Γράφει ὁ πατήρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ ἀναγνωσμα Κυριακῆς
Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Ρωμ. η' 28-39)
Ἔρχονται κάποιες στιγμὲς στὴ ζωὴ
τοῦ πιστοῦ ποὺ φαίνεται νὰ θλίβεται ὑπερβολικά, νὰ στενοχωρεῖται καὶ νὰ
δοκιμάζεται ἡ πίστις του. Οἱ αἰτίες τῆς καταστάσεως αὐτῆς εἶναι τόσο ἐσωτερικές,
ὅσο καὶ ἐξωτερικές. Ὁ δὲ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὁ “ἀντίδικος ἠμῶν
διάβολος” προσπαθεῖ νὰ ἐκμεταλλευθεῖ αὐτὲς τὶς περιστάσεις ὥστε νὰ χτυπήσει καὶ
νὰ κλονίσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Γι' αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς
περιστάσεις, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν θὰ γράψει ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὰ χάνουμε καὶ νὰ
ὑποχωροῦμε στὸν.. ἀγώνα μας, ἀφοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι βοηθὸς στὶς ἀδυναμίες τῶν
τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, διὰ τῆς ἀποδοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως,
γίναμε κλητοί. Καὶ θὰ μᾶς τονίσει: “οἴδαμε δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν
πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὔσιν” (Ρωμ. Η' 28).
Δηλ. σὲ κείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν
Θεό, τὰ πάντα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους. Ἀλλὰ γιὰ νὰ συμβαίνει αὐτό, προαπαιτεῖται
ἡ ἁγνὴ προαίρεσις καὶ τὸ ναὶ τοῦ ἀνθρώπου στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς προγνωρίζει τὴν ἀποδοχὴ ἢ τὴν
ἀπόρριψη τῆς κλήσεως ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ στὴν
συνέχεια ἡ χάρις καταρτίζει τὸν πιστὸ ὥστε νὰ γίνει “συμμορφός της εἰκόνος
τοῦ Υἱοῦ Αὐτού”. Ἑπομένως δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ὁ αἴτιος...
τοῦ ἀρνητικοῦ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος
διὰ τῆς ἐλευθέρας του ἐπιλογῆς, ἐὰν τελικῶς ἐπιλέξει τὸ ἀντίθετο τοῦ
θείου θελήματος.
Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἀπέδειξαν ἑαυτοὺς
“κλητούς”, ὁ Θεὸς τοὺς κατέστησε δικαίους καὶ κληρονόμους τῆς αἰωνίου δόξης. Καὶ
κατόπιν αὐτῆς τῆς καταπληκτικῆς θεολογίας πού ἀναπτύσσει θεοπνεύστως στὸ Ἱερὸ
κείμενο, ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ἐρωτᾶ: “εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἠμῶν, τὶς καθ' ἠμῶν;”. Εάν
δηλ. ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, ποιὸς θὰ εἶναι ἐναντίον μας; Καὶ μέσα σὲ λίγες
λέξεις, συμπυκνώνει τὸ κεφάλαιο τῆς Σωτηριολογίας, θέτοντας μία σειρὰ καιρίων ἐρωτημάτων.
“Αυτός πού δὲν λυπήθηκε τὸν Μονογενῆ Υἱό Του, ἀλλὰ γιὰ χάρη μας τὸν παρέδωσε στὸν
θάνατο, πῶς δὲν θὰ μᾶς χαρίσει μαζὶ μ' Αὐτὸν ὅλες τὶς χάριτες ποῦ ἀπαιτεῖ ἡ
σωτηρία μας;”. Καὶ συνεχίζει: “Ἀφοῦ μᾶς χάρισε Αὐτόν, δὲν θὰ μᾶς χαρίσει καὶ τὰ
ἄλλα ποῦ χρειάζονται γιὰ νὰ σωθοῦμε;”. “Τις ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ
δικαιῶν· τὶς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανῶν, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθεῖς...”. Ποιὸς
θὰ βρεθεῖ κατήγορος ἐναντίον ὅσων ὁ Θεὸς ἐξέλεξε; Οὐδείς! Διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες μας. Ποιὸς θὰ μᾶς κατακρίνει; Κανείς. Διότι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε
γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἀνεστήθη καὶ τώρα κάθεται στὸν θρόνο δεξιὰ τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς
καὶ τώρα ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς μεσιτεύει γιὰ ἐμᾶς. Ἀλλὰ εἴπαμε, ὅλα αὐτὰ μένουν ἀνενέργητα,
μᾶλλον καταδικάζουν τὸν ἄνθρωπο ὅταν αὐτὸς ἀρνεῖται τὴν κλήση ποὺ τοῦ παρέχει ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὲ οὐδεμία τῶν περιπτώσεων αὐτὴ ἡ δικαίωση τοῦ Θεοῦ δὲν
χαρακτηρίζεται ἀπὸ νομικιστικὲς διατάξεις καὶ ἀπὸ ἕνα δικαστικὸ πνεῦμα ὅπως ἀπαραδέκτως
κηρύσσει ἡ πλανεμένη δυτικὴ “θεολογία” ποὺ ἀκυρώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν
ἄνθρωπο. Στὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ δείξει τὴν προθυμία ποὺ ἐκ μέρους του ἀπαιτεῖται
γιὰ νὰ βιώσει αὐτὴ τὴν ἀγάπη διὰ πίστεως μέσω τῶν θείων μυστηρίων, τῆς ἱερᾶς
προσευχῆς καὶ γενικῶς τῆς ὀρθοδόξου καὶ μόνο πνευματικότητος.
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων
τῆς
Ἐκκλησίας μας, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα διακηρύσσουν. Τὴν
πραγματικότητα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, καὶ ἐπάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος
θέτει ἕνα νέο συγκλονιστικὸ ἐρώτημα ποὺ στὴ συνέχεια ἀναπτύσσει μὲ ἀκατάβλητο ἐνθουσιασμὸ
καὶ πάλλουσα συγκίνηση. “Τις ἠμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;” Ποιὸς
λοιπὸν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποῦ ἔδειξε σὲ μᾶς ὁ
Χριστός; “Θλίψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ
μάχαιρα;”.
Καὶ τοῦτο τὸ τονίζει διότι οἱ
χριστιανοί, ὅπως βλέπουμε καὶ σήμερα σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ κόσμου, δέχονται τὴν ἀπειλὴ
τοῦ θανάτου, ἐπαληθεύοντας τὸν ψαλμωδό: “ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν
ὡς πρόβατα σφαγής”. Ναί, ἀποτελεῖ τοῦτο ἀλήθεια ἀναντίρητη, ἀφοῦ οἱ ἐχθροί
τῆς
πίστεως, (ἐξωτερικοὶ καὶ ἐσωτερικοί) μᾶς θεωροῦν ὡς πρόβατα γιὰ σφαγή. Ὅσοι
μάλιστα προσπαθοῦν νὰ ἀλλοιώνουν ὑπούλως καὶ σατανικῶς τὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος τῆς
Ἐκκλησίας, λυσσοῦν στὴν κυριολεξία ἐναντίον ὅσων διὰ τοῦ λόγου, τῆς γραφίδος καὶ
τῆς ζωῆς τους στέκονται ἐμπόδιο καὶ ἀνάχωμα πίστεως στὰ ἄνομα σχέδια τῶν
“καϊαφικῶν συνεδρίων”.
Ὅμως οἱ γνήσιοι πιστοὶ ὅλα αὐτὰ τὰ
ὑπερνικοῦν μὲ τὴν βοήθεια καὶ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ καὶ οὐδέποτε
ἀφήνει τοὺς ἐκλεκτούς του ἀπροστάτευτους.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ στὴ
συνέχεια γεμάτος πεποίθηση ὁ θεοκίνητος Ἀπόστολος κλείνει τὰ ὅσα γράφει γιὰ τὸ
μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ: “Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι οὔτε ἡ ἀπειλὴ τοῦ
θανάτου, οὔτε τὰ θέλγητρα τῆς ζωῆς, οὔτε τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων, οὔτε οἱ
περιστάσεις τῆς παρούσης ζωῆς, οὔτε τὰ μέλλοντα γεγονότα, οὔτε οἱ ἐπιτυχίες ποὺ
ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο, οὔτε οἱ ταπεινώσεις ποὺ τὸν βυθίζουν στὴν ἀποτυχία, οὔτε ὁποιαδήποτε
ἄλλη κτήση, διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ βλέπουμε εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ
τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεὸς μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀλήθεια, ὅταν ὁ πιστὸς μελετᾶ τὰ ἱερὰ
αὐτὰ κείμενα καὶ ὅταν ἀκούει ἀπὸ τὸ κήρυγμα της Eκκλησίας μᾶς τούτη τὴν
πραγματικότητα περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, εἶναι δυνατὸν νὰ
παραδίδεται στὴ θλίψη καὶ τὴν ἀπογοήτευση ὅταν ξεσποῦν τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν;
Οὐδέποτε. Ἀρκεῖ ἡ καρδιά μας νὰ φλέγεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν μοναδικὴ ἀγάπη. Τὴν ἀγάπη
ποὺ καίει ὁτιδήποτε κακὸ καὶ πυρπολεῖται γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἐν Χριστῷ ἀρετῶν,
τουτέστιν αὐτῆς τῆς ἁγιότητος.
Δὲν ἔχουμε λοιπὸν παρὰ νὰ κάνουμε
αἴτημα θερμοτάτης προσευχῆς, τὸ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη
αὐτὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
“Κύριε προσθες ἠμὶν πίστιν καὶ
κατάρτιζέ μας ἕως τὴν τελευταία πνοὴ πρὸς τὴν ἰδικήν σου ἀγάπην”. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου