζει, σε θεατρική αντίληψη, την Ανατολή απ' τη Δύση. Στη Δύση η διάκριση ανάμεσα σε αρχαίο θέατρο και νεώτερο έχει το νόημα της. Το πρώτο τελειώνει με τις λατινικές τραγωδίες του Σενέκα και το δεύτερο αρχίζει, ύστερα από ένα κενό χιλίων χρόνων, με τα λατινικά μυστήρια. Στην Ανατολή, αντίθετα, η εξέλιξη δεν σταματάει. Το ελληνοχριστιανικό θέατρο είναι ένα στέρεο γεφύρι ανάμεσα στις δυό εποχές, την αρχαία και τη νέα, που σε τελευταία ανάλυση παύουν να είναι δυό.
---------------------------
Όταν λέμε ελληνοχριστιανικό θέατρο, μιλάμε, φυσικά, για το βυζαντινό. Γιατί στην πολύμορφη και πολύτροπη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία συντελείται το μεγαλύτερο μέρος της περιπλάνησης του χριστιανού Διόνυσου. Εκεί ανακατώνονται, μέσα στο θεατρικό χωνευτήρι, ελληνικές, ρωμαϊκές και ιουδαϊκές επιδράσεις, για να ζωντανέψουν μια καινούργια μορφή τέχνης αφού βράζουν μέσ' στο λαϊκό καζάνι αντίθετες θρησκευτικές και φυλετικές παραδόσεις, για να δημιουργήσουν μια καινούργια κινητήρια δύναμη καθημερινής ζωής.
Στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης !θα βρη μιαν όσο γίνεται πιο λεπτομερειακή βιβλιογραφία γύρω απ' το βυζαντινό θέατρο. Ας ομολογήσωμε από τώρα πως οι περισσότεροι έλληνες και ξένοι βυζαντινολόγοι παραδέχονται την ύπαρξη του θεάτρου αύτου, δίχως να συμφωνούν ανάμεσα τους για τον πνευματικό του χαρακτήρα. Άλλοι δίνουν μεγαλύτερο βάρος στη λειτουργική του πλευρά, άλλοι στην κοσμική, άλλοι στην καθαρά λογοτεχνική. Όλοι δανείζονται στοιχεία κ' ιδέες από τους πληροφοριακούς θησαυρούς του Σάθα,5 χωρίς να του αναγνωρίζουν ορθή κρίση για κανένα σχεδόν θέμα. Ο Σάθας ήταν, παρ' όλ' αυτά, ο πρώτος που έδωσε την απαραίτητη σημασία στην αυτοσχέδια παράδοση του μιμοθέατρου. Ίσως να λείπη απ' τη διατριβή του η σχετική οργάνωση, ίσως κ' η σαφήνεια, και γι’ αυτό το θεώρημά του σαν τέτοιο να μένη αναπόδειχτο. Αφήνει, ωστόσο, να εννοηθή πως η λαϊκή τέχνη των μίμων ήταν το γερό αντιστύλι που στήριξε στα βυζαντινά χρόνια τη θεατρική κληματαριά — αυτή που φύτεψαν οι ποιητές και οι μελωδοί, που την πότισαν οι καλόγεροι και που την κλάδεψαν οι αυτοκράτορες κ' οι πατριάρχες.
Είναι και μερικοί, ελάχιστοι ευτυχώς, φιλόλογοι6 που δεν παραδέχονται την ύπαρξη ή τουλάχιστον την ωλοκληρωμένη καλλιτεχνική μορφή του βυζαντινού θεάτρου. Τα βασικά τους επιχειρήματα είναι τέσσερα. Λένε πως δεν υπάρχουν αρκετά θεατρικά κείμενα ούτε αρκετές πληροφορίες για θεατρική ζωή στο Βυζάντιο ούτε και καμμιά ένδειξη για θεατρικές παραστάσεις. Κι αν υπάρχη, λένε ακόμα, έστω και η παραμικρή υποψία για θεατρικά μυστήρια στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στην επιρροή της Δύσης.
Στα επιχειρήματα αυτά μπορούμε ν' αντιτάξωμε τις παρακάτω σκέψεις:
Α' Αν δεν υπάρχουν αρκετά θεατρικά κείμενα, αυτό είναι αποτέλεσμα του ανήλεου πολέμου πού έκαναν οι ίδιοι οι χριστιανοί στο θέατρό τους. Ύστερ' από κάθε θρησκευτική ή πολιτική μεταβολή, το Βυζάντιο, σαν Κρόνος, καταβρόχθιζε τα παιδιά του. Γι’ αυτό και τα όσα κείμενα σώθηκαν, ας τα φανταστούμε πολλαπλασιασμένα στο άπειρο. Και τα λίγα όμως, τα μετρημένα και λειψά που μας έμειναν, είναι αρκετά. Φτάνει να μη γυρεύωμε να βρούμε σ' αυτά την ωριμότητα μιάς δραματικής ποίησης σαν του Αισχύλου ή σαν του Σαίξπηρ. Φτάνει να μη γυρεύωμε μιαν ενιαία και κατασταλαγμένη θεατρική φόρμα. Γιατί οι έντεκα βυζαντινοί αιώνες δεν είν' άλλο από χίλια εκατό χρόνια πρωτοτιοριακού θεάτρου.
Β'. Αν δεν υπήρχε θεατρική ζωή, οι νομοθέτες δε θ' αφιέρωναν τόσο μελάνι σε θεατρικά θέματα, ούτε τόσον πολύτιμο χρόνο οι κληρικοί φλυαρώντας γι' αυτά. Ούτε θα είχαμε μια ολόκληρη αλυσίδα από συγγράμματα για το βίο και την πολιτεία των ηθοποιών — απ' τον Τερτυλλιανό και το Λουκιανό, στα ρωμαϊκά χρόνια, ίσαμε το Συμεώνα της Θεσσαλονίκης, που ρητορεύει περί δραματικής τέχνης όταν οι Τούρκοι βρίσκωνται προ των πυλών. Εξάλλου, οι Λιβάνιοι, οι Χρυσόστομοι, οι Χορίκιοι, οι Βαλσαμώνες κ' οι Ευστάθιοι δεν ήταν πιο αφελείς απ' τον Αριστοτέλη ή τον Οράτιο, ώστε να ξοδεύουν καιρό και σκέψη για κάτι το ανύπαρκτο.
Γ'. Στο επιχείρημα τών παραστάσεων θα επιμείνωμε πιο πολύ. Παίρνοντας το αίτιο για αιτιατό, οι «αρνητές» φιλόλογοι πρεσβεύουν πως τα βυζαντινά διαλογικά έργα — τα λίγα που έχουν σωθή και τα περισσότερα πού μονάχα αναφέρονται — δεν παίζονταν, επειδή τον καιρό εκείνο είναι άγνωστο αν γίνονταν παραστάσεις. Γιατί όμως να συμπεραίνη κανένας πως επειδή δεν γίνονταν θεατρικές παραστάσεις δεν παίζονταν τα διαλογικά έργα κι όχι το αντίθετο; Πως για να γράφωνται διαλογικά έργα σημαίνει πως γίνονταν παραστάσεις.
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Αλέξη Σολομού: "Ο Άγιος Βάκχος".
Είναι
αδύνατο να μην είχαν υπ' όψη τους οι «αρνητές» πως η θεατρική
παράσταση, με τη σημερινή της έννοια, έχει ιστορία το πολύ-πολύ δυό ή
τριών αιώνων. Ακόμα και στην προχωρημένη εποχή του Λουδοβίκου του ΙΔ',
μ’ όλο που ένας ολόκληρος καλλιτεχνικός κόσμος ζούσε απ' το θέατρο, η
διονυσιακή τέχνη δεν είχε πάψει ν' αποτελή, όπως και στα πρώτα της
βήματα, ένα αμάλγαμα βιοτεχνίας κ' ερασιτεχνισμού, θείας φλόγας και
ρουτίνας, τυχοδιωκτισμού και υψηλής αποστολής. Ούτε είχε πάψει να είναι,
όπως ήταν και στην αρχαία Ελλάδα, μαζί επάγγελμα και λειτούργημα. Δεν
εντόπιζε τη δραστηριότητά της πίσω από μια μόνιμη αυλαία, μα έπαιρνε
μέρος στις παλατιανές γιορτές και στα λαϊκά πανηγύρια. Στα υπαίθρια
γλέντια γεννήθηκε κι αντρώθηκε η Κομμέντια ντέλλ' Άρτε, πού γι' αυτήν
έγραψαν ο Γκολντάνι κι ο Μαριβώ. Το πλανόδιο θέατρο στάθηκε το σχολείο
του Λόπε ντε Βέγκα, και στις Βερσαλλίες ένοιωσε τις πιο μεγάλες του
συγκινήσεις ο Μολιέρος. Η κωμωδία τού μεσαίωνα πρωτάρχισε στο Πανηγύρι
των Τρελλών. Το εγγλέζικο θέατρο δημιουργήθηκε από ερασιτεχνικές
παραστάσεις τών βιοτεχνικών σωματείων. Κι ο Ρασίν έγραψε δυό του
τραγωδίες για ένα καθολικό παρθεναγωγείο. Αλλά μήπως και στα χρόνια μας ο
Λόρκα δεν τριγυρνούσε με το μπουλούκι του στα χωριά; Το αμερικανικό
θέατρο δεν ενηλικιώθηκε σ' ένα ψαράδικο υπόστεγο; Ο Μέγερχολντ δεν έδωσε
επικές παραστάσεις με οχτώ χιλιάδες κομπάρσους, μπρος στα χειμερινά
ανάκτορα του Λένινγκραντ;7
Η έννοια του επαγγελματικού χώρου, που κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, στεγάζει ένα σύνολο από άσχετους ανάμεσά τους θεατές, για να τους ξαποστείλη κατόπι, ήσυχα και φρόνιμα στα σπίτια τους, είναι μια πολύ στενή και πολύ σύγχρονη έννοια θεάτρου. Αποκλείει το στοιχείο της ιεροτελεστίας και την ψυχική συμμετοχή του κοινού στο θέαμα, πού είναι δυο βασικές προϋποθέσεις της θεατρικής τέχνης.
Επαγγελματικοί χώροι, ειδικά κατασκευασμένοι για τη θεατρική ψυχαγωγία, είναι άγνωστο αν υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Μα ο Ιππόδρομος, το Παλάτι, οι εκκλησίες, οι αυλές τών μοναστηριών και τα σταυροδρόμια ήταν αρκετά για να πλαισιώσουν παραστάσεις με την πλατειά τους έννοια.8 Δεν χρειάζεται ν' ανακαλύψωμε πιο άρτια δραματικά κείμενα ούτε πιο συγκεκριμένες περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες για να πειστούμε πως τέτοιες παραστάσεις στ' αλήθεια γίνονταν. Στο κάτω - κάτω, γιατί να περιφρονούμε, τουλάχιστον σε ποσότητα, το μεσαιωνικό μας υλικό; Αν εξαιρέση κανένας τα κείμενα τών τριών αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη, που η καλόβολη μοίρα μας φύλαξε, τα όσα ξέρομε για το αττικό θέατρο είναι ίσως λιγώτερα απ' όσα ξέρομε για το βυζαντινό!
Δ'. Είναι αδύνατον, τέλος, να επηρεάστηκε το θέατρο της χριστιανικής Ανατολής από το θέατρο της Δύσης. Γιατί, όταν το πρώτο φανερώθηκε, έστω και θαμπά, το δεύτερο δεν υπήρχε, μήτε και σαν ιδέα. Χρειάστηκαν άλλα πεντακόσια χρόνια, για ν’ αρχίση να συλλαβίζη να περπατάη. Η Δύση, εξάλλου, δεν μπορούσε να στηρίξη τις θρησκευτικές της παραστάσεις στα δασκαλέματα του μιμοθέατρου, γιατί το ψυχαγωγικό αυτό είδος ήταν καλλιτεχνικά ανύπαρκτο στην Ευρώπη, για χίλια σχεδόν χρόνια.9 Αντίθετα, στο ελληνικό Βυζάντιο, το μιμοθέατρο κρατάει — και πολλές φορές μάλιστα μοναχό του — ολόκληρη τη σκηνική παράδοση, τη σοφή την άσοφη, τη θεμιτή την αθέμιτη. Γι’ αυτό και στα δυό εισαγωγικά κεφάλαια του βιβλίου τούτου, τ’ αφιερωμένα στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, θα δώσωμε μεγαλύτερη σημασία στη ριζοσπαστική και ιδιόμορφη τεχνική των μίμων, παρά στη συντηρητική δραματουργία της κλασικής κληρονομιάς.
Οι φιλόλογοι πού δεν θέλουν ν’ αναγνωρίσουν ούτε ένα δείγμα, βυζαντινού μυστήριου, ομολογούν πως τα στοιχεία τα σχετικά με το δυτικό λειτουργικό δράμα είναι κι αυτά εξαιρετικά περιωρισμένα. Η αφθονία σ' έγκυρα τεκμήρια δεν αρχίζει στη Δύση παρά μονάχα απ' τον 13ον αιώνα. Μα τον αιώνα αυτό, η βυζαντινή αυτοκρατορία βρίσκεται κιόλας στο ψυχορράγημά της. Δεν είναι σε θέση να συναγωνισθή ποιοτικά τα δυτικά μυστήρια ούτε και να τ’ ακολουθήση με στέρεο βήμα στη φυσιολογική τους έξοδο από την εκκλησία. Τον καιρό που η Ευρώπη χτίζει θριαμβευτικά αυτό που ονομάζομε "σύγχρονο θέατρο", η βυζαντινή Ανατολή έχει πια υποκύψει στα τραύματα, στη φτώχεια και στην κούραση. Ήταν άλλωστε τεράστιο — κ' εξουθενωτικό — το έργο που (ολοκλήρωσε στα χίλια τόσα χρόνια του βίου της: να κάνη το θέατρο χριστιανόφιλο και το χριστιανισμό θεατρόφιλο.»
Η έννοια του επαγγελματικού χώρου, που κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, στεγάζει ένα σύνολο από άσχετους ανάμεσά τους θεατές, για να τους ξαποστείλη κατόπι, ήσυχα και φρόνιμα στα σπίτια τους, είναι μια πολύ στενή και πολύ σύγχρονη έννοια θεάτρου. Αποκλείει το στοιχείο της ιεροτελεστίας και την ψυχική συμμετοχή του κοινού στο θέαμα, πού είναι δυο βασικές προϋποθέσεις της θεατρικής τέχνης.
Επαγγελματικοί χώροι, ειδικά κατασκευασμένοι για τη θεατρική ψυχαγωγία, είναι άγνωστο αν υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Μα ο Ιππόδρομος, το Παλάτι, οι εκκλησίες, οι αυλές τών μοναστηριών και τα σταυροδρόμια ήταν αρκετά για να πλαισιώσουν παραστάσεις με την πλατειά τους έννοια.8 Δεν χρειάζεται ν' ανακαλύψωμε πιο άρτια δραματικά κείμενα ούτε πιο συγκεκριμένες περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες για να πειστούμε πως τέτοιες παραστάσεις στ' αλήθεια γίνονταν. Στο κάτω - κάτω, γιατί να περιφρονούμε, τουλάχιστον σε ποσότητα, το μεσαιωνικό μας υλικό; Αν εξαιρέση κανένας τα κείμενα τών τριών αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη, που η καλόβολη μοίρα μας φύλαξε, τα όσα ξέρομε για το αττικό θέατρο είναι ίσως λιγώτερα απ' όσα ξέρομε για το βυζαντινό!
Δ'. Είναι αδύνατον, τέλος, να επηρεάστηκε το θέατρο της χριστιανικής Ανατολής από το θέατρο της Δύσης. Γιατί, όταν το πρώτο φανερώθηκε, έστω και θαμπά, το δεύτερο δεν υπήρχε, μήτε και σαν ιδέα. Χρειάστηκαν άλλα πεντακόσια χρόνια, για ν’ αρχίση να συλλαβίζη να περπατάη. Η Δύση, εξάλλου, δεν μπορούσε να στηρίξη τις θρησκευτικές της παραστάσεις στα δασκαλέματα του μιμοθέατρου, γιατί το ψυχαγωγικό αυτό είδος ήταν καλλιτεχνικά ανύπαρκτο στην Ευρώπη, για χίλια σχεδόν χρόνια.9 Αντίθετα, στο ελληνικό Βυζάντιο, το μιμοθέατρο κρατάει — και πολλές φορές μάλιστα μοναχό του — ολόκληρη τη σκηνική παράδοση, τη σοφή την άσοφη, τη θεμιτή την αθέμιτη. Γι’ αυτό και στα δυό εισαγωγικά κεφάλαια του βιβλίου τούτου, τ’ αφιερωμένα στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, θα δώσωμε μεγαλύτερη σημασία στη ριζοσπαστική και ιδιόμορφη τεχνική των μίμων, παρά στη συντηρητική δραματουργία της κλασικής κληρονομιάς.
Οι φιλόλογοι πού δεν θέλουν ν’ αναγνωρίσουν ούτε ένα δείγμα, βυζαντινού μυστήριου, ομολογούν πως τα στοιχεία τα σχετικά με το δυτικό λειτουργικό δράμα είναι κι αυτά εξαιρετικά περιωρισμένα. Η αφθονία σ' έγκυρα τεκμήρια δεν αρχίζει στη Δύση παρά μονάχα απ' τον 13ον αιώνα. Μα τον αιώνα αυτό, η βυζαντινή αυτοκρατορία βρίσκεται κιόλας στο ψυχορράγημά της. Δεν είναι σε θέση να συναγωνισθή ποιοτικά τα δυτικά μυστήρια ούτε και να τ’ ακολουθήση με στέρεο βήμα στη φυσιολογική τους έξοδο από την εκκλησία. Τον καιρό που η Ευρώπη χτίζει θριαμβευτικά αυτό που ονομάζομε "σύγχρονο θέατρο", η βυζαντινή Ανατολή έχει πια υποκύψει στα τραύματα, στη φτώχεια και στην κούραση. Ήταν άλλωστε τεράστιο — κ' εξουθενωτικό — το έργο που (ολοκλήρωσε στα χίλια τόσα χρόνια του βίου της: να κάνη το θέατρο χριστιανόφιλο και το χριστιανισμό θεατρόφιλο.»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Εκκλησιαστική Ιστορία Νικηφόρου (Migne 145.+236)
2. Απ’ την ακμή του Μένανδρου, π. 300 π.Χ., ίσαμε την πιθανή χρονολογία της Ερωφίλης, π. 1600 μ.Χ., είναι δεκαεννέα αιώνες. Απ’ αυτούς οι δεκαεπτά, που τελειώνεουν στα 1453, είναι οι δημιουργικοί.
3. Η Παναγία του Χριστού Πάσχοντος και η Εκάβη του Ευριπίδη (Βλ. Κεφ. Δ΄). Στους ύμνους και στα λειτουργικά έργα – Ευαγγελισμός, Αβραάμ, Ανάστασις, κ.α – οι άγγελοι φέρνουν τις ειδήσεις.
4. Όπου λέμε Ανατολή, εννοούμε φυσικά τη μεσογειακή Ανατολή, τις χώρες της ελληνικής επίδρασης.
5. Κ. Ν. Σάθα, Κρητικόν Θέατρον (Εισαγωγή). Βενετία 1878. Θ’ αναφέρεται στις σημειώσεις με τη λέξη Σάθας.
6. Φιλόλογοι που αρνιούνται το Βυζαντινό Θέατρο: ο S. Baud-Bovy (Revue des Questions historigues, CXV. 1931. 257-96, Byzantion, VI. 1931, 623-40), F. H. Marshall και J. Mavrogordatos (Byzantium Clarendon Press, 1948). Ο Karl Krumbacher (Geschichte der byzantinischen Litteratur) παραδέχεται μόνο το λειτουργικό δράμα.
7. Στο παραλιακό χωριό Provincetown του Cape Cod πρωτοπαίχτηκαν, στα 1915, τα μονόπρακτα του Ο’ Νηλ. Ο Μέγερχολντ ήταν ο αντιπροσωπευτικός σκηνοθέτης της σοβιετικής επανάστασης του 1917 κι ο πιο σημαντικός παράγοντας – μαζί με το Λουνατσάρσκι και το Μαγιακόφσκι –μιας καλλιτεχνικής εξόρμησης, που αργότερα καταδικάστηκε απ’ το Κόμμα.
8. Φόρα ή φόροι ωνομάζονταν οι πλατείες της Κωνσταντινούπολης, όπου οι μίμοι εκτελούσαν πρόχειρα τις παραστάσεις τους.
9. Οι δραματικοί ύμνοι φανερώνονται στο Βυζάντιο τον 5ον αιώνα. Ο πρώτος λειτουργικός διάλογος της Δύσης τον 9ο, τα πρώτα της θρησκευτικά έργα τον 11ο. Το μιμοθέατρο είναι άγνωστο στην Ευρώπη, απ’ τα 500 ίσαμε τα 1500.
1. Εκκλησιαστική Ιστορία Νικηφόρου (Migne 145.+236)
2. Απ’ την ακμή του Μένανδρου, π. 300 π.Χ., ίσαμε την πιθανή χρονολογία της Ερωφίλης, π. 1600 μ.Χ., είναι δεκαεννέα αιώνες. Απ’ αυτούς οι δεκαεπτά, που τελειώνεουν στα 1453, είναι οι δημιουργικοί.
3. Η Παναγία του Χριστού Πάσχοντος και η Εκάβη του Ευριπίδη (Βλ. Κεφ. Δ΄). Στους ύμνους και στα λειτουργικά έργα – Ευαγγελισμός, Αβραάμ, Ανάστασις, κ.α – οι άγγελοι φέρνουν τις ειδήσεις.
4. Όπου λέμε Ανατολή, εννοούμε φυσικά τη μεσογειακή Ανατολή, τις χώρες της ελληνικής επίδρασης.
5. Κ. Ν. Σάθα, Κρητικόν Θέατρον (Εισαγωγή). Βενετία 1878. Θ’ αναφέρεται στις σημειώσεις με τη λέξη Σάθας.
6. Φιλόλογοι που αρνιούνται το Βυζαντινό Θέατρο: ο S. Baud-Bovy (Revue des Questions historigues, CXV. 1931. 257-96, Byzantion, VI. 1931, 623-40), F. H. Marshall και J. Mavrogordatos (Byzantium Clarendon Press, 1948). Ο Karl Krumbacher (Geschichte der byzantinischen Litteratur) παραδέχεται μόνο το λειτουργικό δράμα.
7. Στο παραλιακό χωριό Provincetown του Cape Cod πρωτοπαίχτηκαν, στα 1915, τα μονόπρακτα του Ο’ Νηλ. Ο Μέγερχολντ ήταν ο αντιπροσωπευτικός σκηνοθέτης της σοβιετικής επανάστασης του 1917 κι ο πιο σημαντικός παράγοντας – μαζί με το Λουνατσάρσκι και το Μαγιακόφσκι –μιας καλλιτεχνικής εξόρμησης, που αργότερα καταδικάστηκε απ’ το Κόμμα.
8. Φόρα ή φόροι ωνομάζονταν οι πλατείες της Κωνσταντινούπολης, όπου οι μίμοι εκτελούσαν πρόχειρα τις παραστάσεις τους.
9. Οι δραματικοί ύμνοι φανερώνονται στο Βυζάντιο τον 5ον αιώνα. Ο πρώτος λειτουργικός διάλογος της Δύσης τον 9ο, τα πρώτα της θρησκευτικά έργα τον 11ο. Το μιμοθέατρο είναι άγνωστο στην Ευρώπη, απ’ τα 500 ίσαμε τα 1500.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου