Διαφορές τής Χριστιανικής θεώρησης από τον Πλάτωνα και
τον Αριστοτέλη
π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου. Η «πνοή ζωής», που ζωοποιεί από την αρχή το σώμα του ανθρώπου, συνδέεται στενά με το σώμα, το εμψυχώνει και το ζωοποιεί, το συγκροτεί και το ενοποιεί.
Οι Άγιοι αποκτούν εμπειρία του εμφυσήματος του Θεού με την προσευχή και, κυρίως, με την νοερά προσευχή, που θερμαίνει και κινεί όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Και οι αρχαίοι φιλόσοφοι ομίλησαν για την ψυχή του ανθρώπου, την ύπαρξή της, τον τρόπο συνδέσεώς της με το σώμα, την ύπαρξή της μετά τον θάνατο. Και αυτοί είχαν την γνώση ότι διαφέρει η ψυχή από το σώμα, αλλά βέβαια οι απόψεις τους ήταν εντελώς, διαφορετικές..
από την εμπειρία των θεοπτών Αγίων της Εκκλησίας. Οι φιλόσοφοι ομιλούσαν για την.. κατά φύση αθάνατη ψυχή και το κατά φύση θνητό σώμα. Αλλά αυτή η διάκριση δεν έγινε αποδεκτή από τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι, όπως είδαμε, διδάσκουν ότι τόσο η ψυχή όσο και το σώμα είναι δημιουργήματα του Θεού. «Εκείνο που δεν αλλάζει, κατά τον Πλάτωνα, είναι τα αρχέτυπα. Και η ψυχή, επειδή έχει ομοιογένεια με τα αρχέτυπα, πνευματικά είναι αυτά, πνευματική είναι και η ψυχή, άϋλα είναι εκείνα, άυλη η ψυχή.
Οπότε, το όμοιο γνωρίζει το όμοιο. Επομένως, είναι φυσικό, είναι η φυσική δύναμη της ψυχής να γνωρίζη αυτά τα αρχέτυπα. Εξ αιτίας όμως της φυλακίσεως της ψυχής μέσα στο σώμα, η ψυχή βρίσκει εμπόδιο το σώμα για να γνωρίση αμέσως αυτά τα αρχέτυπα, τα οποία βέβαια γνώριζε σε μία πρότερη ζωή.
Οπότε, έχουμε εξ αιτίας αυτής της αναλύσεως την λεγομένη μαιευτική μέθοδο, που ο άνθρωπος, για να γνωρίση την αλήθεια, απλώς πρέπει να την ενθυμηθή. Οπότε, υπάρχει μια λήθη, η ψυχή έχει ξεχάσει αυτά που ήξερε, οπότε πρέπει να τα ενθυμηθή. Έχουμε αυτή την περίφημη μέθοδο του Σωκράτη, την λεγόμενη μαιευτική μέθοδο, κατά την οποία ο διδάσκαλος είναι εκείνος ο οποίος εκμαιεύει ήδη υπάρχουσες γνώσεις μέσα στον άνθρωπο. Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γνώση των αρχετύπων είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Η ψυχή γνώριζε αυτά τα αρχέτυπα πριν φυλακισθή μέσα στο σώμα. Βέβαια, αυτή η πλατωνική αντίληψη μέσα στον Χριστιανισμό πήρε την μορφή περί εμφύτου γνώσεως του Θεού και του ανθρώπου».
Επίσης, ο Πλάτων υποστήριζε ότι η ψυχή του ανθρώπου ήταν εκ φύσεως αθάνατη, ενώ ο Αριστοτέλης δεν δεχόταν το «αθάνατον της ατομικής ψυχής», της λεγομένης παθητικής ψυχής. «Υπάρχει κάποια διάκριση μεταξύ του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος, διότι ο Αριστοτέλης δεν δέχεται την αθανασία της ατομικής ψυχής.
Δεν υπάρχει αθανασία της ατομικής ψυχής. Διότι, στον Αριστοτέλη, όπως τον διαβάζουμε εμείς και οι Άραβες, υπάρχουν δυο ψυχές. Υπάρχει η ποιητική ψυχή και υπάρχει και η παθητική ψυχή. Η παθητική ψυχή, που είναι η ατομική ψυχή, δεν είναι αθάνατη, έρχεται στην ύπαρξη με την ένωση της μορφής με την ύλη, και, όταν διαλύεται αυτή η ένωση μορφής και ύλης, διαλύεται η παθητική ψυχή και εξαφανίζεται, οπότε, το άτομο εξαφανίζεται για τον Αριστοτέλη.
Η ποιητική ψυχή είναι μία για όλους τους ανθρώπους, οπότε υπάρχει ομαδική αθανασία που είναι η αθανασία του είδους της ανθρωπότητος, αλλά όχι όμως μια αθανασία των ατόμων. Στην διδασκαλία περί γενέσεως και φθοράς του Αριστοτέλους δεν υπάρχει αθανασία.
Ενώ στον Πλάτωνα φαίνεται, από τις ερμηνείες που γίνονται για τον Πλάτωνα -σε αυτό κανείς δεν μπορεί να είναι και πολύ βέβαιος για τον Πλάτωνα- για τον Πλάτωνα υπάρχει ατομική αθανασία, φαίνεται τουλάχιστον ότι υπάρχει ατομική αθανασία, και συνδέεται με την διδασκαλία του Πλάτωνος περί ευδαιμονίας.
Τώρα, στον Αριστοτέλη, εφ' όσον η ατομική αθανασία δεν υπάρχει, σημαίνει ότι προ της γεννήσεως του ανθρώπου, ο άνθρωπος ως άτομο δεν υπάρχει, και μετά τον θάνατο του σώματος, ο άνθρωπος πάλι ως άτομο δεν υπάρχει. Οπότε, η διδασκαλία του Αριστοτέλους περί ευδαιμονίας είναι η προσωρινή ευδαιμονία σε αυτήν την ζωή. Οπότε, δεν υπάρχει για τον Αριστοτέλη θέμα ευδαιμονίας του ατόμου μετά τον θάνατο.
Όπως δεν υπάρχει και προ της γεννήσεως.
Για τον Πλάτωνα, όμως, υπάρχει το θέμα της ευδαιμονίας και προ της γεννήσεως του ανθρώπου και μετά τον θάνατο του ανθρώπου, εφόσον όχι μόνο υπάρχει αθανασία της ψυχής, αφού η ψυχή επιβιώνει μετά τον θάνατο του σώματος και υπάρχει μετά στην άλλη ζωή, δηλαδή, αλλά για τον Πλάτωνα, αθανασία της ψυχής συνεπάγεται όχι μόνον το ατελεύτητο της ψυχής, αλλά και το άναρχο της ψυχής. Όπως η ψυχή δεν έχει τέλος, κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή δεν έχει και αρχή.
Οπότε, η ψυχή προϋπάρχει για τον Πλάτωνα.
Βέβαια, σε αυτά τα θέματα υπάρχει θέμα εάν είναι επηρεασμένος ο Πλάτων μέσω των διονυσιακών θρησκειών από τις ανατολικές παραδόσεις, που υπάρχει διδασκαλία περί προϋπάρξεως της ψυχής και της υπάρξεως μετά τον θάνατον, και διδασκαλίας περί μετεμψυχώσεως κλπ, που είναι σήμερα γνωστά στον Ινδουισμό, στις ανατολικές θρησκείες, φαίνεται υπήρχε στον Ζωροαστρισμό. Αλλά, υπάρχει θεωρία ότι αυτά έχουν ανατολική προέλευση, και δεν είναι μέρος του αρχαίου Ελληνικού κόσμου δηλαδή, που πιστεύεται ότι ο Αριστοτέλης τουλάχιστον είναι πιο αντιπροσωπευτικός του Ελληνικού πνεύματος».
Πάντως, οι Θεούμενοι Πατέρες δεν δέχθηκαν αυτές τις απόψεις των αρχαίων φιλοσόφων, καίτοι τις γνώριζαν από τις μελέτες τους, γιατί ήξεραν από την εμπειρία τους ότι τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
«Η διδασκαλία του Πλάτωνος δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την πατερική παράδοση. Διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε δέχθηκαν την κατά φύση αθανασία της ψυχής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η ψυχή είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη. Είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη, διότι, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο μόνος φύσει αθάνατος είναι ο Θεός. Ο μόνος άναρχος και ατελεύτητος κατά φύση είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι κατά φύση με αρχή, διότι είναι κτίσμα, άλλα κατά φύση ο άνθρωπος θα πρέπει να έχη και τέλος. Οπότε, ο άνθρωπος δεν είναι κατά φύση αθάνατος».
Όμως, η ψυχή είναι αθάνατη κατά Χάρη, επειδή το θέλησε ο Θεός. Ακόμη, στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία αναπτύσσεται η άποψη περί ελευθερώσεως της ψυχής από το σώμα, για να επανέλθη στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και να έχη εμπειρία του Θεού. Κατά τον Πλάτωνα «ο άνθρωπος είναι όμοιος κατά φύσιν με το ύψιστον αγαθόν-άϋλον».
«Επειδή η ψυχή έχει αυτήν την ομοιότητα με το ύψιστο αγαθό, γι' αυτό και φύσει έχει την δύναμη μέσα της να γνωρίζη τον Θεό, αρκεί να απαλλαγή από την ύλη, επειδή η ψυχή του ανθρώπου είναι φυλακισμένη μέσα στο σώμα και το σώμα είναι το σήμα της ψυχής.
Επομένως, εάν απαλλαγή η ψυχή από το σώμα, τότε η ψυχή ξαναενώνεται με το ύψιστο αγαθό και έχει εμπειρία του Θεού». Οι Θεούμενοι, όμως, διδάσκουν ότι η θέα του Θεού από τον άνθρωπο γίνεται με την δωρεά-χάρη του Θεού. «Το να βλέπη κανείς τον Θεό είναι δώρον του Θεού προς τον άνθρωπο και σε αυτό το δώρο μετέχει και το σώμα, που και αυτό θεούται και μετέχει στην θεοπτία.
Και η εμπειρία της Θεώσεως είναι διαβρωτική για όλη την ανθρώπινη φύση, μετέχει όλος ο άνθρωπος στην εμπειρία αυτή».
«Στον πλατωνισμό υπάρχει τελείως το αντίθετο. Πρέπει η ψυχή να ελευθερωθή από το σώμα για να δη τον Θεό, ενώ στην Ορθοδοξία αυτό είναι μεγάλη αίρεση. Από αυτής της απόψεως, το εάν η ψυχή είναι άυλος ή σωματική είναι τελείως άσχετο για μας τους Ορθοδόξους. Διότι, ο τρόπος γνώσεως του Θεού είναι η θέωση, το οποίο είναι δώρο από τον Θεό.
Εφ' όσον μετέχει το σώμα στην εμπειρία της Θεώσεως, δεν έχει σημασία εάν η ψυχή είναι άυλος ή δεν είναι άυλος, και ως υλική μετέχει, εφ' όσον μετέχει και το σώμα στην εμπειρία αυτή». Και στο θέμα της εκστάσεως υπάρχει διαφορετική αντίληψη μεταξύ Ορθοδόξου θεολογίας και φιλοσοφίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή έχουν προσωπική πείρα των θεμάτων αυτών, έκαναν την διάκριση μεταξύ θεοπτικών και δαιμονικών εμπειριών.
«Με τον νεοπλατωνισμό, που καθαρά πλέον η πλατωνική φιλοσοφία συγχωνεύεται με την θρησκειολογία και διάφορες δεισιδαιμονίες κ.ο.κ., μπαίνει το κριτήριο της εκστάσεως του φιλοσόφου. Φεύγει το πνεύμα από το σώμα, από τον χρόνο, από τις διαστάσεις, από τα διαστήματα, από την διαδοχική σκέψη και έχει μια επαφή με το υπερβατικό. Και αυτό γίνεται δια της εκστάσεως, που είναι μια κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος απαλλάσσεται, πλέον, πλήρως από τις αισθήσεις του και έχει άμεση επαφή με το θείον».
Από την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, η οποία στηριζόταν στον ορθό λόγο και την φαντασία, επηρεάσθηκαν και δυτικοί θεολόγοι και στο θέμα της ψυχής. «Ο Αυγουστίνος, προ του Βαπτίσματος, πίστευε στην προΰπαρξη των ψυχών. Έχει ολόκληρη την πλατωνική φρασεολογία εκεί μέσα. Μιλάει για την ανάγκη η ψυχή να επιστρέψη στην πατρίδα της. Η επιστροφή της ψυχής σημαίνει επιστροφή στον κόσμο των ιδεών, των αρχετύπων».
«Ο μεγάλος Φράγκος, ο Θωμάς Ακινάτης, ερμήνευσε τον Αριστοτέλη ως διδάσκοντα την αθανασία της ατομικής ψυχής του ανθρώπου και όχι μόνο της ποιητικής ψυχής, οπότε κάθε άνθρωπος είναι αθάνατος».
Όμως, με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, έχουν καταρριφθή οι απόψεις της κλασσικής μεταφυσικής και στο θέμα της «υπάρξεως αΰλου ψυχής». «Από αυτήν την εξέλιξη έχουμε ένα παράξενο φαινόμενο, ότι η διανόηση του ανθρώπου, η ικανότητα του ανθρώπου να ασχολήται με αφηρημένες έννοιες, δεν οφείλεται στην ύπαρξη πνευματικής ψυχής, που πιστεύουν οι φιλόσοφοι, διότι το ίδιο το κυτταρικό σύστημα του ανθρώπου ασχολείται με όλα τα περίπλοκα νοήματα που ασχολείται το ανθρώπινο πνεύμα.
Οπότε, τα παλιά επιχειρήματα περί υπάρξεως αΰλου ψυχής, των Πλατωνικών και των Αριστοτελικο-φράγκων δηλαδή θεολόγων, αυτά πάνε περίπατο πλέον.
Δεν μπορούν πλέον ν’ αποδείξουν την αθανασία της ψυχής από αυτού του είδους τα φιλοσοφικά επιχειρήματα, διότι σήμερα μαθαίνουμε και τα κομπιούτερ να σκέπτωνται, δηλαδή, που σημαίνει ότι τα παλιά μεταφυσικά θεμέλια της δυτικής θεολογίας έχουν καταστραφή πλέον». Έτσι, δεν είναι δυνατόν σήμερα να είμαστε απολογητές του δυτικού Χριστιανισμού και στο θέμα της ψυχής, που έχει επηρεασθή από τις απόψεις της αρχαίας κλασσικής μεταφυσικής.
Οι Θεούμενοι Πατέρες της Εκκλησίας, γνώριζαν από την πείρα τους ότι η ψυχή είναι δημιούργημα του Θεού και δεν προήλθε από τον αγέννητο κόσμο του Θεού. «Υπάρχουν κάτι ευσεβιστικά εγχειρίδια, που γράφουν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι εκ του Θεού. Αν ήταν η ψυχή του ανθρώπου εκ του Θεού, τότε ο άνθρωπος θα ήταν Θεός κατά φύσιν.
Η ψυχή του ανθρώπου, κατά τους Πατέρες, δεν είναι εκ του Θεού, αλλά εκ του μηδενός. Όπως είναι και το σώμα εκ του μηδενός, δηλαδή από το μη ον».
Επίσης, διδάσκουν οι Θεούμενοι Πατέρες ότι η ψυχή, επειδή προήλθε από το μη ον, είναι κτιστή, και η αθανασία της ψυχής δεν είναι εκ φύσεως, αλλά εκ Χάριτος. «Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου είναι υλική και όχι καθαρά πνευματική, εάν ως πνευματικό εννοούμε τον ίδιο τον Θεό».
«Επομένως, στην Ορθόδοξη παράδοση δεν εξαρτάται η αθανασία της ψυχής από το ότι η ψυχή είναι άυλη, ασύνθετη, αδιαίρετη κ.ο.κ., αλλά βασίζεται όχι στην φύση, αλλά στην θέλησή του Θεού». Γι' αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας δίνουν μεγάλη σημασία στην θέωση του ανθρώπου, δηλαδή στην θέωση ψυχής και σώματος.
τον Αριστοτέλη
π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου. Η «πνοή ζωής», που ζωοποιεί από την αρχή το σώμα του ανθρώπου, συνδέεται στενά με το σώμα, το εμψυχώνει και το ζωοποιεί, το συγκροτεί και το ενοποιεί.
Οι Άγιοι αποκτούν εμπειρία του εμφυσήματος του Θεού με την προσευχή και, κυρίως, με την νοερά προσευχή, που θερμαίνει και κινεί όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Και οι αρχαίοι φιλόσοφοι ομίλησαν για την ψυχή του ανθρώπου, την ύπαρξή της, τον τρόπο συνδέσεώς της με το σώμα, την ύπαρξή της μετά τον θάνατο. Και αυτοί είχαν την γνώση ότι διαφέρει η ψυχή από το σώμα, αλλά βέβαια οι απόψεις τους ήταν εντελώς, διαφορετικές..
από την εμπειρία των θεοπτών Αγίων της Εκκλησίας. Οι φιλόσοφοι ομιλούσαν για την.. κατά φύση αθάνατη ψυχή και το κατά φύση θνητό σώμα. Αλλά αυτή η διάκριση δεν έγινε αποδεκτή από τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι, όπως είδαμε, διδάσκουν ότι τόσο η ψυχή όσο και το σώμα είναι δημιουργήματα του Θεού. «Εκείνο που δεν αλλάζει, κατά τον Πλάτωνα, είναι τα αρχέτυπα. Και η ψυχή, επειδή έχει ομοιογένεια με τα αρχέτυπα, πνευματικά είναι αυτά, πνευματική είναι και η ψυχή, άϋλα είναι εκείνα, άυλη η ψυχή.
Οπότε, το όμοιο γνωρίζει το όμοιο. Επομένως, είναι φυσικό, είναι η φυσική δύναμη της ψυχής να γνωρίζη αυτά τα αρχέτυπα. Εξ αιτίας όμως της φυλακίσεως της ψυχής μέσα στο σώμα, η ψυχή βρίσκει εμπόδιο το σώμα για να γνωρίση αμέσως αυτά τα αρχέτυπα, τα οποία βέβαια γνώριζε σε μία πρότερη ζωή.
Οπότε, έχουμε εξ αιτίας αυτής της αναλύσεως την λεγομένη μαιευτική μέθοδο, που ο άνθρωπος, για να γνωρίση την αλήθεια, απλώς πρέπει να την ενθυμηθή. Οπότε, υπάρχει μια λήθη, η ψυχή έχει ξεχάσει αυτά που ήξερε, οπότε πρέπει να τα ενθυμηθή. Έχουμε αυτή την περίφημη μέθοδο του Σωκράτη, την λεγόμενη μαιευτική μέθοδο, κατά την οποία ο διδάσκαλος είναι εκείνος ο οποίος εκμαιεύει ήδη υπάρχουσες γνώσεις μέσα στον άνθρωπο. Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γνώση των αρχετύπων είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Η ψυχή γνώριζε αυτά τα αρχέτυπα πριν φυλακισθή μέσα στο σώμα. Βέβαια, αυτή η πλατωνική αντίληψη μέσα στον Χριστιανισμό πήρε την μορφή περί εμφύτου γνώσεως του Θεού και του ανθρώπου».
Επίσης, ο Πλάτων υποστήριζε ότι η ψυχή του ανθρώπου ήταν εκ φύσεως αθάνατη, ενώ ο Αριστοτέλης δεν δεχόταν το «αθάνατον της ατομικής ψυχής», της λεγομένης παθητικής ψυχής. «Υπάρχει κάποια διάκριση μεταξύ του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος, διότι ο Αριστοτέλης δεν δέχεται την αθανασία της ατομικής ψυχής.
Δεν υπάρχει αθανασία της ατομικής ψυχής. Διότι, στον Αριστοτέλη, όπως τον διαβάζουμε εμείς και οι Άραβες, υπάρχουν δυο ψυχές. Υπάρχει η ποιητική ψυχή και υπάρχει και η παθητική ψυχή. Η παθητική ψυχή, που είναι η ατομική ψυχή, δεν είναι αθάνατη, έρχεται στην ύπαρξη με την ένωση της μορφής με την ύλη, και, όταν διαλύεται αυτή η ένωση μορφής και ύλης, διαλύεται η παθητική ψυχή και εξαφανίζεται, οπότε, το άτομο εξαφανίζεται για τον Αριστοτέλη.
Η ποιητική ψυχή είναι μία για όλους τους ανθρώπους, οπότε υπάρχει ομαδική αθανασία που είναι η αθανασία του είδους της ανθρωπότητος, αλλά όχι όμως μια αθανασία των ατόμων. Στην διδασκαλία περί γενέσεως και φθοράς του Αριστοτέλους δεν υπάρχει αθανασία.
Ενώ στον Πλάτωνα φαίνεται, από τις ερμηνείες που γίνονται για τον Πλάτωνα -σε αυτό κανείς δεν μπορεί να είναι και πολύ βέβαιος για τον Πλάτωνα- για τον Πλάτωνα υπάρχει ατομική αθανασία, φαίνεται τουλάχιστον ότι υπάρχει ατομική αθανασία, και συνδέεται με την διδασκαλία του Πλάτωνος περί ευδαιμονίας.
Τώρα, στον Αριστοτέλη, εφ' όσον η ατομική αθανασία δεν υπάρχει, σημαίνει ότι προ της γεννήσεως του ανθρώπου, ο άνθρωπος ως άτομο δεν υπάρχει, και μετά τον θάνατο του σώματος, ο άνθρωπος πάλι ως άτομο δεν υπάρχει. Οπότε, η διδασκαλία του Αριστοτέλους περί ευδαιμονίας είναι η προσωρινή ευδαιμονία σε αυτήν την ζωή. Οπότε, δεν υπάρχει για τον Αριστοτέλη θέμα ευδαιμονίας του ατόμου μετά τον θάνατο.
Όπως δεν υπάρχει και προ της γεννήσεως.
Για τον Πλάτωνα, όμως, υπάρχει το θέμα της ευδαιμονίας και προ της γεννήσεως του ανθρώπου και μετά τον θάνατο του ανθρώπου, εφόσον όχι μόνο υπάρχει αθανασία της ψυχής, αφού η ψυχή επιβιώνει μετά τον θάνατο του σώματος και υπάρχει μετά στην άλλη ζωή, δηλαδή, αλλά για τον Πλάτωνα, αθανασία της ψυχής συνεπάγεται όχι μόνον το ατελεύτητο της ψυχής, αλλά και το άναρχο της ψυχής. Όπως η ψυχή δεν έχει τέλος, κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή δεν έχει και αρχή.
Οπότε, η ψυχή προϋπάρχει για τον Πλάτωνα.
Βέβαια, σε αυτά τα θέματα υπάρχει θέμα εάν είναι επηρεασμένος ο Πλάτων μέσω των διονυσιακών θρησκειών από τις ανατολικές παραδόσεις, που υπάρχει διδασκαλία περί προϋπάρξεως της ψυχής και της υπάρξεως μετά τον θάνατον, και διδασκαλίας περί μετεμψυχώσεως κλπ, που είναι σήμερα γνωστά στον Ινδουισμό, στις ανατολικές θρησκείες, φαίνεται υπήρχε στον Ζωροαστρισμό. Αλλά, υπάρχει θεωρία ότι αυτά έχουν ανατολική προέλευση, και δεν είναι μέρος του αρχαίου Ελληνικού κόσμου δηλαδή, που πιστεύεται ότι ο Αριστοτέλης τουλάχιστον είναι πιο αντιπροσωπευτικός του Ελληνικού πνεύματος».
Πάντως, οι Θεούμενοι Πατέρες δεν δέχθηκαν αυτές τις απόψεις των αρχαίων φιλοσόφων, καίτοι τις γνώριζαν από τις μελέτες τους, γιατί ήξεραν από την εμπειρία τους ότι τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
«Η διδασκαλία του Πλάτωνος δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την πατερική παράδοση. Διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε δέχθηκαν την κατά φύση αθανασία της ψυχής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η ψυχή είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη. Είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη, διότι, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο μόνος φύσει αθάνατος είναι ο Θεός. Ο μόνος άναρχος και ατελεύτητος κατά φύση είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι κατά φύση με αρχή, διότι είναι κτίσμα, άλλα κατά φύση ο άνθρωπος θα πρέπει να έχη και τέλος. Οπότε, ο άνθρωπος δεν είναι κατά φύση αθάνατος».
Όμως, η ψυχή είναι αθάνατη κατά Χάρη, επειδή το θέλησε ο Θεός. Ακόμη, στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία αναπτύσσεται η άποψη περί ελευθερώσεως της ψυχής από το σώμα, για να επανέλθη στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και να έχη εμπειρία του Θεού. Κατά τον Πλάτωνα «ο άνθρωπος είναι όμοιος κατά φύσιν με το ύψιστον αγαθόν-άϋλον».
«Επειδή η ψυχή έχει αυτήν την ομοιότητα με το ύψιστο αγαθό, γι' αυτό και φύσει έχει την δύναμη μέσα της να γνωρίζη τον Θεό, αρκεί να απαλλαγή από την ύλη, επειδή η ψυχή του ανθρώπου είναι φυλακισμένη μέσα στο σώμα και το σώμα είναι το σήμα της ψυχής.
Επομένως, εάν απαλλαγή η ψυχή από το σώμα, τότε η ψυχή ξαναενώνεται με το ύψιστο αγαθό και έχει εμπειρία του Θεού». Οι Θεούμενοι, όμως, διδάσκουν ότι η θέα του Θεού από τον άνθρωπο γίνεται με την δωρεά-χάρη του Θεού. «Το να βλέπη κανείς τον Θεό είναι δώρον του Θεού προς τον άνθρωπο και σε αυτό το δώρο μετέχει και το σώμα, που και αυτό θεούται και μετέχει στην θεοπτία.
Και η εμπειρία της Θεώσεως είναι διαβρωτική για όλη την ανθρώπινη φύση, μετέχει όλος ο άνθρωπος στην εμπειρία αυτή».
«Στον πλατωνισμό υπάρχει τελείως το αντίθετο. Πρέπει η ψυχή να ελευθερωθή από το σώμα για να δη τον Θεό, ενώ στην Ορθοδοξία αυτό είναι μεγάλη αίρεση. Από αυτής της απόψεως, το εάν η ψυχή είναι άυλος ή σωματική είναι τελείως άσχετο για μας τους Ορθοδόξους. Διότι, ο τρόπος γνώσεως του Θεού είναι η θέωση, το οποίο είναι δώρο από τον Θεό.
Εφ' όσον μετέχει το σώμα στην εμπειρία της Θεώσεως, δεν έχει σημασία εάν η ψυχή είναι άυλος ή δεν είναι άυλος, και ως υλική μετέχει, εφ' όσον μετέχει και το σώμα στην εμπειρία αυτή». Και στο θέμα της εκστάσεως υπάρχει διαφορετική αντίληψη μεταξύ Ορθοδόξου θεολογίας και φιλοσοφίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή έχουν προσωπική πείρα των θεμάτων αυτών, έκαναν την διάκριση μεταξύ θεοπτικών και δαιμονικών εμπειριών.
«Με τον νεοπλατωνισμό, που καθαρά πλέον η πλατωνική φιλοσοφία συγχωνεύεται με την θρησκειολογία και διάφορες δεισιδαιμονίες κ.ο.κ., μπαίνει το κριτήριο της εκστάσεως του φιλοσόφου. Φεύγει το πνεύμα από το σώμα, από τον χρόνο, από τις διαστάσεις, από τα διαστήματα, από την διαδοχική σκέψη και έχει μια επαφή με το υπερβατικό. Και αυτό γίνεται δια της εκστάσεως, που είναι μια κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος απαλλάσσεται, πλέον, πλήρως από τις αισθήσεις του και έχει άμεση επαφή με το θείον».
Από την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, η οποία στηριζόταν στον ορθό λόγο και την φαντασία, επηρεάσθηκαν και δυτικοί θεολόγοι και στο θέμα της ψυχής. «Ο Αυγουστίνος, προ του Βαπτίσματος, πίστευε στην προΰπαρξη των ψυχών. Έχει ολόκληρη την πλατωνική φρασεολογία εκεί μέσα. Μιλάει για την ανάγκη η ψυχή να επιστρέψη στην πατρίδα της. Η επιστροφή της ψυχής σημαίνει επιστροφή στον κόσμο των ιδεών, των αρχετύπων».
«Ο μεγάλος Φράγκος, ο Θωμάς Ακινάτης, ερμήνευσε τον Αριστοτέλη ως διδάσκοντα την αθανασία της ατομικής ψυχής του ανθρώπου και όχι μόνο της ποιητικής ψυχής, οπότε κάθε άνθρωπος είναι αθάνατος».
Όμως, με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, έχουν καταρριφθή οι απόψεις της κλασσικής μεταφυσικής και στο θέμα της «υπάρξεως αΰλου ψυχής». «Από αυτήν την εξέλιξη έχουμε ένα παράξενο φαινόμενο, ότι η διανόηση του ανθρώπου, η ικανότητα του ανθρώπου να ασχολήται με αφηρημένες έννοιες, δεν οφείλεται στην ύπαρξη πνευματικής ψυχής, που πιστεύουν οι φιλόσοφοι, διότι το ίδιο το κυτταρικό σύστημα του ανθρώπου ασχολείται με όλα τα περίπλοκα νοήματα που ασχολείται το ανθρώπινο πνεύμα.
Οπότε, τα παλιά επιχειρήματα περί υπάρξεως αΰλου ψυχής, των Πλατωνικών και των Αριστοτελικο-φράγκων δηλαδή θεολόγων, αυτά πάνε περίπατο πλέον.
Δεν μπορούν πλέον ν’ αποδείξουν την αθανασία της ψυχής από αυτού του είδους τα φιλοσοφικά επιχειρήματα, διότι σήμερα μαθαίνουμε και τα κομπιούτερ να σκέπτωνται, δηλαδή, που σημαίνει ότι τα παλιά μεταφυσικά θεμέλια της δυτικής θεολογίας έχουν καταστραφή πλέον». Έτσι, δεν είναι δυνατόν σήμερα να είμαστε απολογητές του δυτικού Χριστιανισμού και στο θέμα της ψυχής, που έχει επηρεασθή από τις απόψεις της αρχαίας κλασσικής μεταφυσικής.
Οι Θεούμενοι Πατέρες της Εκκλησίας, γνώριζαν από την πείρα τους ότι η ψυχή είναι δημιούργημα του Θεού και δεν προήλθε από τον αγέννητο κόσμο του Θεού. «Υπάρχουν κάτι ευσεβιστικά εγχειρίδια, που γράφουν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι εκ του Θεού. Αν ήταν η ψυχή του ανθρώπου εκ του Θεού, τότε ο άνθρωπος θα ήταν Θεός κατά φύσιν.
Η ψυχή του ανθρώπου, κατά τους Πατέρες, δεν είναι εκ του Θεού, αλλά εκ του μηδενός. Όπως είναι και το σώμα εκ του μηδενός, δηλαδή από το μη ον».
Επίσης, διδάσκουν οι Θεούμενοι Πατέρες ότι η ψυχή, επειδή προήλθε από το μη ον, είναι κτιστή, και η αθανασία της ψυχής δεν είναι εκ φύσεως, αλλά εκ Χάριτος. «Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου είναι υλική και όχι καθαρά πνευματική, εάν ως πνευματικό εννοούμε τον ίδιο τον Θεό».
«Επομένως, στην Ορθόδοξη παράδοση δεν εξαρτάται η αθανασία της ψυχής από το ότι η ψυχή είναι άυλη, ασύνθετη, αδιαίρετη κ.ο.κ., αλλά βασίζεται όχι στην φύση, αλλά στην θέλησή του Θεού». Γι' αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας δίνουν μεγάλη σημασία στην θέωση του ανθρώπου, δηλαδή στην θέωση ψυχής και σώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου