Παναγιώτης Σωτήρης
Μια παράμετρος που αναδεικνύεται τραγικά από την εξέλιξη της πανδημίας του νέου κορωνοϊού είναι ότι και εδώ βλέπουμε τη συσχέτιση ανάμεσα στην κοινωνική ανισότητα, τη φτώχεια, το ρατσισμό, τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα.
Και λέμε «και εδώ» γιατί η διαπίστωση ότι η κοινωνική ανισότητα σχετίζεται με τους δείκτες υγείας είναι ένα κοινός τόπο. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις κοινωνίες π.χ. 19ου αιώνα, σαν την Αγγλία της δεκαετίας του 1840 που περιέγραψε ο Ένγκελς στο κλασικό έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», όπου η εξαθλίωση των εργατών και των φτωχών των πόλεων εκφραζόταν σε ιδιαίτερα ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης αλλά και σχεδόν εξοντωτικές συνθήκες εργασίας. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της δημόσιας υγείας διαμορφώθηκε ως αναμέτρηση με τέτοιες προκλήσεις. Αναφερόμαστε και στις σύγχρονες κοινωνίες.
Είναι αλήθεια ότι στον 20ο αιώνα τα πράγματα βελτιώθηκαν, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο. Συνέβαλε η βελτίωση των συνθηκών ζωής, η βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων στρωμάτων, η διαμόρφωση του κοινωνικού κράτους και η πρόοδος των ιατρικών παρεμβάσεων. Όμως, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα διάφορες έρευνες έδειξαν ότι ακόμη και στις σχετικά αναπτυγμένες χώρες η κοινωνική ανισότητα επιδρούσε αρνητικά στην υγεία των πληθυσμών. Αυτό αφορούσε τόσο την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας όσο και την επίπτωση της ανισότητα καθαυτής στην υγεία. Σημαντικοί ερευνητές των κοινωνικών καθορισμών της υγείας όπως ο Μάικλ Μάρμοτ, ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον και η Κέιτ Πίκετ κατέδειξαν ότι η ίδια η ανισότητα και το κοινωνικοοικονομικό στρες που αυτή συνεπάγεται έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, κάτι που αποδεικνύεται και από στατιστικές.
Όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν και σε σχέση με την πανδημία του νέου κορωνοϊού. Το παράδειγμα της Νέας Υόρκης είναι από αυτή την άποψη πολύ χαρακτηριστικό. Η στατιστική ανάλυση των θυμάτων έδειξε ότι οι αφροαμερικανοί και οι ισπανόφωνοι εμφάνιζαν αυξημένη θνησιμότητα σε σχέση με τους λευκούς και την ίδια στιγμή στην πόλη καταγραφόταν ανισότητα ανάλογα με την περιοχή ή τη γειτονιά, με αποτέλεσμα το σαφώς πιο εύπορο Μανχάταν να έχει μικρότερη θνησιμότητα από το συγκριτικά πιο φτωχό και εργατικό Κουίνς. Επιπλέον, ήταν στη Νέα Υόρκη που διαπιστώθηκε αυξημένη συχνότητα σε ανθρώπους κάτω των 65 σε σχέση π.χ. με τη Δυτική Ευρώπη.
Αντίστοιχα, διαπιστώθηκε ότι σε περιοχές της Γαλλίας, όπως το Seine Saint-Denis, που περιλαμβάνει τα αρκετά από τα προάστια του Παρισιού, που έχουν σημαντικό ποσοστό κατοίκων με μεταναστευτική καταγωγή και μεγάλο ποσοστό χαμηλόμισθων σχετικά εργαζομένων, αρκετοί εκ των οποίων είναι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να «μείνουν» σπίτι (γιατί εργάζονται σε χώρους που δεν έχουν κλείσει) επίσης το τίμημα από τον κορωνοϊό είναι μεγάλο.
Διάφοροι λόγοι εξηγούν γιατί τα φτωχότερα στρώματα δείχνουν να πλήττονται περισσότερο από την πανδημία σε αναπτυγμένες κοινωνίες ή να έχουν περισσότερα συγκριτικά θύματα σε ηλικιακές κατηγορίες που δεν θεωρούνται ιδιαίτερα ευπαθείς: Τα στρώματα αυτά υφίστανται αυξημένο κοινωνικοοικονομικό στρες, καθώς αντιμετωπίζουν την εντεινόμενη ανισότητα, την εργασιακή επισφάλεια, την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης και όλα αυτά επιδρούν στη γενικά κατάσταση της υγείας. Συχνά είναι εγκλωβισμένα σε κατώτερες εργασιακές θέσεις, ή αναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερες ώρες ή να κάνουν δύο δουλειές, πράγμα που σημαίνει αυξημένη σωματική και ψυχική καταπόνηση. Τα περιθώριά τους να τρέφονται σωστά και υγιεινά είναι μικρότερα σε σχέση με στρώματα πιο εύπορα και με περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ζουν και εργάζονται σε περιοχές με περισσότερη ατμοσφαιρική ρύπανση. Συχνά δεν έχουν χρόνο για σωστή σωματική άθληση την ίδια ώρα που η ζωή τους είναι από όλες τις απόψεις πιο κοπιαστική. Επιπλέον, τα περιθώριά τους να έχουν πλήρη ενημέρωση για τις ορθές πρακτικές ως προς την υγεία είναι μικρότερα όπως και ο χρόνος για να τις εφαρμόσουν στην πράξη.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η περιορισμένη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Αυτό είναι πιο έντονο στις ΗΠΑ, που δεν έχουν ένα καθολικής πρόσβασης πλήρες σύστημα δημόσιας υγείας αλλά μόνο τις παροχές του Medicaid / Medicare και από εκεί πέρα εξαιρετικά άνισα πακέτα ιδιωτικής ασφάλισης, παρατηρείται όμως και στην Ευρώπη, ακόμη και σε χώρες όπου υπάρχει το δικαίωμα στον οποιοδήποτε να επισκεφτεί μια δημόσια δομής υγείας. Αυτό σημαίνει ότι τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι βέβαιο ότι θα παρακολουθούν συστηματικά την κατάσταση της υγείας τους ή θα ακολουθούν πλήρως αγωγές ή συμβουλές υγείας για χρόνια προβλήματα.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί βρίσκουμε αυξημένη συχνότητα υποκείμενων νοσημάτων ή καταστάσεων σε αυτά τα στρώματα. Ουσιαστικά, η κοινωνική ανισότητα σήμερα δημιουργεί πληθυσμούς που εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν και εργάζονται είναι πιο πιθανό να έχουν υποκείμενα προβλήματα υγείας όπως υπέρταση, άσθμα, διαβήτη κ.λπ. ή να έχουν αυξημένη συχνότητα καρδιοπαθειών ή νεοπλασιών. Την ίδια στιγμή οι συνθήκες ζωής τους αλλά και η πρόσβαση που έχουν σε ιατρικές υπηρεσίες, σημαίνει ότι θα ασχοληθούν σε μικρότερο βαθμό ή λιγότερο συστηματικά με τα προβλήματα υγείας τους, με αποτέλεσμα αυτά να επιδεινώνονται. Όμως, όλα αυτά τα προβλήματα σήμερα τους καθιστούν και πιο ευπαθείς έναντι του κορωνοϊού και με μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές.
Οι άνθρωποι συχνά εργάζονται σε εκείνες ακριβώς τις θέσεις εργασίας που θεωρούμε ότι ουσιώδεις, όπως είναι τα καταστήματα και οι εφοδιαστικές αλυσίδες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, οι βιομηχανίες ή οι εταιρείες ταχυδρομικών αποστολών, τα delivery, οι υπηρεσίες καθαριότητας, άρα εκτίθενται και περισσότερο στην πανδημία.
Επιπλέον, ακόμη και εάν αναζητήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας εν μέσω της πανδημίας αυτές είναι πιθανό να είναι υποστελεχωμένες, ή να βρίσκονται στα όριά τους. Συχνά, ο μόνος τρόπος να λάβουν κάποια ιατρική φροντίδα είναι να πάνε στα επείγοντα ενός νοσοκομείου στο οποίο δικαιούνται πρόσβαση, κάτι που σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, με το υψηλό ποσοστό κρουσμάτων, σήμαινε και αυξημένο κίνδυνο τελικά να νοσήσουν από τον νέο κορωνοϊό.
Όπως παρατήρησε και ο Jerome Adams, που ως Surgeon General είναι ο κορυφαίος αξιωματούχος δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει καμιά γενετική ή βιολογική προδιάθεση στους αφροαμερικανούς ή τους ισπανόφωνους που τους κάνει πιο ευπαθείς στον COVID-19. Αυτό που ισχύει είναι ότι «έχουν κοινωνική προδιάθεση για έκθεση στον κορωνοϊό και έχουν μεγαλύτερη συχνότητα εκείνων των ασθενειών που σε εκθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές του κορωνοϊού». Κοντολογίς ζουν και εργάζονται σε συνθήκες που τους εκθέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο και πληρώνουν τις συνέπειες στην υγεία τους από αυτές τις συνθήκες.
Όλα αυτά, ειδικά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ αποτυπώνουν και τη διαρκή επιβίωση του ρατσισμού. Γιατί παρά τα μέτρα κατά των διακρίσεων διαπιστώνουμε σε αρκετές χώρες τη διαρκή επιβίωση του ρατσισμού, όχι μόνο σε επίπεδο στάσεων ή αντιλήψεων αλλά και επίπεδο διαρκώς αναπαραγόμενων πραγματικών κοινωνικών ανισοτήτων που αποτυπώνονται σε κάθε διάσταση, από το εισόδημα μέχρι την υγεία.
Όπως παρατήρησε πρόσφατα η Edna Bonhomme, ο ρατσισμός είναι το πιο επικίνδυνο «υποκείμενο νόσημα».
Όλα αυτά υπογραμμίζουν για άλλη μια φορά τη στενή συσχέτιση συνθηκών ζωής, κοινωνικής οργάνωσης και υγείας. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πιο αναπτυγμένες και ο συνολικός παραγόμενος πλούτος εντυπωσιακός. Όμως, είναι πολύ πιο άνισες ως προς το πως επιμερίζεται ο πλούτος, η ποιότητα ζωής, το αίσθημα ασφάλειας, το καθαρό περιβάλλον, την ίδια ώρα που πληρώνουν το τίμημα της επιβίωσης του ρατσισμού.
Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις και στην υγεία των ανθρώπων και το πώς θα ανταποκριθούν σε μια πανδημία. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε: όπως δεν είναι όλοι ίσοι στη ζωή έτσι, δυστυχώς, δεν είναι μπροστά στην απειλή του θανάτου.
Η κοινωνική δικαιοσύνη, η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η ριζική αναδιανομή πλούτου, οι στόχοι κοινωνικής ανάπτυξης και όχι μόνο μεγέθυνσης οικονομικών δεικτών, η εργασιακή σταθερότητα και ασφάλεια, τα εγγυημένα κοινωνικά αγαθά, αντιμετωπίστηκαν για δεκαετίες ως παρωχημένες αντιλήψεις και αναχώματα στην ανάπτυξη. Αντίθετα, η ανισότητα καθαγιάστηκε και θεωρήθηκε μάλιστα και κίνητρο για την ενεργοποίηση του ατόμου στον ανταγωνιστικό στίβο της ζωής. Αντί για την αναδιανομή θεωρήθηκε ότι αρκεί να έχουμε οικονομική μεγέθυνση και αυτό θα επέτρεπε κάτι να περισσέψει και για όσους είναι στις κατώτερες θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Το τίμημα το πληρώνουμε σήμερα, με ποικίλους τρόπους, όλους οδυνηρούς.
Εάν θέλουμε πραγματικά να κάνουμε τις κοινωνίες πιο ανθεκτικές απέναντι σε απειλές όπως ένα νέο παθογόνο, πρέπει να τις κάνουμε και πιο δίκαιες, με μικρότερη ανισότητα, καθολική πρόσβαση σε βασικά αγαθά, λιγότερη ανασφάλεια και περισσότερη συνοχή και αλληλεγγύη. Η κοινωνική δικαιοσύνη κάνει όντως καλό στην υγεία.
Πηγή: in.gr
Μια παράμετρος που αναδεικνύεται τραγικά από την εξέλιξη της πανδημίας του νέου κορωνοϊού είναι ότι και εδώ βλέπουμε τη συσχέτιση ανάμεσα στην κοινωνική ανισότητα, τη φτώχεια, το ρατσισμό, τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα.
Και λέμε «και εδώ» γιατί η διαπίστωση ότι η κοινωνική ανισότητα σχετίζεται με τους δείκτες υγείας είναι ένα κοινός τόπο. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις κοινωνίες π.χ. 19ου αιώνα, σαν την Αγγλία της δεκαετίας του 1840 που περιέγραψε ο Ένγκελς στο κλασικό έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», όπου η εξαθλίωση των εργατών και των φτωχών των πόλεων εκφραζόταν σε ιδιαίτερα ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης αλλά και σχεδόν εξοντωτικές συνθήκες εργασίας. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της δημόσιας υγείας διαμορφώθηκε ως αναμέτρηση με τέτοιες προκλήσεις. Αναφερόμαστε και στις σύγχρονες κοινωνίες.
Είναι αλήθεια ότι στον 20ο αιώνα τα πράγματα βελτιώθηκαν, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο. Συνέβαλε η βελτίωση των συνθηκών ζωής, η βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων στρωμάτων, η διαμόρφωση του κοινωνικού κράτους και η πρόοδος των ιατρικών παρεμβάσεων. Όμως, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα διάφορες έρευνες έδειξαν ότι ακόμη και στις σχετικά αναπτυγμένες χώρες η κοινωνική ανισότητα επιδρούσε αρνητικά στην υγεία των πληθυσμών. Αυτό αφορούσε τόσο την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας όσο και την επίπτωση της ανισότητα καθαυτής στην υγεία. Σημαντικοί ερευνητές των κοινωνικών καθορισμών της υγείας όπως ο Μάικλ Μάρμοτ, ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον και η Κέιτ Πίκετ κατέδειξαν ότι η ίδια η ανισότητα και το κοινωνικοοικονομικό στρες που αυτή συνεπάγεται έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, κάτι που αποδεικνύεται και από στατιστικές.
Όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν και σε σχέση με την πανδημία του νέου κορωνοϊού. Το παράδειγμα της Νέας Υόρκης είναι από αυτή την άποψη πολύ χαρακτηριστικό. Η στατιστική ανάλυση των θυμάτων έδειξε ότι οι αφροαμερικανοί και οι ισπανόφωνοι εμφάνιζαν αυξημένη θνησιμότητα σε σχέση με τους λευκούς και την ίδια στιγμή στην πόλη καταγραφόταν ανισότητα ανάλογα με την περιοχή ή τη γειτονιά, με αποτέλεσμα το σαφώς πιο εύπορο Μανχάταν να έχει μικρότερη θνησιμότητα από το συγκριτικά πιο φτωχό και εργατικό Κουίνς. Επιπλέον, ήταν στη Νέα Υόρκη που διαπιστώθηκε αυξημένη συχνότητα σε ανθρώπους κάτω των 65 σε σχέση π.χ. με τη Δυτική Ευρώπη.
Αντίστοιχα, διαπιστώθηκε ότι σε περιοχές της Γαλλίας, όπως το Seine Saint-Denis, που περιλαμβάνει τα αρκετά από τα προάστια του Παρισιού, που έχουν σημαντικό ποσοστό κατοίκων με μεταναστευτική καταγωγή και μεγάλο ποσοστό χαμηλόμισθων σχετικά εργαζομένων, αρκετοί εκ των οποίων είναι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να «μείνουν» σπίτι (γιατί εργάζονται σε χώρους που δεν έχουν κλείσει) επίσης το τίμημα από τον κορωνοϊό είναι μεγάλο.
Πώς η ανισότητα συνδυάζεται θανάσιμα με τη φτώχεια
Διάφοροι λόγοι εξηγούν γιατί τα φτωχότερα στρώματα δείχνουν να πλήττονται περισσότερο από την πανδημία σε αναπτυγμένες κοινωνίες ή να έχουν περισσότερα συγκριτικά θύματα σε ηλικιακές κατηγορίες που δεν θεωρούνται ιδιαίτερα ευπαθείς: Τα στρώματα αυτά υφίστανται αυξημένο κοινωνικοοικονομικό στρες, καθώς αντιμετωπίζουν την εντεινόμενη ανισότητα, την εργασιακή επισφάλεια, την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης και όλα αυτά επιδρούν στη γενικά κατάσταση της υγείας. Συχνά είναι εγκλωβισμένα σε κατώτερες εργασιακές θέσεις, ή αναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερες ώρες ή να κάνουν δύο δουλειές, πράγμα που σημαίνει αυξημένη σωματική και ψυχική καταπόνηση. Τα περιθώριά τους να τρέφονται σωστά και υγιεινά είναι μικρότερα σε σχέση με στρώματα πιο εύπορα και με περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ζουν και εργάζονται σε περιοχές με περισσότερη ατμοσφαιρική ρύπανση. Συχνά δεν έχουν χρόνο για σωστή σωματική άθληση την ίδια ώρα που η ζωή τους είναι από όλες τις απόψεις πιο κοπιαστική. Επιπλέον, τα περιθώριά τους να έχουν πλήρη ενημέρωση για τις ορθές πρακτικές ως προς την υγεία είναι μικρότερα όπως και ο χρόνος για να τις εφαρμόσουν στην πράξη.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η περιορισμένη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Αυτό είναι πιο έντονο στις ΗΠΑ, που δεν έχουν ένα καθολικής πρόσβασης πλήρες σύστημα δημόσιας υγείας αλλά μόνο τις παροχές του Medicaid / Medicare και από εκεί πέρα εξαιρετικά άνισα πακέτα ιδιωτικής ασφάλισης, παρατηρείται όμως και στην Ευρώπη, ακόμη και σε χώρες όπου υπάρχει το δικαίωμα στον οποιοδήποτε να επισκεφτεί μια δημόσια δομής υγείας. Αυτό σημαίνει ότι τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι βέβαιο ότι θα παρακολουθούν συστηματικά την κατάσταση της υγείας τους ή θα ακολουθούν πλήρως αγωγές ή συμβουλές υγείας για χρόνια προβλήματα.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί βρίσκουμε αυξημένη συχνότητα υποκείμενων νοσημάτων ή καταστάσεων σε αυτά τα στρώματα. Ουσιαστικά, η κοινωνική ανισότητα σήμερα δημιουργεί πληθυσμούς που εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν και εργάζονται είναι πιο πιθανό να έχουν υποκείμενα προβλήματα υγείας όπως υπέρταση, άσθμα, διαβήτη κ.λπ. ή να έχουν αυξημένη συχνότητα καρδιοπαθειών ή νεοπλασιών. Την ίδια στιγμή οι συνθήκες ζωής τους αλλά και η πρόσβαση που έχουν σε ιατρικές υπηρεσίες, σημαίνει ότι θα ασχοληθούν σε μικρότερο βαθμό ή λιγότερο συστηματικά με τα προβλήματα υγείας τους, με αποτέλεσμα αυτά να επιδεινώνονται. Όμως, όλα αυτά τα προβλήματα σήμερα τους καθιστούν και πιο ευπαθείς έναντι του κορωνοϊού και με μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές.
Οι άνθρωποι συχνά εργάζονται σε εκείνες ακριβώς τις θέσεις εργασίας που θεωρούμε ότι ουσιώδεις, όπως είναι τα καταστήματα και οι εφοδιαστικές αλυσίδες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, οι βιομηχανίες ή οι εταιρείες ταχυδρομικών αποστολών, τα delivery, οι υπηρεσίες καθαριότητας, άρα εκτίθενται και περισσότερο στην πανδημία.
Επιπλέον, ακόμη και εάν αναζητήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας εν μέσω της πανδημίας αυτές είναι πιθανό να είναι υποστελεχωμένες, ή να βρίσκονται στα όριά τους. Συχνά, ο μόνος τρόπος να λάβουν κάποια ιατρική φροντίδα είναι να πάνε στα επείγοντα ενός νοσοκομείου στο οποίο δικαιούνται πρόσβαση, κάτι που σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, με το υψηλό ποσοστό κρουσμάτων, σήμαινε και αυξημένο κίνδυνο τελικά να νοσήσουν από τον νέο κορωνοϊό.
Όπως παρατήρησε και ο Jerome Adams, που ως Surgeon General είναι ο κορυφαίος αξιωματούχος δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει καμιά γενετική ή βιολογική προδιάθεση στους αφροαμερικανούς ή τους ισπανόφωνους που τους κάνει πιο ευπαθείς στον COVID-19. Αυτό που ισχύει είναι ότι «έχουν κοινωνική προδιάθεση για έκθεση στον κορωνοϊό και έχουν μεγαλύτερη συχνότητα εκείνων των ασθενειών που σε εκθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές του κορωνοϊού». Κοντολογίς ζουν και εργάζονται σε συνθήκες που τους εκθέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο και πληρώνουν τις συνέπειες στην υγεία τους από αυτές τις συνθήκες.
Η επίπτωση του ρατσισμού
Όλα αυτά, ειδικά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ αποτυπώνουν και τη διαρκή επιβίωση του ρατσισμού. Γιατί παρά τα μέτρα κατά των διακρίσεων διαπιστώνουμε σε αρκετές χώρες τη διαρκή επιβίωση του ρατσισμού, όχι μόνο σε επίπεδο στάσεων ή αντιλήψεων αλλά και επίπεδο διαρκώς αναπαραγόμενων πραγματικών κοινωνικών ανισοτήτων που αποτυπώνονται σε κάθε διάσταση, από το εισόδημα μέχρι την υγεία.
Όπως παρατήρησε πρόσφατα η Edna Bonhomme, ο ρατσισμός είναι το πιο επικίνδυνο «υποκείμενο νόσημα».
Η κοινωνική δικαιοσύνη ως επιτακτική υγειονομική ανάγκη
Όλα αυτά υπογραμμίζουν για άλλη μια φορά τη στενή συσχέτιση συνθηκών ζωής, κοινωνικής οργάνωσης και υγείας. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πιο αναπτυγμένες και ο συνολικός παραγόμενος πλούτος εντυπωσιακός. Όμως, είναι πολύ πιο άνισες ως προς το πως επιμερίζεται ο πλούτος, η ποιότητα ζωής, το αίσθημα ασφάλειας, το καθαρό περιβάλλον, την ίδια ώρα που πληρώνουν το τίμημα της επιβίωσης του ρατσισμού.
Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις και στην υγεία των ανθρώπων και το πώς θα ανταποκριθούν σε μια πανδημία. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε: όπως δεν είναι όλοι ίσοι στη ζωή έτσι, δυστυχώς, δεν είναι μπροστά στην απειλή του θανάτου.
Η κοινωνική δικαιοσύνη, η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η ριζική αναδιανομή πλούτου, οι στόχοι κοινωνικής ανάπτυξης και όχι μόνο μεγέθυνσης οικονομικών δεικτών, η εργασιακή σταθερότητα και ασφάλεια, τα εγγυημένα κοινωνικά αγαθά, αντιμετωπίστηκαν για δεκαετίες ως παρωχημένες αντιλήψεις και αναχώματα στην ανάπτυξη. Αντίθετα, η ανισότητα καθαγιάστηκε και θεωρήθηκε μάλιστα και κίνητρο για την ενεργοποίηση του ατόμου στον ανταγωνιστικό στίβο της ζωής. Αντί για την αναδιανομή θεωρήθηκε ότι αρκεί να έχουμε οικονομική μεγέθυνση και αυτό θα επέτρεπε κάτι να περισσέψει και για όσους είναι στις κατώτερες θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Το τίμημα το πληρώνουμε σήμερα, με ποικίλους τρόπους, όλους οδυνηρούς.
Εάν θέλουμε πραγματικά να κάνουμε τις κοινωνίες πιο ανθεκτικές απέναντι σε απειλές όπως ένα νέο παθογόνο, πρέπει να τις κάνουμε και πιο δίκαιες, με μικρότερη ανισότητα, καθολική πρόσβαση σε βασικά αγαθά, λιγότερη ανασφάλεια και περισσότερη συνοχή και αλληλεγγύη. Η κοινωνική δικαιοσύνη κάνει όντως καλό στην υγεία.
Πηγή: in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου