Τὸ 1792 ὁ Ἀλὴ πασὰς συνέλαβε ἕνα
σχέδιο γιὰ τὴν ὁριστικὴ ὑποταγὴ τοῦ Σουλίου. Προσποιήθηκε ὅτι θὰ ἐκστράτευε ἐναντίον
τῶν πασάδων τοῦ Δελβίνου καὶ τοῦ Ἀργυροκάστρου.
Γιὰ τὴν ἐκστρατεία αὐτή, ζήτησε ἀπὸ
τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν δύο μεγαλύτερων σουλιώτικων γενῶν, Γεώργιο Μπότσαρη καὶ
Λάμπρο Τζαβέλα, τὴ συνδρομή τους.
Οἱ Σουλιῶτες ἡγέτες, εἴτε γιατί δὲν
ὑποπτεύθηκαν τοὺς σκοποὺς τοῦ Ἀλή, εἴτε γιατί τὴ δεδομένη στιγμὴ δὲν ἤθελαν νὰ
ἀντιπαρατεθοῦν μαζί του, ἔστειλαν 70 μαχητές, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Τζαβέλα.
Ὁ ραδιοῦργος πασὰς τοὺς ὑποδέχθηκε
μὲ τιμὲς καὶ διοργάνωσε ἀθλητικοὺς ἀγῶνες πρὸς τιμήν τους. Οἱ Σουλιῶτες ἄφησαν
τὰ ὄπλα τους γιὰ νὰ συμμετάσχουν καὶ αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ τοὺς ..Τουρκαλβανούς.
Ὁ Ἀλή, πέρα ἀπὸ τὸν Λάμπρο
Τζαβέλα, εἶχε συλλάβει λίγο καιρὸ νωρίτερα, μὲ τὴν ἴδια μέθοδο, τὸν γιό του, Φῶτο.
Οἱ δύο αὐτοὶ αἰχμάλωτοι ἦταν ἀπαραίτητοι γιὰ τὸ σχέδιό του.
Ἀνταμοιβὴ γι’ αὐτὴ τοῦ τὴν πράξη,
θὰ ἦταν χρήματα, ἀξιώματα, τιμές, ἡ ἀπελευθέρωση τῶν πολεμιστῶν του καὶ κυρίως
τοῦ γιοῦ του. Ὁ Σουλιώτης ἀρχηγὸς συμφώνησε.
Ὅταν ὅμως ἔφτασε στὸ Σούλι,
πρότεινε τὴν μέχρις ἐσχάτων ἀντίσταση.
Ἔστειλε, μάλιστα καὶ μία ἐπιστολὴ
στὸν Ἀλή, μνημεῖο ἡρωισμοῦ καὶ φιλοπατρίας: «Ἀλῆ πασά, χαίρομαι ὅπου ἐγέλασα ἕνα
δόλιο.
Εἶμ’ ἐδῶ, νὰ διαφεντεύσω τὴν
Πατρίδα μου ἐναντίον εἰς ἕνα κλέπτην.
Ὁ υἱός μου θέλει ἀποθάνει, ἐγὼ ὅμως
ἀπελπίστως θέλω τὸν ἐκδικήσω πρὶν ν’ ἀποθάνω.
Κάποιοι Τοῦρκοι, καθὼς ἐσύ,
θέλουν εἰπῆ ὅτι εἶμαι ἄσπλαχνος πατέρας, μὲ τὸ νὰ θυσιάσω τὸν υἱόν μου διὰ τὸν
δικόν μου λυτρωμόν.
Ἀποκρίνομαι, ὅτι ἐὰν ἐσὺ πάρης τὸ
Βουνὸν (σ.σ. τὸ Σούλι), θέλεις σκοτώσει τὸν υἱόν μου μὲ τὸ ἐπίλοιπον τῆς φαμελίας
μου καὶ τοὺς συμπατριώτας μου, τότε δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ ἐκδικήσω τὸν
θάνατόν του, ἀμμῆ ἂν νικήσωμεν, θέλει ἔχω καὶ ἄλλα παιδία, ἡ γυναίκα μου εἶναι
νέα, ἐὰν ὁ υἱός μου, νέος καθὼς εἶναι, δὲν μένη εὐχαριστημένος ν’ ἀποθάνη διὰ τὴν
πατρίδα του, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ζήση καὶ νὰ γνωρίζεται ὡς υἱός μου.
Προχώρησε λοιπὸν ἄπιστε, εἶμαι ἀνυπόμονος
νὰ ἐκδικηθῶ.
Ἐγὼ ὁ ὠμοσμένος ἐχθρός σου, Καπετὰν
Λάμπρος Τζαβέλας».
Ἡ ἐπιστολὴ ἐξόργισε τὸν Ἀλή. Ἡ
πρώτη του σκέψη ἦταν νὰ σκοτώσει τὸν Φῶτο.
Συγκρατήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους
του, πιθανὸν μὲ τὴ σκέψη ὅτι ἴσως χρησίμευε στὸ μέλλον.
Ἡ μόνη λύση ἦταν πλέον ἡ ἐπίθεση.
Ὅμως, τὸ πλεονέκτημα τοῦ αἰφνιδιασμοῦ γιὰ τοὺς Τουρκαλβανοὺς εἶχε χαθεῖ.
Οἱ Σουλιῶτες ἦταν ἀπόλυτα ἕτοιμοι
γιὰ τὴν ἀναμέτρηση.
Ἡ ἐπίθεση τοῦ Ἀλῆ ἐξαπολύθηκε στὶς
20 Ἰουλίου 1792 καὶ παρὰ τὴ σφοδρότητά της, δὲν ἄργησε νὰ καταλήξει σὲ
πανωλεθρία.
Τὸ ἄλλοτε περήφανο «λιοντάρι τῆς Ἠπείρου»
ἀναγκάστηκε νὰ συρθεῖ σὲ διαπραγματεύσεις γιὰ συνθήκη εἰρήνης.
Σ’ αὐτή, οἱ Σουλιῶτες ἐπέβαλαν,
μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἀπελευθέρωση ὅλων τῶν συμπατριωτῶν τους ὁμήρων.
Ὁ Φῶτος Τζαβέλας ἦταν πλέον ἐλεύθερος
γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἡρωικὴ παράδοση τῆς γενιᾶς του.
Στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ Χριστόδουλος
Ξηρός, ποὺ χρησιμοποίησε τὴ φράση στὸ γνωστὸ βίντεο, ἔκανε λάθος, καθὼς στὸ
μανιφέστο τῆς 14ης Ἰανουαρίου ἀναφέρει ὅτι ἡ πράξη τοῦ Λάμπρου Τζαβέλα στοίχισε
τὴ ζωὴ τοῦ γιοῦ του.
Νίκος Γιαννόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου