Τι και πώς
Ήταν το βράδυ της παραμονής. Ζεστή νύχτα φτιαγμένη από Αύγουστο, αγωνία, απορία, φόβο και ικεσία. Στις εκκλησιές του εόρτιου της Παρθένου εσπερινού, αυτό που λένε "πλήθη λαού", φέτος όμως αλλιώς.....
Ο λαός ήταν περισσότερο παρά ποτέ εκεί!
Στα πόδια Της, γατζωμένος από τα ακρόνυχά Της..
να μην Την αφήνει να βαδίσει προς τα εγκώμια που Της έλεγαν οι ψάλτες, προς τα τεριρέμ που σπάθιζαν οι φτερούγες των αγγέλων, για να μην την χάσει και να μην χαθεί και ο ίδιος.
Λευκά τακούνια γυναικών, τσάκισες ανδρικών παντελονιών, τζιν αγοριών και μακριά μαλλιά κοριτσιών σε ατέλειωτες ουρές για ένα κερί μπρος στις εικόνες Της που άπλωναν γαλήνη στους ναούς της Ελλάδας, φτιάχνοντας, το βράδυ εκείνο, νέες απαντοχές για τους ανθρώπους.
Άφηνες ένα φίλημα και έβγαζες την καρδιά σου στην εικόνα, χάιδευες το Πρόσωπο, ξόδευες τα αποθέματα του βλέμματος στην αμεριμνησία του Παιδιού και στις βεβαιότητες που σου χάριζαν τα μάτια της Μητέρας.
Δεν μιλούσες. Μόνο ξαναένιωθες εκείνο το τρεμούλιασμα της σιαγόνος, που είχες κάποτε ονομάσει "εξαιρετικών περιπτώσεων".
Πίσω σου περίμενε η ουρά των ανθρώπων και συ δεν ήθελες να φύγεις.
Κανείς δεν ήθελε να φύγει...
"Παναγία μου" έλεγες, "Παναγία μου"... Μόνο αυτό και παραμέριζες κοιτάζοντάς Την και ζηλεύοντας αυτόν που, μετά από σένα, Την ατένιζε δακρυσμένος.
Επιτάφιος της Θεοτόκου στη Ζιμπάμπουε (από εδώ)
Ο κόσμος φέτος ήταν σιωπηλός, χαιρετιόταν με βουβό ασπασμό και τούτο το "Παναγία μου" το άκουγες, το οσφραινόσουν, το έβλεπες να λαμπυρίζει δάκρυα, το ψηλαφούσες στα ιδρωμένα χέρια, "χρόνια πολλά", το κατάπινες με την ευλογία του άρτου, το έσερναν τα χρυσά άμφια των παπάδων πάνω-κάτω στην αρτοκλασία και στην λιτανεία και έλεγες πως θα σβήσεις από το λίγωμα, θες από τον πόθο, θες από τα λιβάνια, θες απ' το μέλι που ανάβλυζαν οι ώρες που πήγαιναν να ξημερώσουν την μέρα Της!
Οι μουσικές της μπάντας, οι κατησχυμένες εξουσίες του κόσμου -εν παρατάξει- να ακολουθούν την περιφορά "για τα μάτια του κόσμου" και ο κόσμος να μην έχει μάτια παρά μόνον για Κείνη!
Κι Αυτή -πάνω στους ώμους των στρατιωτών- ατάραχη, γλυκιά, δικιά μας, να μην έχει άλλη έγνοια παρά το Παιδί της αγκαλιάς Της, τους ώμους των στρατιωτών -μην πονέσουν- και τους πόνους των ανθρώπων -μην χαθούν και δεν τους πάει όλους να τους αποθέσει στα πόδια του Υιού-.
"Παναγία μου".......
Παναγία των μικρών σκουπιδιών, σαν ελόγου μου, άφησέ μας στην ασφάλεια της σκόνης των υποδημάτων Σου... Και, ποιος ξέρει, μπορεί εκεί που θα δρομείς γεμάτη πρεσβείες προς τον Κύριο, μπορεί -ελπίζω- εμείς τα σκουπιδάκια των παπουτσιών σου (κλεφτά, κατά τα ανθρώπινα, επωφελούμενοι του ελέους Του, κατά τα θεία) να βρεθούμε μακριά από την δίκαιη τιμωρία.
Γιατί όπου πηγαίνεις Εσύ δεν υπάρχει τιμωρία, δεν θα μας μαλώσει κανείς όσο μας βλέπεις και, στο κάτω-κάτω, μικρά σκουπιδάκια είμαστε.....
Ποιός θα μας αρνηθεί την χάρη να ανήκουμε στην σκόνη των μεσημεριών, που ξεκουράζεται στα ποδαράκια Σου;
(Ξέρω πως είναι μεγάλο μου το θράσος -γι' αυτό που ζητώ- αλλά μήπως είναι το μόνο μου θράσος; ...Παναγία μου...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου