του Κλεάνθη Γρίβα-Ζougla.gr

Πολλαπλασιάζονται ανησυχητικά τα συμπτώματα της
σχιζοφρενικής διάσπασης που χαρακτηρίζει τη συνείδηση τόσο των «βεριτάμπλ» κομμουνιστών (των επαγγελματικών στελεχών του μηχανισμού / απαράτσικ και οπαδών του «ενός και μοναδικού» κόμματος) όσο και των κομμουνιστογενών (που φύονται σε άλλα πολιτικά μορφώματα), οι οποίοι, καθένας από το δικό του μαγαζάκι, βρίσκονται διαρκώς σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να περισωθούν «πολιτικά» (και μέσω αυτού) και, κυρίως, επαγγελματικά (διότι, κατά κανόνα, τυγχάνουν ανεπάγγελτοι) από τις κοσμογονικές αλλαγές που τους εκβράζουν ..
στη χαβούζα της ιστορίας.
Στο παρελθόν, στις χώρες που τα Κομμουνστικά Κόμματα επέβαλαν την τυραννία μιας ασήμαντης μειοψηφίας (χάρη στα τανκς του «Κόκκινου Στρατού»), ο κομματικός μηχανισμός «έλυνε» τα εσωκομματικά του προβλήματα είτε μέσω της εξωδικαστικής «δικαιοσύνης» της ΤΣΕΚΑ /KGB (ή της ΟΠΛΑ, στα καθ' ημάς) είτε προσάγοντας τους αντιπάλους τους στη δικαστική «δικαιοσύνη» του Βισίνσκι.

Μετά την κατάρρευση της «μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας» και τη στέρηση των υλικών αντιστηριγμάτων που πρόσφερε το «διεθνές καθοδηγητικό κέντρο», άρχισαν να γίνονται εμφανή τα παρανοικά στοιχεία της ψυχωτικής προσωπικότητας των διαχειριστών της «ιδεολογικής» και υλικής περιουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος:

Στην αρχή διαπιστώθηκε μιά έκδηλη γοργή αποσύνδεσή τους από την περιρρέουσα πραγματικότητα. Στη συνέχεια, άρχισαν να εμφανίζονται διαταραχές στον ειρμό της σκέψης τους και να κυριαρχούν παραληρηματικές ιδέες μεγαλείου («θα εκτελέσουμε την αποστολή που μας ανέθεσε η Ιστορία»), συνδυασμένες με εμμονες ιδέες καταδίωξης που εκφράζονται με την καθ' εκάστη «ανακάλυψη» μιας συνομωσίας διαφόρων ασαφώς καθοριζόμενων, «σκοτεινών δυνάμεων», για τις οποίες κατά την ψυχιατρική «οι ασθενείς δίδουν εξόχως παραλόγους και παραδόξους εξηγήσεις» («ξένα κέντρα μεθοδεύουν την ανατροπή μας», «η ντόπια αντίδραση οργανώνει συνομωτεί εναντίον μας», κ.α.).
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, το ιερατείο του ΚΚΕ αποφάσισε να ΑΠΕΧΕΙ (διπλό «όχι» = άκυρο). Αλλά μία εβδομάδα μετά κινητοποιούσε τις δυνάμεις του για την υπεράσπιση του… ΟΧΙ.

Τυπική κατάσταση deja vou (ήδη βιωθείσα). Στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 1946, ο τότε ιεροφάντης του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάφης αποφάσισε να απέχει (αυτό χάρισε ένα περιφανή θρίαμβο στη Δεξιά και, συγχρόνως, παρέδωσε τα μελη και τους οπαδούς του βορά στη διωκτική μανία των αντιπάλων του, γιατί η μοίρα τους καθορίζονταν απλώς και μόνο από το γεγονός ότι δεν είχαν σφραγίδα στο εκλογικό τους βιβλιάριο). Αλλά, έξι μήνες μετά, η εγχωρια μετενσάρκωση του Στάλιν, αποφάσισε να συμμετέχει στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946 για το πολιτειακό, νομιμοποιώντας

Αυτή την περίοδο, το ΚΚΕ (υπό την καθοδήγηση του Νίκου Ζαχαριάδη) ακολουθεί μία αλλοπρόσαλλη και αντιφατική τακτική, που συμβάλλει στην ενίσχυση των αντιπάλων του:

● Από τη μια μεριά απέχει από τις εκλογές του Μαρτίου του 1946, για να «μη συμ-βάλλει στη νομιμοποίσησή του».
● Από την άλλη συμμετέχει στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946, νομιμοποιών-τας έτσι το αποτέλεσμά του.

Στα πλαίσιο αυτό, γίνονται όλο και πιό φανερά τα συμπτώματα της βαρειάς γεροντι-κής άνοιας παρανοειδούς τύπου που διακατείχε και διακατέχει αυτό το ιδιότυπο πολιτικό μόρφωμα που εισέβαλε στην πολιτική ζωή της χώρας από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, έχοντας αποδεχθεί τους «21 [εφιαλτικούς] όρους» για την προσχώρησή του στην «Τρίτη Διεθνή» (κομμουνιστική) η οποία αποτέλεσε το βασικότερο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής του σοβιετικού καθεστώτος.

Απ' αυτή την άποψη, δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς με την «πολιτική» συμπεριφoρά των εκφραστών του κομμουνιστικού κόμματος, γιατί η ερμηνεία της είναι πιά υπόθε-ση της ψυχιατρικής.

Η «Αριστερή Πλατφόρμα»

Είναι όμως ανάγκη να σταθεί κανείς στην αδιαφανή συμπεριφορά της (κομμουνιστο-γενούς) «Αριστερής Πλατφόρμας» που φύεται στο θερμοκήπιο του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκ-πληκτικές δηλώσεις των πρωταγωνιστών της αμέσως μετά το «Όχι» της «Πλατφόρμας» κατά την ψήφιση του Μνημονίου 3 στη Βουλή («προχωράμε πιο δυνατοί και ενωμένοι» και «στηρίζουμε την κυβένηση αλλά πολεμάμε το πρόγραμμά της»), δεν αποτυπώνει μόνο τις περιορισμένες διανοητικές της δυνατότητές της αλλά προβάλλει και τη σχιζοφρενική σχάση που χαρακτηρίζει τη σκέψη και την πράξη της, η οποία την καθιστά αντικείμενο ψυχιατρικής και όχι πολιτικής κριτικής.

Ετσι, εάν αποφευχθούν οι παγίδες των ιδεοληπτικών αποτιμήσεων της «Αριστερής Πλατφόρμας», είναι προφανή δυό τουλάχιστον πολιτικά συμπεράσματα από τον έν-τονα αμφιθυμικό χαρακτήρα των πρόσφατων σπασμωδικών πολιτικών χειρισμών της:

Πρώτο, ότι η αδυναμία της να απεμπλακεί από τις ολέθριες απλοποιητικές αγκυλώσεις της και η ανικανότητά της να κάνει διάκριση μεταξύ ιδεολογικών κατασκευών και αντικειμενικής πραγματικότητας, την οδηγεί σε μια συμπεριφορά που διέπεται από την αρχή «όταν η ιδεολογία δεν συμφωνεί με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την… πραγματικότητα».

Δεύτερο, ότι τα «αντιδεξιά σύνδρομά» της και τα άλυτα «οιδιπόδεια συμπλέγματα» με την πατρική φιγούρα του κόμματος από το οποίο προέρχονται, αποτελούν τη βάση πάνω στα οποία εποικοδομείται μια καθολική πολιτική τους νεύρωση, που δεν μπορεί να κρυφτεί πλέον:

Οι «άρρωστοι» υποφέρουν από θυμικές διαταραχές και διαρκή αμφιθυμία, που τους καθιστούν ανίκανους να αντιμετωπίσουν τα μείζονα πολιτικά προβλήματα της χώρας με πολιτικούς όρους και τους αναγκάζουν να αυτο-περιορίζονται σε επιλογές που είναι σύμφωνες με ορισμένα μικρο-κομματικά κριτήρια (οι οποίες, λόγω ακριβώς της περιορισμένης εμβέλειάς τους, τους επιτρέπουν να αισθάνονται αρκούντως «ασφαλείς»).

Γενικά, τα κομμουνιστογενή γκρουπούσκουλα είναι ιστορικά καταδικασμένα είτε να επιβιώνουν ως ασήμαντες σέκτες (ως έγκλειστοι μιας ιδιότυπης «Αλντόνα») είτε να συμβιώνουν ως διακριτές οντότητες σε ένα ευρύτερο πολιτικό χώρο για όσο αυτή η συμβίωση είναι αμαιβαία επωφελής. (Εδώ ο όρος «συμβίωση» χρησιμοποείται με το βιολογικό του περιεχόμενο, «που υποδηλώνει ένα «φυσιολογικό συνεταιρισμό δύο ή περισσοτέρων ειδών, και εκδηλώνεται με την αμοιβαία προσαρμογή των συνεταίρων, καθένας από τους οποίους ωφελείται απ’ αυτή τη σχέση»).

Η κρίσιμη στιγμή για την τύχη της «Αριστερής Πλατφόρμας» ήρθε όταν η «συμβίωση» αυτή έφτασε στα όριά της στις 15 Ιουλίου 2015. Η έλλειψη αυτοδύναμης πολιτικής ύπαρξης των πρωταγωνιστών της «Αριστερής Πλατφόρμας», τους εθετε μπροστά στο δίλημμα

ή να αποδεχθούν το Μνημόνιο 3 που έφερε για ψηφιση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (χάνοντας έτσι τη δυνατότητα να υφίστανται ως διακριτή οντότητα),

ή να το καταψηφίσουν, διατηρώντας την πολιτική τους ταυτότητα αλλά χάνοντας τα προνόμια από τη συμμετοχή στη διαχείριση της εξουσίας.

Στην προσπάθειά τους να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, οι ηγετίσκοι της «Αριστερής Πλατφόρμας» κατέφυγαν στη διαστροφική κομμουνιστική «διαλεκτική» που επιτρέπει το συνδυασμό του «ΟΧΙ» τους (για να διατηρηθεί η ιδεολογική τους «καθαρότητα») με το «ΝΑΙ» (εντός) για να συντηρηθούν τα προνόμιά τους.

Η ερμηνεία της αδυναμίας των κομμουνιστών να λειτουργούν πολιτικά στα πλαίσια μιάς δημοκρατικής κοινωνίας, θα πρέπει να αναζητηθεί στα ιδιαίτερα οργανικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη συλλογική ψυχοδομή του ανθρώπων του ολοκληρωτικού Μηχανισμού και την απ’ αυτή καλλιεργούμενη σχιζοειδική ατομική χαρακτηριοδομή των εκφραστών του.

Πρόκειται γιά μιά αλληλεπίδραση που εγκλωβίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του «κομματικού» γύρω από έναν αμυντικό μηχανισμό, ο οποίος του επιτρέπει να βιώνει την ύπαρξή του σε ένα ψυχοδιανοητικό σύμπαν όπου όλες οι κραυγαλέες αν-τιφάσεις μεταξύ της περιρρέουσας πραγματικότητας και των διαστροφικών εξιδανικεύσεών της (ιδεολογικοποιήσεις) μπορούν να καλύπτονται πλασματικά στη συνείδηση του αποδέκτη τους.

Η ψυχοδιανοητική διεργασία μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή αυτή η διαστροφική (αλλά ανακουφιστική και αναγκαία σε καθε ολοκληρωτικό) υποκατάσταση της πραγματικότητας από τις ιδεολογικοποιήσεις της, είναι απλή και στηρίζεται στη συνειδητή ή ασυνείδητη εσωτερίκευση ενός διαστροφικού μηχανισμού που επιτρέπει στους θιασώτες μιάς ολοκληρωτικής ιδεολογίας αφενός να αποδίδουν όλα τα θετικά στοιχεία της πραγματικότητας στην «ορθή» εφαρμογή της, και αφετέρου να ερμηνεύουν όλα τα αρνητικά γνωρίσματα αυτής της πραγματικότητας ως αποτέλεσμα των «λανθασμένων» εφαρμοργών της ή ως επιδράσεις του καπιταλισμού ή ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιων (πάντοτε, ασαφώς οριζομένων) εχθρών που συνομωτούν διαρκώς εναντίον τους.

Ετσι, μέσα σ' αυτό το αδιέξοδο και διαρκώς ανακυκλούμενο σχιζοφρενικό σύμπαν:

Τα σκάνδαλα τύπου Siemens και Σια είναι «σύμφυτα με την καπιταλιστική κοινωνία», ενώ
Τα σκάνδαλα των, όπου γης, κομματικών δουλοκτητών που κληροδότησε ο Λένιν στην ανθρωπότητα, δεν είναι παρά απλές «παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας». Και

• Οι μαζικές δολοφονίες των καθεστώτων Πινοσέτ και Βιντέλα είναι εκδηλώσεις της «ναζιστικής θηριωδίας των αιμοσταγών δικτατοριών» (και είναι), ενώ
• Οι μαζικές δολοφονίες στη Σοβιετική Ενωση, την Κίνα την Καμπότζη ή τη Β. Κορέα, δεν είναι η πεμπτουσία ενός ανενδοίαστου ολοκληρωτισμού που πραγματοποιεί τα πιό «τολμηρά» όνειρα των μακελάρηδων του ναζισμού, αλλά «τραγικά γεγονότα» (σύμφωνα με την κομμουνιστική καζουϊστική).

Ο αυτοεγκλωβισμός τους σ’ αυτό το ερμητικά κλειστό ιδεολογικό σύμπαν, ερμηνεύει ικανοποιητικά την εξοντωτική αντίφαση που ταλανίζει την «Αριστερή Πλατφόρμα», εξαναγκάζοντάς την να εξαντλείται σε μιά αφόρητη αοριστολογία που της επιτρέπει να κανονίζει τη στάση της σύμφωνα με την αρχή του «βλέποντας και κάνοντας».

Αυτη η αρχή μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά στη διευθέτηση των αντιπαραθέσων στον εσωκομματικό μικρόκοσμο, αλλά έχει ολέθρια αποτελέσματα όταν εφαρμόζεται στο επίπεδο της γενικής πολιτικής.

Η «Αριστερή Πλατφόρμα» στηρίζει την κυβέρνηση αλλά καταψηφίζει το πρόγραμμά της (!). Δηλαδή, στηρίζει (και θέλει να συμμετέχει σε) μια κυβέρνηση, στο πρόγραμμα της οποίας αντιτίθεται. Λογικό συνέπεια αυτής της διανοητικής ακροβασίας είναι ο εξαναγκασμός της να αντιπολιτεύεται τον εαυτό της ως μόνη διέξοδος στο λογικό αδιέξοδο και τον παραλογισμό που εμπεριέχεται σ’ αυτή τη στάση. Για την «ερμηνεία» της οποίας καραδοκεί η ψυχιατρική.

Μ'άλλα λόγια, ο πολιτικός χώρος που κυρίως δοκιμάζεται αυτή τη στιγμή, δεν είναι τόσο ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ (που το πολύ-πολύ, θα διαχυθεί σε μια νεφελώδη «κεντρα-ριστερά») όσο ο χώρος της κομμουνιστικής και της κομμουνιστογενούς «αριστεράς».

Σ'αυτές τις συνθήκες, η επίκληση των πονηρών «διαλεχτικών» της ιστορίας και η ε-φαρμογή των τραγικών «διαλεχτικών» της εξουσίας, με κανένα τρόπο δεν αίρει το δίλημμα της.

Χρειάζεται η επίκληση της πολιτικής ευθύνης και κυρίως η εφαρμογή της λογικής. Οχι όμως της «διαλεκτικής», αλλά της τυπικής λογικής. Και σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται η σχεδόν αξεπέραστη αδυναμία της «Αριστερής Πλατφόρμας». Για τους κομμουνιστές και τους κομμουνιστογενείς (που ήταν, είναι και θα είναι προνομιούχοι ιδιοκτήτες του δεξιού άκρου του πολιτικού φάσματος), ισχύει το ρηθέν από κάποιο ευρωβουλευτή-συνεργάτη τους: «κομμουνιστές, η έξοδος είναι εμπρός δεξιά».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η δραπέτευση από το «Ευρώ» ισοδυναμεί με απόπειρα δραπέτευσης από ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης: Μπορείς να την αποπειραθείς μόνο πέφτοντας στο ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα που το περιβάλλει.

Κι ακριβώς για να αποφευχθεί αυτός ο αυτοχειριασμός, απαιτείται:
1) Σοβαρή, συστηματική και πολύχρονη προετοιμασία (και όχι τα ιδεοληπτικά «Plan B», που υπάρχουν μόνο στο διανοητικό μικρόκοσμο των εμπνευστών τους).

2) Συναίνεση των Ελλήνων πολιτών για την εφαρμογή του ή όχι (και εδώ αποκτά νόημα η έννοια του δημοψηφίσματος).

Κλεάνθης Γρίβας


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
Απόσπασμα από άρθρο μου με τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ» που δημοσιεύθηκε στο ΧΩΝΙ στις 17 Μαρτίου 2013

«Μετά τις εκλογές στις 17 Ιουνίου 2012, η συγκυρία εκτόξευσε τον ΣΥΡΙΖΑ (ένα κόμμα που, μονίμως, πάσχιζε να ξεπεράσει το εκλογικό όριο για να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση) στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ποσοστά που τον έθεταν σε τροχιά εξουσίας… Αυτό, έδωσε στο κόμμα που προαλειφόταν να μπει σε τροχιά εξουσίας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να αρχίσουν και να ολοκληρωθούν:

1) Στο εσωτερικό του κόμματος, οι συγκρούσεις που θα απαλλάξουν την ηγετική του ομάδα από τα στοιχεία που θα μπορούσαν να φρενάρουν την οβιδιακή μετα-μόρφωσή του σε μια «ρεαλιστική» κατεύθυνση (πράγμα που σημαίνει «αλλαγή πλεύσης» σε σχέση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους).

Εάν είναι σωστή αυτή η προσέγγιση, ο κ. Τσίπρας και η αυλή του (που συσπειρώνεται γύρω του με βιοποριστικά κριτήρια, πρωτίστως):
• σε μια πρώτη φάση, θα χρησιμοποιήσει τους «συντηρητικούς» που ορέγονται τα προνόμια της εξουσίας για να εξουδετερώσει τους «ριζοσπάστες»
• και, εν συνεχεία, θα χρησιμοποιήσει τους κομματικά εξουδετερωμένους και συμβι-βασμένους «ριζοσπάστες» για να αδρανοποιήσει τους «συντηρητικούς» ομότεχνούς τους, με τρόπο ώστε να επιβληθεί ως απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
(Επιπλέον, εάν αυτή η προσέγγιση είναι σωστή, τότε ο κ. Λαφαζάνης και οι ομοϊδεά-τες του, ως υποψήφια πρώτα θύματα, θα πρέπει να αρχίσουν να βλέπουν εφιάλ-τες)…

2) Εκτός του κόμματος, πολλαπλασιάζονται οι κατάλληλες επαφές μέσα και έξω από τη χώρα, ώστε να διασφαλιστούν τα αντιστηρίγματα που είναι αναγκαία για να δοθεί το «πράσινο φως» στους υποψήφιους διαχειριστές της εξουσίας (αιτήσεις για ακρόα-ση από τους δυνάστες της χώρας -όπως ο κ. Σόϊμπλε, εγκωμιαστικές αναφορές στον Κέινς, τον Ρούζβελτ, τον Ομπάμα και άλλους - το έργο των οποίων «γνωρίζει» εξ’ ακουσμάτων, γαρνιρισμένα με «ολίγη» από Λατινική Αμερική και Τσάβες και άλλα ευτράπελα).

3) Σ’ αυτή τη φάση είναι αποκαλυπτικές οι ποικίλες μεταμορφώσεις της γλώσσας που χρησιμοποιείται ως δηλωτικό του συμβιβασμού: Η κατηγορηματική διαβεβαίωση «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα και μόνο νόμο» παραχωρεί τη θέση της στο «θα επαναδιαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας τους όρους», και το «θα αποκαταστήσουμε αμέσως τα εργατικά δικαιώματα, τις συλλογικές συμβάσεις και τον κατώτατο μισθό» αντικαθίσταται από το «θα τα αποκαταστήσουμε βαθμιαία και με βάση την αναπτυξιακή πορεία της χώρας».

Προφανώς, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ (όπως όλοι οι ομότεχνοί τους στο παρελθόν) έχουν συνειδητοποιήσει ότι «ένας πετυχημένος ‘αρχηγός’ πρέπει να έχει την ικανότητα να απορρίπτει την ‘καθαρότητα’ και να απεργάζεται τους συμβιβασμούς και τις συμφωνίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για να του ανοιχθεί ο δρόμος για την ανάληψη της διαχείρισης της εξουσίας» (R. Paxton: Η Ανατομία του Φασισμού, Κέδρος, σελ. 119)