Ηθική υποχρέωση απέναντι στον ελληνικό λαό αλλά και σε όλους
όσοι αγωνίστηκαν και έδωσαν το αίμα τους ενάντια στο φασισμό αποτελεί η
διεκδίκηση του κατοχικού δανείου και των πολεμικών επανορθώσεων. Το ότι η
δήλωση αυτή ορίζεται και ως ιστορική υποχρέωση της νέας ελληνικής κυβέρνησης
και μάλιστα στις προγραμματικές της εξαγγελίες καταδεικνύει τη βούλησή της να
διεκδικήσει για πρώτη φορά αποφασιστικά και δυναμικά ένα χρέος το οποίο
παραμένει ουσιαστικά ανεξόφλητο εδώ και 70 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα απώλεσε το 13% του συνολικού
πληθυσμού της. Εκθέσεις ελληνικών κρατικών φορέων που συντάχθηκαν αμέσως μετά
το τέλος του πολέμου υπολογίζουν ότι 558.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους, ενώ
880.000 έμειναν ανάπηροι χωρίς να μπορούν να εργαστούν (έκθεση Αθ. Σμπαρούνη).
Σε εφαρμογή.. της....
πολιτικής των τυφλών αντιποίνων και της συλλογικής ευθύνης του άμαχου πληθυσμού οι κατακτητές έκαψαν 1.170 χωριά, τα περισσότερα στην Ήπειρο. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισαν δραματική πτώση. Το 23% των οικοδομών, περίπου ενάμισι εκατομμύριο σπίτια, καταστράφηκαν. Δεν απέμεινε καμία σιδηροδρομική γραμμή ενώ μόνο 618 από τις 7.810 μηχανές και βαγόνια παρέμειναν άθικτα. Από τα 18.000 μηχανοκίνητα οχήματα σώθηκαν ελάχιστα. Περίπου 1.000 γέφυρες καταστράφηκαν. Το ίδιο και οι περισσότερες από τις εγκαταστάσεις του πλήρως εκσυγχρονισμένου λιμανιού του Πειραιά. Ο εμπορικός στόλος της χώρας που προπολεμικά ήταν ο ένατος μεγαλύτερος σε χωρητικότητα συρρικνώθηκε από τους 1.900.000 τόνους μόλις στους 500.000 (απώλειες 72%). Ατελείωτος ο κατάλογος με τις καταστροφές στο οδικό και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, στις βιομηχανίες, στις επιχειρήσεις, στις υποδομές που εξαρθρώθηκαν.
πολιτικής των τυφλών αντιποίνων και της συλλογικής ευθύνης του άμαχου πληθυσμού οι κατακτητές έκαψαν 1.170 χωριά, τα περισσότερα στην Ήπειρο. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισαν δραματική πτώση. Το 23% των οικοδομών, περίπου ενάμισι εκατομμύριο σπίτια, καταστράφηκαν. Δεν απέμεινε καμία σιδηροδρομική γραμμή ενώ μόνο 618 από τις 7.810 μηχανές και βαγόνια παρέμειναν άθικτα. Από τα 18.000 μηχανοκίνητα οχήματα σώθηκαν ελάχιστα. Περίπου 1.000 γέφυρες καταστράφηκαν. Το ίδιο και οι περισσότερες από τις εγκαταστάσεις του πλήρως εκσυγχρονισμένου λιμανιού του Πειραιά. Ο εμπορικός στόλος της χώρας που προπολεμικά ήταν ο ένατος μεγαλύτερος σε χωρητικότητα συρρικνώθηκε από τους 1.900.000 τόνους μόλις στους 500.000 (απώλειες 72%). Ατελείωτος ο κατάλογος με τις καταστροφές στο οδικό και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, στις βιομηχανίες, στις επιχειρήσεις, στις υποδομές που εξαρθρώθηκαν.
Ο συνδυασμός Κατοχής και πολέμου στέρησε από την κατεχόμενη
οικονομία τα μέσα για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της και προσέδωσε στον
σφετερισμό των παραγωγικών πόρων και των αγαθών της κατεχόμενης χώρας
καταστροφικές διαστάσεις. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει τόσο για τη
στρατιωτική της Κατοχή όσο και για την εκπλήρωση στρατιωτικών σχεδίων του Άξονα
στην Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο το 1941-42 εκτιμήθηκε ότι τα έξοδα Κατοχής
ανέρχονταν στο ισοδύναμο του 113,7% του εθνικού εισοδήματος (έκθεση Αθ.
Σμπαρούνη). Καθώς οι δαπάνες Κατοχής ολοένα αυξάνονταν για να λάβουν εν τέλει
τρομακτικές διαστάσεις τα ελλείμματα του προϋπολογισμού αυξήθηκαν σε τρομακτικά
επίπεδα : από 4% το 1938-9 σε 71% το 1941-2 και σε 93% το 1943-44 (εκθέσεις της
Τράπεζας της Ελλάδος) .
Με λίγα λόγια εκτός από τις σημαντικότατες απώλειες σε
ανθρώπινες ζωές η Ελλάδα έχασε ένα σημαντικό μερίδιο του εθνικού πλούτου της.
Η διεκδίκηση των
αποζημιώσεων
Θα περίμενε κανείς ότι η ηττημένη Γερμανία θα αναγκάζονταν
από τις διεθνείς συνθήκες – που τόσο συχνά επικαλείται τελευταία – να πληρώσει
επανορθώσεις. Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων
το 1946 στην οποία οι νικήτριες δυνάμεις εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις για τον
τρόπο με το οποίο η Γερμανία όφειλε να αποζημιώσει τις χώρες στις οποίες
προκάλεσε καταστροφές. Τελικά σε ένα συγκερασμό απόψεων στη Γερμανία
επιβλήθηκαν τόσο χρηματικές αποζημιώσεις, για τις οποίες προϋπόθεση ήταν η
υπογραφή συνθήκης ειρήνης, όσο και αποζημιώσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά (μηχανές
εργοστασίων ή πλοία), οι οποίες μπορούσαν να καταβληθούν άμεσα. Η Ελλάδα θα
λάβαινε ως μερίδιο το 2,70% από την πρώτη μορφή αποζημιώσεων και το 4,35% από
τα κεφαλαιουχικά (ποσοστά πολύ μικρότερα από αυτά που επιδικάστηκαν στη
γειτονική Γιουγκοσλαβία). Ως συνολική οφειλή αναγνωρίστηκε το ποσό του 7,1 δις.
δολαρίων.
Παρά τις ρητές αποφάσεις ωστόσο τίποτε δεν αποδόθηκε στην
Ελλάδα. Η Γερμανία απέφυγε επιμελώς να αναλάβει τις οικονομικές της
υποχρεώσεις. Η ανάδειξή της ως προκεχωρημένου φυλακίου του καπιταλισμού στα
πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου την προστάτευσε από το να πληρώσει τα οφειλόμενα.
Και όχι μόνο αυτό αλλά το κράτος που αιματοκύλισε την Ευρώπη σε δύο Παγκοσμίους
Πολέμους βυθίζοντας τις χώρες που κατέκτησε στη δυστυχία και την ανέχεια
οδηγήθηκε σε τροχιά ραγδαίας ανόρθωσης και οικονομικής ανασυγκρότησης. Με τη
συνδρομή του Σχεδίου Μάρσαλ και της αμερικανικής βοήθειας (USAID) και σε
συνδυασμό με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του γερμανικού χρέους με τη
Συμφωνία του Λονδίνου το 1953 – στο οποίο και η Ελλάδα ως πιστώτρια χώρα
συναίνεσε- η Γερμανία αποκατέστησε τη βαριά της βιομηχανία και μπορεί σήμερα να
επαίρεται για το «οικονομικό της θαύμα».
Οι ελληνικές κυβερνήσεις (του Παπάγου αρχικά και κυρίως του
Καραμανλή στη συνέχεια) επέδειξαν ολιγωρία και διεκδίκησαν με χαλαρότητα τις
αποζημιώσεις. Δυναμική διεκδίκησή τους εξάλλου θα σήμαινε και αναγνώριση της
Αντίστασης του ελληνικού λαού κατά των κατακτητών, πρωτίστως του ΕΑΜ, γεγονός
εξόχως επικίνδυνο την εποχή του δεξιού κράτους και παρακράτους, στο οποίο ακόμα
και η υποψία αριστεροσύνης θεωρούνταν εσχάτη προδοσία.
Η «Σύμβασις μεταξύ του
Bασιλείου της Eλλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών
υπέρ Eλλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως» που
υπογράφτηκε στη Βόννη τον Απρίλιο 1960 ολοκλήρωσε τις διεκδικήσεις της
ελληνικής πλευράς. Οι ελάχιστοι δικαιούχοι έλαβαν πενιχρές αποζημιώσεις αφού
πρώτα αποδείκνυαν ότι ουδόλως είχαν μετάσχει «εις ένοπλον αντίστασιν ή εις συγκεκριμένην θετικήν πράξιν αντιστάσεως
κατά των Γερμανικών στρατευμάτων». Οι αποζημιώσεις δηλαδή περιορίστηκαν ως
προς τα θύματα λόγω θανάτου ή στέρησης της ελευθερίας, και όχι σε εκείνους που
αντιμετώπισαν ένοπλα τον κατακτητή μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης.
Αγνοήθηκαν ακόμα όσοι Εβραίοι κατέφυγαν στο Ισραήλ ενώ δεν αποζημιώθηκαν όσοι
στάλθηκαν όμηροι στη Γερμανία. Και φυσικά ούτε λόγος για το κατοχικό δάνειο και
τις υλικές καταστροφές.
Η πρόσδεση της χώρας στο αμερικάνικο άρμα, με όποια
οικονομική και πολιτική εξάρτηση αυτό συνεπαγόταν, αλλά και η αθρόα εισροή του
γερμανικού κεφαλαίου, τα γερμανικά δάνεια και οι προνομιακές γερμανικές
επενδύσεις οδήγησαν ουσιαστικά στην άρση του αιτήματος των επανορθώσεων. Και
ήταν τέτοια η υποχωρητικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων ώστε για να διατηρήσουν
καλές σχέσεις με τους Γερμανούς οικονομικούς εταίρους τροποποίησαν το νόμο περί
εγκληματιών πολέμου και άφησαν ατιμώρητους Γερμανούς Ναζί εγκληματίες (με
διαβόητη την υπόθεση Μέρτεν).
Από το πνεύμα υποταγής και την ταπείνωση φτάνουμε σήμερα στη
διακήρυξη μιας δυναμικής διεκδίκησης. Στην απόδοση ενός οφειλόμενου χρέους,
ηθικού και ιστορικού. Γιατί ο λαός μας μπορεί να συγχώρεσε αλλά δεν ξεχνά.
*Η Βασιλική Λάζου είναι ιστορικός
από το «Ημερόδρομος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου