Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Μὲ τὸν ἐρχομό μας σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ξεκινᾶμε μιὰ
ἐξαντλητικὴ πορεία πρὸς τὸ ἄγνωστο. Καθημερινὰ διψᾶμε καὶ ἀποκάμνουμε
ἀπὸ τὴν κόπωση καὶ τὸν ἱδρώτα τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ. Καὶ ἡ δίψα μας
εἶναι διπλή, σωματικὴ καὶ ψυχική, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωποι ἔχουμε σῶμα καὶ
ψυχή. Καὶ ὅπως διψάει τὸ σῶμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς
νερό, ἔτσι διψάει καὶ ἡ ψυχή. Ποιά, ὅμως, εἶναι ἡ δίψα της; Μὰ οἱ
εὐγενεῖς πόθοι, οἱ
ἐπιθυμίες καὶ τὰ ὄνειρα. Ἂν στὰ ζῶα πετάξεις λίγο
σανὸ μένουν εὐχαριστημένα, τὸν ἄνθρωπο, ὅμως, μπορεῖ νὰ τὸν βάλεις μέσα
σὲ παλάτι, μπορεῖ νὰ τοῦ δώσεις ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, μπορεῖ νὰ τὸν
ντύσεις μὲ μετάξια καὶ πορφύρες καὶ νὰ παραμένει ἀνικανοποίητος. Τοῦτο
συμβαίνει γιατὶ αὐτὸς ζητάει κάτι ἀνώτερο, κάτι ὑψηλότερο.
Ὁ Δημιουργὸς καὶ Θεός μας ἔχει μεριμνήσει τόσο γιὰ τὸ ξεδίψασμα
τοῦ σώματός μας ὅσο καὶ τῆς ψυχῆς μας. Στὴν πορεία μας ἔχει
δημιουργήσει πηγὲς μὲ ὁλόδροσο νερό, ποὺ εὐφραίνει καὶ δυναμώνει
σωματικὰ τοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς. Δὲν φτάνουν, ὅμως, μόνο λίγες πηγές,
γιατὶ τὸ ξεδίψασμά μας εἶναι προσωρινό. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο θὰ θελήσουμε
πάλι νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς πορείας μας θὰ χρειασθοῦμε
ἀμέτρητες πηγές, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ἀπὸ τὴ δίψα. Γιὰ τὸ ξεδίψασμα τῶν
ψυχῶν χρειάζεται νερὸ ἄϋλο, νερὸ τονωτικὸ μεγάλης διάρκειας, καὶ γι’
αὐτὸ μᾶς προσφέρεται ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς μας, ὁ
ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ μᾶς φωνάζει: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με
καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ΄ 37). Ὅποιος διψάει ἂς ἔρθει σ’ Ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ.
Καὶ ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ Ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω «οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν
αἰῶνα» (Ἰωάν. δ΄ 14), δὲν πρόκειται νὰ ξαναδιψάσει μέχρι τὸ τέλος τῆς
ζωῆς του, ποὺ θὰ τὸν φέρει κοντά Μου, στὴν οὐράνια Βασιλεία Μου.
Δὲν εἶναι τραγικὸ νὰ ἔχουμε δίπλα μας ὁλόδροσα, τρεχούμενα
νερά, νὰ μᾶς περιβάλλουν καταρράκτες χάριτος, καὶ ἐμεῖς νὰ καιγόμαστε
ἀπὸ δίψα; Νὰ βλέπουμε τὰ νερὰ καὶ νὰ μὴν τὰ πλησιάζουμε; Νὰ διψοῦμε
μέχρι θανάτου καὶ νὰ μὴν σκύβουμε νὰ πιοῦμε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ μᾶς
προσφέρεται πλούσια ἀπὸ τὸ Χριστό μας, τὸν μόνο ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ εἰλικρινὰ
καὶ θέλει τὴ σωτηρία μας;
Δυστυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κυριαρχεῖ τὸ ἀναπάντητο
ἐρώτημα: Ἀλήθεια, διψᾶμε γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ἰωάν. δ΄ 11), διψᾶμε γιὰ
ἀλήθεια, γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἀγάπη, γιὰ εἰλικρίνεια, γιὰ εἰρήνη; Διψοῦμε
γιὰ ζωή, μιᾶς ἄλλης ποιότητας; Ἂν ναί, τότε διψᾶμε γιὰ Χριστὸ καὶ
Ἐκεῖνος μᾶς ποτίζει μὲ τὸ τὸ νερὸ τῆς χάριτός Του, τῆς παντοτινῆς χαρᾶς,
τῆς θεϊκῆς Του δυνάμεως, τῆς ὑγείας, τῆς ἐπιζητήσεως τῆς αἰωνιότητος.
Ἂν ὄχι τότε προσπαθοῦμε νὰ σβήσουμε τὴ δίψα μας μὲ διάφορες
φιλοσοφικὲς θεωρίες, μὲ διασκεδάσεις, μὲ ξέφρενο κυνήγι χρημάτων, φήμης
καὶ δόξας ποὺ δὲν μᾶς συνοδεύει μετὰ τὸ θάνατό μας, ἀφοῦ εἶναι δόξα
πρόσκαιρη, δόξα ποὺ τὴν παρασύρει σὰν ἀτμὸ ὁ ἀέρας τοῦ θανάτου. Καὶ τότε
ἡ καρδιά μας παραμένει ἀνικανοποίητη, στεγνή.
Διψᾶμε γιὰ ἀγάπη; Θέλουμε νὰ μᾶς ἀγαποῦν ἀνυπόκριτα οἱ ἄλλοι
καὶ νὰ ἀγαπᾶμε πραγματικά; Νά, ὁ Χριστός μας, ἡ αὐταγάπη, ποὺ μᾶς καλεῖ
κοντά Του λέγοντάς μας: «Ἐλᾶτε κοντά μου, νὰ μάθετε νὰ ἀγαπᾶτε ἄδολα ὅλους, «καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς».Ἐλᾶτε
κοντά μου καὶ προσπαθεῖστε νά βρίσκεσθε σέ συνεχὴ ἐγρήγορση καί ἀγώνα.
Ἀλλά μήν ἐλπίζετε ὅτι θὰ ξεδιψάσετε μέ τά ἔργα σας ἢ μέ τήν ἀξία καί τά
προσόντα σας, αὐτὰ ποὺ Ἐγὼ σᾶς ἔδωσα. Μόνο τό ἔλεος Μου ξεδιψάει καὶ σώζει.
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν λαμβάνεται ὡς ἀντιμίσθιο τῶν ἔργων σας, ἀλλά
χάρη τῶν οἰκτιρμῶν Μου, γι’ αὐτὸ μὲ ταπεινὸ φρόνημα, αὐτὸ ποὺ Μὲ
συγκινεῖ, νὰ λέτε: «Ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι
δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17.
10).
Ὅταν διψᾶμε γιὰ ἀγάπη μᾶς ποτίζει μὲ τὸ νερὸ τῆς ἀγάπης Του ὁ
ἴδιος ὁ Θεός μας. Ὅταν, ὅμως, διψᾶμε γιὰ κακία καὶ ἀπάτη, τότε μᾶς
ποτίζει μὲ τὸ φαρμακερὸ νερό του ὁ πονηρός, καὶ φαρμακωμένους μᾶς ὁδηγεῖ
κοντά του, στὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον» (Ματθ. κε΄ 30).
Διψᾶμε γιὰ ἐλευθερία; Οἱ ἡγέτες μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία, ἐνῶ
φτιάχνουν θηλιὲς γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν λαῶν τους. Μόνον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τῆς
Ἀγάπης μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς πνίγουν καὶ νὰ
εἴμαστε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι.
Τὸ νερὸ δὲν μᾶς ξεδιψάει, ὅταν τὸ κοιτᾶμε, ἀλλ’ ὅταν τὸ
πίνουμε. Καὶ πρέπει νὰ πιοῦμε πολύ. Ὁ Χριστὸς νὰ μπεῖ μέχρι τὸ βάθος τῶν
σκέψεων, τῶν αἰσθημάτων, τῆς ὑπάρξεώς μας μὲ τὴ διαρκῆ ἐπιζήτησή Του,
μὲ τὴν ἀσίγητη προσευχή μας καὶ μὲ τὴ μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ Αἵματός
Του.
Σκεφθεῖτε ἕνα ζωγράφο νὰ ἔχει πάρει ὅλα τὰ σύνεργά του μαζὶ μὲ
ραδιόφωνα, καπέλλα, φωτογραφικὲς μηχανὲς καὶ ὅ,τι ὁ τεχνικὸς πολιτισμὸς
προστάζει καὶ νὰ ἔχει πάει σὲ μιὰ ἔρημο νὰ ζωγραφίσει ἔχοντας ὅμως
ξεχάσει τὸ πιὸ ἀπαραίτητο, τὸ παγούρι μὲ τὸ νερό. Μπορεῖ νὰ
ἀνοίγει τὸ ῥαδιόφωνο καὶ νὰ ἀκούει ἀπατηλὰ λόγια καὶ τραγούδια. Ὅταν,
ὅμως, θὰ διψάσει, τί νὰ τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ ποὺ προσφέρει ὁ
μηχανικὸς πολιτισμός; Μένει διψασμένος στὴν ἔρημο. Αὐτὴ τὴν εἰκόνα
παρουσιάζει ὁ προφήτης Δαυῒδ λέγοντας· Δίψασε ἡ ψυχή μου, Κύριε, μέσα σὲ
τούτη τὴν ἔρημο· «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλ. 62,1).
Ἐμεῖς οἱ πιστοὶ διψασμένοι ὁδοιπόροι στὴν ἔρημο τῆς ζωῆς δὲν
χρειάζεται παρὰ νὰ σκύψουμε καὶ νὰ πιοῦμε. Ἡ πίστη μας εἶναι πηγὴ ὕδατος
ζῶντος. Τὸ λέει καὶ ὁ Προφήτης Ἰεζεκιὴλ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Εἶδε αὐτὸς
ἕνα ὅραμα. Εἶδε νὰ βγαίνει νερὸ ἀπὸ τὸ Ναὸ καὶ νὰ γίνεται ῥυάκι. Γιὰ χίλια μέτρα μῆκος τὸ νερὸ ἔφτανε μέχρι τὸν ἀστράγαλο. Στὰ ἑπόμενα χίλια μέτρα ἀνέβηκε
ὡς τὰ γόνατα, στὰ ἑπόμενα χίλια ἔφτασε μέχρι τὴ ζώνη, καὶ στὰ ἑπόμενα
χίλια ἔγινε πλέον ποταμὸς ἀδιαπέραστος. Στὶς ὄχθες του ἀναπτύχθηκε
πλουσία βλάστηση καὶ καρποφόρα δέντρα, ἐνῶ στὰ ζωογόνα νερά του
κατοικοῦσαν ἄφθονα ψάρια. Ὁ ποταμὸς αὐτὸς εἰκονίζει τὴν πίστη μας καὶ
τὴν αὔξησή της μέσα στοὺς αἰῶνες. Εἶναι τὸ ῥυάκι, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὶς
πληγὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου. Σιγὰ - σιγὰ μεγάλωσε καὶ ἔγινε ἀείρροος
ποταμὸς ποὺ ἀρδεύει συνεχῶς μὲ τὰ νάματά του τὸ πρόσωπο ὅλης τῆς γῆς.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ
εὐλογούμενος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
ΠΗΓΗ www.orthodoxia.gr ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ τευχ. ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014
Συντάκτης: Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου