του Christopher Berg, ιστορικού
μετάφραση Στέλλα Παπαλάμπρου
Ο Lawrence James υποστηρίζει ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε δύο βασικούς στόχους στην περιοχή της Ανατολικής Αφρικής, ήτοι την εξάπλωση του βρετανικού πολιτισμού και την εκμετάλλευση της παρθένας αφρικανικής οικονομίας. Η ιδέα της εξάπλωσης των βρετανικών αξιών και του πολιτισμού σ’ έναν δύσμοιρο λαό ήταν πολύ ελκυστική για τους Βρετανούς και το όραμα της κυριαρχίας επί της αψεγάδιαστης αφρικανικής οικονομίας καθιστούσαν πιο δύσκολη την αντίδραση της Ανατολικής Αφρικής απέναντι στην αυτοκρατορική ορμή.
Το κόστος, όμως, ενός τέτοιου εγχειρήματος για την Αυτοκρατορία ήταν εξαιρετικά υψηλό. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας μεταξύ 1870 και 1880, η Βρετανία διεξήγαγε με επιτυχία μια εκστρατεία κατά της δουλείας σε όλη την Αυτοκρατορία.
Η Αφρική, και ιδιαίτερα η Ανατολική Αφρική, ήταν η πηγή του διεθνούς δουλεμπόριου. Η Βρετανία είχε χτίσει μια εντυπωσιακή φήμη σχετικά με την καταπολέμηση αυτού του κοινωνικού στίγματος και η Ανατολική Αφρική αποτελούσε την επόμενη μεγάλη πρόκληση. Η δουλεία στην Ανατολική Αφρική αποτελούσε πλέον συνήθη πρακτική παλαιότερων χρόνων που ήταν αποδεκτή ως κοινή καθημερινότητα. Η έξωθεν ζήτηση για περισσότερους σκλάβους αυξήθηκε τον 19ο αιώνα και επηρέασε αρνητικά την περιοχή με διάφορους τρόπους. Δεδομένου ότι η Ανατολική Αφρική δεν είχε να προσφέρει άλλα πολύτιμα αγαθά, εκτός από τους σκλάβους και το φίλντισι, αμφότερα πωλούνταν μέχρι να εξαντληθούν. Η αποστολή της Μεγάλης Βρετανία ήταν απλή: να βγάλουν τους Αφρικανούς από αυτή την πρωτόγονη κατάσταση και να τους μετατρέψουν σε μια ευγενή φυλή διαποτισμένη με όλες τις βρετανικές πολιτιστικές αξίες, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξαλείψουν κάθε μορφή δουλεμπορίου. Για τη Βικτωριανή φιλοσοφία όλα ήταν δυνατά και η Ανατολική Αφρική δεν αποτελούσε εξαίρεση ως προς αυτό.Οι Βρετανοί θεωρούσαν τη δουλεία ως μία εξευτελιστική και απαράδεκτη πραγματικότητα για το ανθρώπινο είδος, η οποία δεν είχε καμία θέση σε μια σωστή και ευυπόληπτη κοινωνία. Ως εγγυήτρια της ελευθερίας και της ισότητας, η Βρετανία υπερασπίστηκε ένθερμα την ιδέα της εξάλειψης της δουλείας εντός της Αυτοκρατορίας της. Η Μεγάλη Βρετανία, ως κυβερνητικό σώμα, αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να θεσπίσει τη νομοθεσία και να πιέσει τις ξένες κυβερνήσεις και τους αρχηγούς των κρατών να δουν τη λογική αυτού του εγχειρήματος, όμως, στην πραγματικότητα οι προκαταρκτικές εργασίες έγιναν από τις ιεραποστολικές της ομάδες, όπως η Εκκλησιαστική Ιεραποστολική Κοινωνία (CMS) στην Ουγκάντα. Και είναι γεγονός ότι η ποθητή πολιτιστική αλλαγή ήρθε μέσα από το αξιόλογο έργο κάποιων ατρόμητων και θαρραλέων ιεραποστόλων. Το εγχείρημά τους δεν ήταν διόλου εύκολο, ενώ συχνά έθεταν την ασφάλεια και τη σωματική ακεραιότητά τους σε κίνδυνο. Ωστόσο, αυτοί οι παλληκαρίσιοι υπερασπιστές του Χριστιανισμού και της βρετανικής κουλτούρας ξεπέρασαν κάθε αντιξοότητα και ξεπέρασαν με την αγωνιστικότητα και το έργο τους την Ιμπεριαλιστική Βρετανο-Ανατολικοαφρικανική Εταιρία (IBEAC).
Οι ιεραπόστολοι που αντιπροσώπευαν την CMS εξυπηρετούσαν μια ζωτικής σημασίας λειτουργία στην περιοχή και κατάφεραν να επιλύσουν πολύ λεπτά και δυσεπίλυτα ζητήματα. Έχαιραν, μάλιστα, υψηλής εκτίμησης, καθώς όλες οι αποφάσεις τους λαμβάνονταν με αξιοθαύμαστη σύνεση και σκεπτικισμό. Σκοπός της ιεραποστολής, όμως, δεν ήταν μόνο να ενσωματωθεί στην αφρικανική κοινωνία, αλλά κυρίως να ενσταλάξει τις χριστιανικές αξίες και τη βρετανική νοοτροπία στους ντόπιους. “Εκτός από το ότι θεωρούσαν τους ιεραπόστολους ως ένα χρήσιμο κανάλι επικοινωνίας με τον [αρχηγό Frederick] Lugard, οι Προτεστάντες ιθύνοντες τους συμβουλεύονταν για την επεξήγηση των λόγων και των πράξεων του Lugard.” Οι ιεραπόστολοι ήταν οι πλέον αξιόπιστοι σύνδεσμοι και βοήθησαν στην κατεύθυνση της εξέλιξης του πολιτικού μέλλοντος στην περιοχή. Και σ’ αυτό συνετέλεσε το ότι οι ιεραπόστολοι είχαν θέσει τις υποστηρικτικές βάσεις για την έλευση της Εταιρείας IBEA και την περαιτέρω επιβολή της βρετανικής κυριαρχίας, η οποία θα αναλάμβανε τον έλεγχο της περιοχής. Χωρίς σκληρή δουλειά και θυσίες, τη δημιουργία σχέσεων και την εξάπλωση του χριστιανισμού στους ιθαγενείς, ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν θα εδραιωνόταν ποτέ.
Οι ιεραπόστολοι υπεραμύνονταν της ουδέτερης στάσης τους στην Ανατολική Αφρική, παρότι ο Frederick Lugard επέμενε να θέτει σε κίνδυνο αυτή την ουδετερότητά τους με τη συχνή ανάμειξή του σε πολιτικά θέματα. Μια δύσκολη σχέση έντασης διέπνεε τη σχέση του Lugard με την CMS, η οποία επιθυμούσε να παραμείνει απαλλαγμένη από την πολιτική. Χάρη όμως στην αφοσίωση και το έργο των ιεραποστόλων ήταν σε θέση να παραμείνουν στην περιοχή για μακρό χρονικό διάστημα και να επωφεληθούν από το ποσό των £16,000 που είχε συγκεντρωθεί από εράνους στην Αγγλία με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Alfred Tucker. Τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν έδωσαν πνοή στην CMS και τα προγραμματικά σχέδιά της στην Ανατολική Αφρική και της επέτρεψαν να ξεπεράσει την IBEA Company και τη μεταβίβαση εξουσίας στη βρετανική κυβέρνηση. Η λαϊκή υποστήριξη της CMS και του οράματός της στην Ανατολική Αφρική επικροτήθηκε και υποστηρίχθηκε από μεγάλες δωρεές μέσα σε διάστημα μόλις δέκα ημερών. Ο Βρετανοί αναγνώριζαν ότι η Ανατολική Αφρική ήταν ανεπίσημα ένα κομμάτι της Αυτοκρατορίας τους και ότι είχαν θεία εντολή, όχι μόνο να χρηματοδοτήσουν την εξάπλωση του χριστιανισμού μέσω της CMS, αλλά να εκπολιτίσουν περισσότερο αυτη την περιοχή. Και προκειμένου να φέρουν την ειρήνη και την ευημερία, καθώς επίσης κι έναν ανώτερο πολιτισμό στον κόσμο των ιθαγενών έπρεπε, πρωτίστως, να αντιμετωπίσουν τη μάστιγα της αφρικανικής δουλείας.
Περαιτέρω, οι δούλοι όχι μόνο εξάγονταν από την Ανατολική Αφρική, αλλά εισάγονταν κι από άλλες περιοχές, όπως το Σουδάν. Οι δούλοι του Σουδάν, μάλιστα, είχαν εξαιρετική φήμη ως προς την στρατιωτική μαχητικότητά τους και είχαν υπηρετήσει σε διάφορα στρατεύματα ανά τον κόσμο. Απέδειξαν ότι ήταν ένα πολύτιμο χαρτί στο πεδίο της μάχης, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε όλη την Αφρική, το Μεξικό και την Ελλάδα με πολλές διακρίσεις. “Ορισμένοι πωλήθηκαν στους Γερμανούς το 1888 για να αναχαιτίσουν την κυριαρχική άνοδο των Bushiri στην Τανγκανίκα.” Μετά την εξέγερση του Μάχντι, πολλοί από αυτούς του Σουδανούς στρατιωτικούς σκλάβους μετανάστευσαν κατά μήκος του δυτικού Νείλου έως τη λίμνη Άλμπερτ. Τα απομεινάρια αυτής της πολεμικής ζώνης σχημάτισαν τον πυρήνα του βοηθητικού στρατιωτικού σώματος του αρχηγού Frederick Lugard. Οι γεωπολιτικές δυνάμεις της Ανατολικής Αφρικής περιόρισαν σημαντικά το πεδίο δράσης του Lugard. Όπως και ο Gordon, έτσι και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους άντρες του εγκαίρως, αφού μέσα σε χρονικό διάστημα δέκα ετών δεν τους κατέβαλε καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες τους! Όμως, σε αντίθεση με τον Gordon, ο Lugard δεν είχε στη διάθεσή του καμία κρατική οικονομική βοήθεια για να πληρώσει τους άνδρες του, ακόμη κι όταν βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ετσι, οι άνδρες του Lugard αναγκαζόταν να ζήσουν μόνο από όσα τους προσέφερε η γη. Προκειμένου να επιβιώσουν, ασχολήθηκαν με διάφορες εμπορικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου και του δουλεμπορίου, κάτι που έμελε να είναι γι αυτούς αναγκαίο κακό και ζοφερή πραγματική κατάσταση. Η ακόρεστη ζήτηση για σκλάβους, όπλα, και φίλντισι τους εξασφάλιζε ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν θα έμενε ως απόθεμα μέχρις εξαντλήσεώς του. Η τάση αυτή άκμασε περισσότερο μετά το 1850 με την εισβολή των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην περιοχή.
Η ιστορικός του Πανεπιστημίου του Ohio, Claire Robertson, επισημαίνει μία παράμετρο που συχνά παραβλέπουμε σε σχέση με το δουλεμπόριο στην ανατολική Αφρική. “Ο αντίκτυπος του δουλεμπορίου εντάθηκε στις νεοπληγείσες περιοχές, ενώ οι λιμοί του 1890 αύξησαν την εκμετάλλευση και την πώληση κοριτσιών στην ακτή του Kikuyu, εγγύς του Masai και της Kamba.” Οι ξηρασίες και οι φτωχές συγκομιδές έκαναν την επιβίωση δύσκολη κι έτσι οι περισσότεροι, προφανώς, προτιμούσαν τη δουλεία από τον αργό θάνατο λόγω ασιτίας. Αυτή ήταν η σκληρή πραγματικότητα της Ανατολικής Αφρικής. Αυτά τα δεινά, όμως, διόλου δεν προξενήθηκαν με “φυσικό τρόπο”. Για τις επιδημίες αυτές υπήρχε ανθρώπινος δάκτυλος. Ο Robertson σημειώνει ότι “τα δεινά του 1890 προκλήθηκαν ως έναν βαθμό από τα κινούμενα εμπορικά καραβάνια. Η πανώλη των βοοειδών, για παράδειγμα, εξαπλώθηκε όταν μεγάλες αγέλες εισήχθησαν από την Ινδία, προκαλώντας τεράστιες απώλειες ανθρώπινων και ζωικών πληθυσμών, καθιστώντας κατά συνέπεια την περαιτέρω παραγωγική διαδικασία πολύ δυσχερή για τους εναπομείναντες ντόπιους, ιδίως τις γυναίκες”.
Η αρχαιολογία κατά το παρελθόν ελάχιστα συνέβαλε ιστορικά στο θέμα της δουλείας στην Ανατολική Αφρική. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο τομέας αυτός άρχισε να αποδίδει καρπούς στο θέμα της καταγραφής της δουλείας στην Ανατολική Αφρική, καθώς σταδιακά διαμορφώνεται από τους ίδιους τους αρχαιολόγους μια σαφέστερη εικόνα για το φαινόμενο που μάστιζε την περιοχή αυτή. Στο πολύ αξιόλογο έργο της Chapurukha Kusimba, Βοηθού Επιμελήτριας της Αφρικανικής Αρχαιολογίας και Εθνολογίας στο Μουσείο Φιλντ στο Σικάγο, επισημαίνεται ότι “είναι πλέον εφικτή η αρχαιολογική έρευνα επί της δουλείας και του δουλεμπορίου στην Αφρική”. Όπως η Ιστορική και η Οικονομική επιστήμη, έτσι και η αρχαιολογία είναι πλέον σε θέση να διερευνήσει ενδελεχώς το θέμα της δουλείας στην Αφρική, όπως συμβαίνει ήδη αποτελεσματικά στην Αμερική.” Παρόλο που το ερευνητικό έργο της Kusimba επικεντρώνεται στο Τσάβο, η Κένυα και η ενδοχώρα της είναι μία άριστη περίπτωση που ρίχνει φως στο θέμα της δουλείας σύμφωνα με σύγχρονες προφορικές μαρτυρίες. Αυτές οι αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων σχετικά με τους ντόπιους ενδεχομένως αποκαλύπτουν μια πολύπλοκη ιστορία για τις εσωτερικές κοινωνικές σχέσεις τους, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από πνεύμα συνεργασίας, σύγκρουσης και υποδούλωσης.” Η Kusimba είναι φανερά ικανοποιημένη από το γεγονός ότι τα τελευταία αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τις προφορικές μαρτυρίες. Περαιτέρω, το έργο της Kusimba συνάδει με τη διατριβή του Robinson ότι το τοπικό αίσθημα αστάθειας και ανασφάλειας είχαν αρνητικό αντίκτυπο με περαιτέρω συνέπεια τη μετανάστευση και τη μείωση πληθυσμού. Ίσως, όμως, η μεγαλύτερη “μαύρη” κληρονομιά της δουλείας ήταν ο ρόλος της στην κατάρρευση της αφρικανικής οικονομίας, καθιστώντας πιθανά μελλοντικά αυτοκρατορικά προγεφυρώματα σχέσεων στην περιοχή. “Το εσωτερικό εμπόριο και τα συναφή δίκτυα αλληλεπίδρασης αποδυναμώθηκαν σοβαρά, όπως και τα δίκτυα της συμμαχίας. Αυτά τα φαινόμενα κρίσης υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα των αφρικανικών οικονομιών και άνοιξαν το δρόμο για ξένες εξαγορές και τον έλεγχο της αφρικανικής πολιτικής και οικονομίας έως τον δέκατο έννατο αιώνα.” Το έργο της Kusimba θα βοηθήσει στη διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών στην υπόλοιπη Ανατολική Αφρική και στην όλο και περισσότερο ενδελεχή επαναδιαπραγμάτευση του ζητήματος της δουλείας στην περιοχή και των βαθιών επιπτώσεών της μέχρι και σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου